17/5/15

Η αντίστροφη μέτρηση του Μοντερνισμού

Σημειώσεις στο περιθώριο ποιημάτων του Ηλία Λάγιου

Γιάννης Κουνέλλης, Χωρίς τίτλο, 1980, εγκατάσταση στη γκαλερί Mario Pieroni, Ρώμη


ΤΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΡΟΖΑΝΗ

Η αντίστροφη μέτρηση του Μοντερνισμού είχε αρχίσει από τον Ezra Pound. Από την καταβύθιση του Pound στη γλώσσα του Guido Cavalcanti και του Sordello, ερήμην του Μοντερνισμού και, τελικά, εναντίον του. Από την αναζήτησή του ενός απόλυτου συμβόλου, μιας μεταφοράς, και, στη συνέχεια, από το ποιητικό του εγχείρημα να κατεδαφίσει το μοντερνικά ποιητικό διά του ποιητικού και προς χάριν του ποιητικού. Αρκούσε ο τέλειος ήχος, ο τέλειος ρυθμός που του παρείχε μόνο η ανάμιξη των λέξεων με λέξεις του παρελθόντος, και με λέξεις που, αν και ειπωμένες στο παρόν, ανέπνεαν μέσα σε ένα άγνωστο παρελθόν - το παρελθόν, που "μόνο η ποίηση μπορεί να θυμηθεί". Έτσι, με τον τέλειο ρυθμό κατεδαφίστηκε ο Μοντερνισμός, επειδή ο Pound αναζητούσε ένα τραγούδι:
Κι ένα μικρό ξωτικό από λέξεις να φωνάζει "ένα τραγούδι",
Μικρά ξωτικά από λέξεις ζητώντας ένα τραγούδι,
Μικρά καστανόχρωμα ξωτικά από λέξεις να φωνάζουν
"Ένα τραγούδι".
Το τραγούδι είναι το Stimmung, η χορδοτονία των λέξεων. Αυτή η χορδοτονία των λέξεων, όπως εξηγεί ο Michael Bernstein, αναλύοντας την παουντική εκφραστική "και ο συνδυασμός/αντίστιξη διαφορετικών ακουστικών μονάδων (φωνημάτων, συλλαβών, ολόκληρων λέξεων ή στίχων κ.λπ.) παρέχειμια διάθεση ή συναίσθημα, μια συγκίνηση την οποία ο ρυθμός 'δημιουργεί' μόνο στον βαθμό που είναι επαρκής για μιαν ήδη δεδομένη ανθρώπινη κατάσταση" (Michael Bernstein, The Tule of the Tribe). Βέβαια, τη χορδοτονία την αναζητούσε σποραδικά και ο T. S. Eliot, μάλλον ως σημείο διαφυγής από τον μοντερνικό του τόνο ή για να εμπλουτίσει αλλιώς τον τόνο του. Όμως, η ποιητική του γλώσσα ποτέ δεν καταβυθίστηκε σε συνδυασμούς ακουστικών μονάδων και τη συγκίνησή του δεν την εμπιστεύθηκε στον ρυθμό, στον τόνο, στο Stimmung. Η γλώσσα του Guido Cavalcanti και του Sordello απουσίαζε από τα μοντερνικά του συνθέματα, διότι ποτέ δεν ζήτησε ποιητικά ένα τραγούδι, όπως, άλλωστε, ποτέ δεν το ζήτησαν τα μοντερνικά ποιητικά προτάγματα.
Το ποίημα του Eliot, κι όταν ακόμη αναζητά τη χορδοτονία, παραμένει αμήχανο και ίσως αδέξιο:
Ο ποταμός ιδρώνει
Πετρέλαιο και κατράμι
Τις μαούνες τις παίρνει
Το ρέμα που αλλάζει
Κόκκινα πανιά
Σταβέντο ανοιγμένα.
Ο Ηλίας Λάγιος βρέθηκε εξαίφνης στη δίνη που δημιούργησε η αντίστροφη μέτρηση του Μοντερνισμού. Η αλήθεια είναι ότι μέσα σ' αυτή τη δίνη άλλοτε χανόταν και άλλοτε προσπαθούσε να επιπλεύσει, ή τουλάχιστον να ανασάνει μικρές ανάσες κενού, εκεί που το κενό των λέξεων ήταν μια κάποια λύσις. Ωστόσο, η ποιητική του αναζητούσε πάντα ένα τραγούδι. Ήταν κι αυτός, ως κληρονόμος της κατεδάφισης του Μοντερνισμού, προσηλωμένος σε έναν ρυθμό, σε μια συγκίνηση που ο ρυθμός δημιουργεί. Έψαχνε, άλλοτε με απόγνωση και άλλοτε με ελπίδα, το δικό του Stimmung, τη δική του χορδοτονία. Κι όταν την έβρισκε, η ποιητική του γινόταν ένα ευτυχισμένο παράπτωμα, μια ευτυχισμένη παρέκκλιση από την ορθοδοξία του σύγχρονού του Μοντερνισμού, του πραγματιστικού απόγονου της ορθοδοξίας του Μοντερνισμού. Ιδού, ένα από τα ευτυχέστερα παραπτώματα, της ποιητικής του χορδοτονίας:
Τα καθ' ημέραν. Κι ο ρυθμός Του, επαίτης, σιγοτρέμει
σε μια γωνιά. Σ' τον λέω: το κοριτσάκι με τα σπίρτα.
Σ' είχε θελήσει, ποίημα, αλλιώς. Με πλούσιων ήχων μύρτα
κι ο μύθος γεροντίτσα να γυρίζει την ανέμη.
Πλην να (ποίημα, μην κλαις) που τώρα χάνεσαι στη χλεύη
κάποιου Γελοίου, που σ' έπλασε και σ' έχει πια ξεχάσει.
Η χειραφέτηση του Λάγιου από τον πραγματιστικό Μοντερνισμό, αλλά και από τα ποιητικά πρότυπα που ο ορθόδοξος Μοντερνισμός είχε επιβάλλει -πλην του Ezra Pound-, έγινε η αξία αλήθειας της ποιητικής του, όταν, ύστερα από περιπλανήσεις, αποκάλυψε ένα τραγούδι που ο ρυθμός του σιγοτρέμει επαίτης. Τότε οι λέξεις του, ο συνδυασμός και οι αντιστίξεις των ακουστικών του μονάδων, δημιούργησαν την ποιητική του συνθήκη. Δεν επέβαλαν κάποια συνθήκη, κάποια σύλληψη ποιητική, πάνω στο ποίημα. Δεν δημιούργησαν το ποίημα, το ανέσυραν και το φανέρωσαν ως ποίημα.
Έλεγε με παράπονο ο Pound, για τη "σκληρή δουλειά του", περιπλανώμενος στα ποιητικά σταυροδρόμια του κόσμου:
Οι λέξεις είναι όπως τα φύλλα, γέρικα καστανόχρωμα
φύλλα την άνοιξη
Που ξέρουν να φυσούν, όχι να μαραίνονται, ζητώντας
ένα τραγούδι.
Το ποίημα του Λάγιου είναι πράγματι ένας αυθεντικός απόγονος αυτού του περιπλανώμενου παράπονου. Αλλά είναι συγχρόνως και η βεβαίωση ότι, μέσα στη δίνη της αντίστροφης μέτρησης, το ποίημα, όταν συναντά το δικό του Stimmung κι όταν θυμάται τους τόνους και τους ρυθμούς που του προσιδιάζουν και άρα το δημιουργούν, επιβιώνει, όπως τα "γέρικα καστανόχρωμα φύλλα την άνοιξη".
Ίσως, θα πρέπει εδώ να τονισθεί ιδιαίτερα η αισθητική ιδιοσυγκρασιακότητα του Stimmung που επιτρέπει στον Λάγιο το τραγούδι του. Πρόκειται πράγματι για μιαν εξάτμιση και μια συγκέντρωση του ποιητικού του εγώ μέσα στη χορδοτονία, κατά το πρότυπο του Charles Baudelaire: "De la vaporisation et de la centralization du Moι Tout est la". Ο Λάγιος ποιητικά διαισθάνεται ότι οι αντιστίξεις και οι συνδυασμοί των λέξεών του θα πρέπει να ενέχουν μιαν ιμαζιστική αξίωση, μιαν ιμαζιστική ακρίβεια, τέτοια ώστε το ποιητικό εγώ να ατμοποιείται, για να συγκεντρώνεται, στη συνέχεια, σε λέξεις και όχι σε κοσμητικά λέξεων, σε λέξεις και όχι σε εκλεπτυσμένα συμπλέγματα ήχων, σε ιδιοσυγκρασιακούς και όχι σε "αλλόποδες" ρυθμούς. Πρέπει, με λίγα λόγια, το ποιητικό εγώ να απαλλαχθεί από το φορτίο της επίπλαστης, μιμητικής "ποιητικότητάς" του. Αυτή την ποιητική διαίσθηση επιχειρεί ο Λάγιος να την εκφράσει ως credo μιας ποιητικής:
Όχι πλέον τέχνη μολυσμένη από τη διακόσμηση. Όχι, όχι,
ως παρέλαση των αλγηρών επιθέτων,
των αριστοκρατικών και εκλεπτυσμένων
ουσιαστικών, μην η κουστωδία
των αμφίσημων ρημάτων. Μήτε πλέον οι αλλόποδες ρυθμοί
που συνεγείρουν τα ένστικτα, τα περίπλοκα σκαριφήματα, οι
χαριτωμένες εικόνες να σε εγχειρίζουν
στην έκδοτη πλάνη.
[...]
Έτσι συμβαίνει. Με φτενά υλικά
κατασκευάζεται δημιούργημα ευγενικό.
Ο τόνος τώρα αλλάζει. Από ποίημα γίνεται credo ποιήματος. Γίνεται μια ποιητική ασκητική στους ρυθμούς του παλαιού ιμαζιστικού μανιφέστου. Μιλά ο Λάγιος μετά τον ιμαζισμό του Pound, και πάντως ομολογεί το αδιέξοδο που του δημιουργεί το ποιητικό του φορτίο. Είναι σαν να επαναλαμβάνει, ίσως με άλλη πρόθεση, τον ιμαζισμό του Pound... "άμεση πραγμάτευση του 'πράγματος' είτε για υποκειμενικό πρόκειται είτε για αντικειμενικό".
Πιθανώς ο Λάγιος να μιλά εντέλει για τη δική του ποιητική περιπλάνηση. Να επείγεται να διατυπώσει ένα ποιητικό credo, εγκαθιδρυμένο ως αντίρροπη ποιητική συνθήκη, ιστορικά μέσα στον Μοντερνισμό, αλλά ποιητικά αντιτιθέμενο σε αυτόν, χωρίς, ωστόσο, να γνωρίζει το δικό του αδιέξοδο. Πριν, όμως, από αυτή την ποιητική ασκητική, είχε προϋπάρξει και συνέχισε να υπάρχει και μετά, η αφοσίωση του Λάγιου στην ποιητική της χορδοτονίας που δημιουργεί το ποίημα, πέρα από το αδιέξοδο του ποιητικού φορτίου, με μονόδρομο την απόλυτη άφεση στον ήχο, στη μουσική του και στον ρυθμό του:
Επιθυμώ, απόλυτη σιγή, να διαφεντεύεις,
επιθυμώ, της λάβας ήχε, να σ' ακούσουν κι οι νεκροί,
Ήχε, ως ήχε, που με καυτόν αναδευτήρα το αίμα ανακατεύεις
τέκνων, κι αυτά εκβάλλουν προς την δόξα την κραυγή.
Ο Ηλίας Λάγιος ακροβατεί στα ακραία όρια του Μοντερνισμού σαν τον σχοινοβάτη που ξέρει τον κίνδυνο της σχοινοβασίας του.
Εσύ 'σαι ο πλήρης ο ρυθμός για να στεργιώνω
Τον κόσμο, να 'ναι ακέραιος και μεγάλος
Φαράγγι που ποτές δεν το διαβαίνεις

Ή χαμαιλέων μ' άρνησης συνήθεια.

Δεν υπάρχουν σχόλια: