17/5/15

Τέχνη πολύτροπος, αφήγηση μείζων

Η κατάσταση της ποιητικής γλώσσας και η ποιητική συνθήκη, στις μέρες του Λάγιου, στις μέρες μας

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

Βλάσης Κανιάρης, Ουρητήρια, 1980


Καθ’ όλη τη διάρκεια του νεοελληνικού βίου, η ποίηση έχει παίξει ρόλο καθοριστικό στη σήμανση της κάθε ιδιαίτερης ιστορικής περιόδου, αλλά και στην αφήγηση που αυτή προέτασσε, ως αφήγηση της νεοελληνικότητας. Με το έργο του Διονύσιου Σολωμού ιδρύεται η νεοελληνική λογοτεχνία, ως διακριτή εθνική λογοτεχνία, ως εκείνη η εκ των ων ουκ άνευ παράμετρος του πολιτικού έθνους που προέκυψε με την επανάσταση∙ με την ποίηση του Παλαμά σημαίνεται η «εξόρμηση για την εθνική ολοκλήρωση» και οργανώνεται η αφήγηση της Μεγάλης Ιδέας∙ με την ποίηση της γενιάς του ’30 διεκδικείται η αφήγηση της περιόδου της αστικής ολοκλήρωσης και του «εκσυγχρονισμού» της νεοελληνικότητας.
Προφανώς σχηματοποιώ βίαια μια διαδικασία εξαιρετικά σύνθετη, μια διαδικασία όμως που κι αυτή υπήρξε εξαιρετικά βίαιη, όσον αφορά την περιοδολόγηση που επέβαλε σε κάθε φάση του νεοελληνικού βίου, ως αφήγηση της νεοελληνικότητας και του εκάστοτε ιστορικού παρόντος. Σε κάθε περίπτωση όμως, αυτή η περιοδολόγηση, ως γενικό σχήμα, νομίζω πως περιγράφει μια διαδρομή συνέχειας και ρήξεων, αλλά και αντέχει να εντάξει πάνω στο σώμα της τα βασικά προτάγματα, καθώς και τις σημαντικές εξαιρέσεις.
Δύο ήταν τα κύρια πεδία, όπου η ποίηση αποτύπωνε και οργάνωνε τον κάθε φορά ιδιαίτερο χαρακτήρα της: η γλώσσα και η στιχοποιητική μορφή. Η γλώσσα, ως διαρκής εκκρεμότητα και πεδίο όπου η νεοελληνικότητα οριζόταν ως λόγος ενός (περιγραφόμενου και ταυτοποιούμενου) ιστορικού υποκειμένου, και η στιχοποιητική μορφή, ως προτρεπτική προβολή και πεδίο όπου η νεοελληνικότητα οριζόταν ως ρυθμός του κόσμου ενός (περιγραφόμενου και ταυτοποιούμενου) κοινωνικού σώματος.

Υπό αυτή την οπτική, έστω κι αν υποτονίζεται η σημασία ορισμένων ποιητικών μεγεθών (όπως π.χ. του Ανδρέα Κάλβου), και παρά τις σοβαρές ενστάσεις και αντιρρήσεις (μου) για το ποιο είναι κάθε φορά το σημείο τομής (π.χ. η τριάδα Καβάφης, Βάρναλης, Καρυωτάκης ή η γενιά του ’30), νομίζω ότι αδρομερώς μπορούμε να δεχθούμε μια τέτοια περιοδολόγηση, γιατί μόνο έτσι μπορούμε να διακρίνουμε τη διαδρομή της ποιητικής γλώσσας, σε σχέση πάντα με τα δύο πεδία όπου αυτή οργάνωνε τον λόγο της, την αισθητική της, το κοινωνικό της πρόταγμα, δηλαδή τη γλώσσα και τη στιχοποιητική μορφή.
Επίσης, υπό αυτή την οπτική, μπορούμε να αξιολογήσουμε ως σημαντικότερη από τις τρεις στιγμές εκείνη της σολωμικής ποίησης, όχι μόνο γιατί αποτελεί την ιδρυτική στιγμή, αλλά και γιατί αντιμετώπισε, με τρομακτικό ιστορικό βάθος και σε τρομακτικά μεγάλη προοπτική, τα διαρκή, και έκτοτε συνεχώς επανερχόμενα διακυβεύματα του νεοελληνικού ποιητικού λόγου, επί της γλώσσας και της μορφής, αρνούμενη προγραμματικά την παγίωση, τη μονοφωνικότητα, τη μονολογικότητα, προκρίνοντας τη μεταβατικότητα ως διαρκή διερώτηση και προϋπόθεση παραγωγής λόγου και μορφών, τη μείξη και την (ανολοκλήρωτη) σύνθεση ως ανάκληση και συμπερίληψη του όλου (ιστορικού, πολιτισμικού, αισθητικού) παρελθόντος και παρόντος σε μια κατάσταση ουσιωδώς ανοικτή.
Επιμένοντας σε αυτή την οπτική, μπορούμε να διακρίνουμε τις εντάσεις πάνω στις οποίες αναπτύχθηκε σε κάθε εποχή ο ποιητικός λόγος, αλλά και να δούμε την όλη διαδρομή του, μέχρι τις μέρες μας, ως μια συνέχεια. Τη συνέχεια που αντιστοιχεί στη μακρά περίοδο της νεωτερικότητας. Από την ιδρυτική στιγμή της δημιουργίας τού έθνους-κράτους, ως νεωτερικής συνθήκης, μέχρι τη στιγμή της κόπωσης και της κρίσης της νεωτερικότητας. 
Πριν εγερθούν οι μύριες όσες, εύλογες αντιρρήσεις, σπεύδω να διευκρινίσω ότι ισχυρίζομαι πως η όλη διαδρομή του νεοελληνικού ποιητικού λόγου μπορεί να ειδωθεί ως μια διαδικασία σύμπτωσης/απόκλισης, κατάφασης/άρνησης, των σολωμικών προταγμάτων επί της γλώσσας και της μορφής: από την καθαρεύουσα και τον μονότροπο κλασικισμό του Κάλβου, μέχρι την καθαρεύουσα και τον μονότροπο σουρεαλισμό του Εμπειρίκου∙ από τις γλωσσικές και μορφικές μίξεις του Καβάφη, του Βάρναλη, του Καρυωτάκη, μέχρι αυτές του Ελύτη και του Εγγονόπουλου∙ από την διακοσμητικά ποικιλμένη γλώσσα και την απελπιστικά πειθαρχημένη, σε φορμαλιστική πόζα, στιχοποιία του 19ου αιώνα και του πρώτου μισού του 20ού, μέχρι την κατάληξη του ελεύθερου στίχου στην ατημέλητη γλώσσα και την απελπιστικά πεζολόγα μορφή στα χρόνια του 1970, που διαμόρφωσε την κρατούσα ποιητική «κοινή», καθώς και την τρέχουσα κοινωνική αντίληψη περί ποίησης (αφήνοντας να αιωρείται, αμήχανη, η απέλπιδα προσπάθεια για ένα τελευταίο, μάλλον αυθαίρετο, «πανωσήκωμα» του μοντερνισμού, όπως π.χ. ο Καρούζος και οι ευάριθμοι άξιοι συνομιλητές του).
Υποστηρίζω λοιπόν, ότι στις μέρες του Ηλία Λάγιου, στις μέρες μας, εξέλιπε η ένταση στο πεδίο της γλώσσας (ως πολιτικό και ιδεολογικό διακύβευμα), αλλά και εκείνη στο πεδίο της μορφής του στίχου (ως αισθητικό διακύβευμα), μαζί με την προωθητική δύναμη της ακμαίας νεωτερικότητας. Γι’ αυτό και το ζητούμενο του ιστορικού παρόντος είναι η επανίδρυση της ποιητικής γλώσσας, μετά την κόπωση και την κρίση της συνθήκης της νεωτερικότητας. Ως χρονικό σημείο αναφοράς έχω θέσει του 1989, μια χρονολογία που νομίζω πως είναι δηλωτική, αλλά και χρήσιμη, αν θέλουμε να ψαύσουμε και να περιλάβουμε στη συζήτηση την ιστορική συνθήκη. Είναι δε αρκετοί οι ποιητές, οι οποίοι «αντελήφθησαν» ποιητικά τη συνθήκη και το ποιητικό ζητούμενο (τα ονόματα γνωστά και κατατεθειμένα). Μεταξύ αυτών, και κάποιοι που επιχείρησαν να ανταποκριθούν ουσιαστικά, με αποτελέσματα ενδιαφέροντα ή και σημαντικά.
Κατά τη γνώμη μου, ο Λάγιος ανταποκρίθηκε κατά τρόπο απόλυτο. Δηλαδή, με έναν τρόπο «ατελή», όπως και ο Σολωμός, όχι με ένα «έργο» αλλά με ένα «ποιητικό σχέδιο», ένα ποιητικό σχέδιο μείζον, όπως σημείωνα εδώ στις «Αναγνώσεις» το 2003, ζώντος του Λάγιου. Αν κρίνω από την υποδοχή αυτής της άποψης, δηλαδή την αλληλουχία ιδιωτικής λύσσας και δημόσιας σιωπής (με δυο τρεις εξαιρέσεις, καθώς και τη γενναία στήριξη του Γιάννη Δάλλα), νομίζω πως το πιο σωστό σήμερα είναι να επαναλάβω το βασικό της επιχείρημα:
«Το ποιητικό σχέδιο του Λάγιου είναι μείζον, γιατί διατρέχει, ανακαλεί και διαλέγεται με ολόκληρη την ιστορία της ποίησής μας. Δεν είναι μια διανοητική διαδικασία, δεν είναι ο Λάγιος αλλά η ποίησή του που ξαναδιαβάζει, αφηγούμενη, τη διαδρομή της νεοελληνικής ποίησης. Η επιστροφή στον παράδεισο, δηλαδή στην αυτάρκεια και την πειθαρχία των παραδοσιακών μέτρων (Τριώδιο, 1991, και Ανθοδέσμη, 1993), δεν αποτελεί παρά μια στιγμιαία εντύπωση, ένα μικρό αλλά χαρακτηριστικό επεισόδιο, γιατί η ποίηση του Λάγιου έφθασε εκεί μετά από μια υπερδεκαετή διερεύνηση των λύσεων που προσέφεραν οι αφηγηματικές φόρμες και ενώ είχε ήδη συναντήσει τα όρια της προσπάθειας αναζωογόνησης του ελεύθερου στίχου εκ των έσω – έφθασε, αλλά δεν έμεινε εκεί. Δεν ωφελεί, επίσης, να απομονώσουμε κάποιες στιγμές της που, αποκομμένες από το σύνολο, δεν αποτελούν παρά υφολογικούς πειραματισμούς, ακραίες ερωτικές αποστροφές, απογυμνωμένες μάλιστα από την εμπειρίκεια μυθολογία τους, ή και αυτοκαταστροφικές κινήσεις. Η ποίηση του Λάγιου δημιουργεί τους όρους μιας μεγάλης λυρικής αφήγησης, όπου η ανασύνθεση τεχνοτροπιών και η εκ νέου επίσκεψη μυθολογικών τόπων αποτελούν κρίσιμες πλευρές της, ενώ έχει την πολυτέλεια να τα βάζει και με τον εαυτό της, δηλαδή να αυτοαναιρείται, εντάσσοντας εντός τού κειμένου και τις αδυναμίες του προσώπου το οποίο γράφει. Παρ’ ότι όμως πολυστρωματική και πολυφωνική, δεν έχει καμιά σχέση με ό,τι θεωρήθηκε ως μεταμοντέρνο παστίς, γιατί υπερβαίνει και εν τέλει αρνείται την απομίμηση και τον εκλεκτικισμό. Δεν προϋποθέτει τον μοντερνισμό ως μοναδική βάση ή φίλτρο της, ως χώρο άντλησης νομιμοποίησης, μα πηγαίνει κατευθείαν στις πηγές του, και ακόμα πιο πίσω, φτιάχνοντας εξαρχής μια νέα ποιητική, δηλαδή ένα εν προόδω διαμορφούμενο νέο τραγούδι. Ένα τραγούδι, που η διαύγασή του δεν προκύπτει με τρόπο μονοσήμαντα θετικιστικό και εξελικτικό, δηλαδή σε τελική ανάλυση τυπικά μοντερνιστικό, αλλά μέσω μιας θεμελιώδους για την ποίηση του Λάγιου αντίστροφης κίνησης: με αφετηρία το κάθε φορά παρόν, διαχέεται προς το όλον παρελθόν. Ένα τραγούδι φασματικό, χωρίς αυτοαναφορικό χαρακτήρα ούτε περιχαρακωμένο στην ανα-αφήγησή του, αλλά διαρκώς και ουσιωδώς ανοιχτό». Ο δε τίτλος αυτού του κειμένου ήταν ο εμβληματικός στίχος τού Λάγιου: «την ιστορία της Ιστορίας θα ξαναπώ».
Η σύμπτωση, η κατάφαση, και τόσες άλλες κινήσεις προς τον σολωμικό «τρόπο» είναι νομίζω προφανείς, όπως  προφανής είναι και η εκ νέου διάνυση της σολωμικής διαδρομής, από την εποχή της εθνογένεσης μέχρι τις απαρχές της γλώσσας και της ποίησης, αλλά και αυτής από την εποχή του Σολωμού μέχρι της μέρες μας. Ίδια είναι, και στους δύο, η αντίληψη για την ποίηση, ίδια η στόχευση, δηλαδή ο ιδρυτικός χαρακτήρας της, ίδια και η αίσθηση της ιστορικής στιγμής. Ίδια και η απόφαση της αναμέτρησης και του διαλόγου με τα πιο προωθημένα αισθητικά αιτούμενα της εποχής τους.
Εδώ και η προβλέψιμη, κακεντρεχής ερώτηση: άρα, μήπως διατείνομαι ότι είναι ισοϋψείς, ο Σολωμός και ο Λάγιος; Το ερώτημα δεν με αφορά, όπως δεν αφορά την ποίηση και εν γένει την τέχνη. Αφορά μόνο τις κοινωνικές συναναστροφές και μίζερες επιδιώξεις, αφορά το εξουσιαστικά δομημένο φαντασιακό των λόγιων, «υπαγόμενων» κοινωνικών κατηγοριών, όπως βέβαια και τους ίδιους τους εξουσιαστικούς μηχανισμούς. Γιατί αν το ζητούμενο είναι η ανάδειξη της ιστορικής διαδρομής του ποιητικού λόγου, όλη η συζήτηση μπαίνει σε διαφορετική βάση: π.χ., όσο μεγάλος ποιητής κι αν είναι, και είναι, ο Κάλβος, η ποίηση του Σολωμού είναι αυτή που έχει ιδρυτικό χαρακτήρα για τη νεοελληνική λογοτεχνία, νοούμενη ως διακριτή εθνική λογοτεχνία.
Η δικιά μου κριτική άποψη, για το ιστορικό στίγμα της ποίησης του Λάγιου, αυτή είναι. Τα περαιτέρω προϋποθέτουν επεξεργασίες, αλλά και τη φιλολογία, όπως και τη φιλοσοφία, την ιστορία, και τόσες άλλες περιοχές της γνώσης, μα και της τέχνης. Καλοδεχούμενοι όλοι. Αν όχι, κακό του κεφαλιού τους: χρειάστηκε άλλωστε ένας αιώνας, ώστε η νεοελληνική ποίηση και φιλολογία να περάσουν από την άρνηση και την εθελοτυφλία μπροστά στο έργο του Σολωμού, στην αποδοχή (και στον αμήχανο, και συχνά διαστρεβλωτικό έπαινο…), και περισσότερο από μισός αιώνας για να φθάσει η σολωμική φιλολογία από τον Βάρναλη στον Ροζάνη, δηλαδή να τοποθετήσει το έργο τού Σολωμού στα βασικά αισθητικά και φιλοσοφικά του συμφραζόμενα. Η δε Πάπισσα Ιωάννα του Εμμανουήλ Ροΐδη, ακόμα περιμένει την ανάδειξή της, ως σημείο τομής του ευρωπαϊκού μυθιστορήματος, αλλά και ουσιαστική (ουχί γραμματολογική) ιδρυτική στιγμή της πεζογραφίας μας, ώστε να ακολουθήσει η αποτίμηση και η ανααφήγηση της διανυσμένης διαδρομής. Άλλο ένα νεοελληνικό δράμα. Τι να κάνουμε; Έτσι η τέχνη και η ιστορία της, έτσι και η ιστορία του νεοελληνικού βίου.
Αν όμως η τέχνη (συνεχίζει να) είναι κάτι περισσότερο από ευγενής ενασχόληση και φιλοδοξία, και, αντίστοιχα, κάτι πέραν του ψυχωφελούς και κοινωφελούς πολιτισμού, αν δηλαδή μας παρέχει, διά της μορφής της, τρόπους να ζούμε το ιστορικό παρόν μας, να ζούμε στην εποχή μας και όχι σε κάποια άλλη, παρωχημένη ή φαντασιακή, τότε η προηγούμενη συζήτηση έχει νόημα και πάμπολλα διακυβεύματα. Όχι μόνο επί της ιστορίας της λογοτεχνίας, αλλά και για όσους, λογίους και διανοουμένους, επιστήμονες αλλά και πολιτικούς, θέλουν να υπάρχουν μέσα στην εποχή τους.
Για παράδειγμα, όσοι στον μεσοπόλεμο δεν είχαν αντιληφθεί την ύπαρξη του Καβάφη, και στην κατοχή την ύπαρξη του Μπολιβάρ του Εγγονόπουλου, δηλαδή των ιστορικά πραγματωμένων τρόπων τους, ως τρόπους να δουν το ιστορικό παρόν τους, και ζούσαν την εποχή τους με εκπρόθεσμα κοσμοείδωλα, πέτυχαν βέβαια σημαντικά πράγματα στον τομέα τους, αλλά πολύ σύντομα μόνο με συγκατάβαση τους αντιμετώπισαν οι επόμενοι, ενώ κατέληξαν απλό, αδιάφορο υλικό για διατριβές επί των ανεπαρκειών και των αδιεξόδων τους. Όπως π.χ. η αριστερά, που διαχειρίστηκε τη δεκαετία του 1940 μέσα από το κοσμοείδωλο του Παλαμά και του Σικελιανού, δηλαδή με μια εικόνα για την κοινωνία (αστικοτσιφλικάδικη) και την ιστορική στιγμή (εθνεγερτική), που αντιστοιχούσε στο 1912 και όχι στη δεκαετία του 1940. Παρά τη θεωρία που όντως διέθετε η αριστερά, παρά την εμπλοκή (π.χ. Δημήτρης Γληνός) αλλά και την επίνευση (π.χ. Πωλ Ελυάρ) κορυφαίων διανοουμένων, ήταν απολύτως βέβαιο πως η «τελική μάχη» θα δινόταν όχι σε κάποια πόλη αλλά σε μια κορυφογραμμή, όπως εκείνη του Γράμμου, όπου η υπαίθρια, επαρχιακή Ελλάδα, με το υποσυνείδητό της δομημένο ως δεκαπεντασύλλαβος, θα ηττάτο από τις δυνάμεις που σκεφτόντουσαν σε ρυθμούς του άστεως, σε ρυθμούς συμβατούς με την ήδη πραγματωμένη, και κυρίαρχη στην Ευρώπη (δυτική και ανατολική…) μοντερνιστική ποίηση. Τα ποιήματα δεν κερδίζουν βέβαια τις πολιτικές μάχες, όμως η αισθητική τους αποτελεί τον δείκτη του ιστορικού παρόντος, και του συγχρονισμού, ή όχι, με αυτό το παρόν, των πολιτικών υποκειμένων.   
Θέλω να πω, ότι η προηγούμενη συζήτηση και, όπως πιστεύω, η ποίηση του Λάγιου, αφορούν τη σημερινή κατάσταση της νεοελληνικότητας, δηλαδή την κρίση της. Οι δρόμοι για ανώδυνες, ή και προσοδοφόρες διαφυγές είναι βέβαια άπειροι, όμως και η κρίση (θα) είναι παρούσα, σε μια κατάσταση όπου μεγάλες πολιτικές, ιδεολογικές, πολιτισμικές μορφοποιήσεις και αφηγήσεις (π.χ. η γαλλικότητα, η πρόοδος, η αριστερά) βρίσκονται υπό αίρεση, παρά τις επιβιώσεις τους. Ακόμα και αν η κρίση συνιστά μια δικιά της μεγάλη διάρκεια, τότε η πρόκληση του συγχρονισμού με το ιστορικό παρόν μας γίνεται επιτακτικότερη, το δε πρόταγμα της επανίδρυσης, όχι μόνο της νεοελληνικότητας αλλά και της κοινωνικής συνθήκης, προβάλλει γενικευμένο, ως πρόταγμα μιας νέας μεγάλης αφήγησης, συνθεμένης τώρα από «ελάσσονα αποσπάσματα», διαφορετικής υφής το καθένα, με τη δικιά του φωνή έκαστο. Αυτό το πρόταγμα κομίζει η ποίηση του Λάγιου, όπως και άλλα έργα τέχνης, στην πεζογραφία, στη μουσική κλπ. Ένα πρόταγμα που συνοψίζεται με τους στίχους:
απ’ τον υπερσυντέλικο αρχίζοντας και φθάνοντας μέχρι τον άκρο μέλλοντα
που ’ναι ο καθοριστικά τετελεσμένος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: