ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΕΡΤΙΚΑ
ΤΖΙΝΑ ΠΟΛΙΤΗ: Η διαλεκτική εξουσίας/αντίστασης στη λογοτεχνία. Δοκίμια για το συμβόλαιο, το δαιμονικό, τις μέλισσες και τους δίκαιους, εκδόσεις νήσος, Αθήνα 2015, σελ. 158
Στις νεοτερικές κοινωνίες, το
ζήτημα της σχέσης λογοτεχνίας και πολιτικής αντιμετωπίστηκε πάγια με όρους
πολεμικής. Αυτό γίνεται κατανοητό εάν έχουμε κατά νου τις ιστορικές
προϋποθέσεις της διαμάχης: με το τέλος των θρησκευτικών πολέμων επήλθε η καθυπόταξη
της θεολογικής κοσμοεικόνας στο νεοτερικό κράτος, μέσω του κοινωνικού
συμβολαίου. Το κυρίαρχο κράτος εδραιώθηκε με τον διαχωρισμό του δημόσιου από το
ιδιωτικό, που έγινε η βάση της κουλτούρας ως καλλιέργεια της ανθρώπινης φύσης. Αυτή
η καλλιέργεια, άρα, στηρίχτηκε στον διαχωρισμό -την εξειδίκευση- των σφαιρών
της κουλτούρας, σε πολιτική, ηθική και
αισθητική, πράγμα που σημαίνει ότι η κάθε μία σφαίρα ορίζεται σύμφωνα με τα
δικά της κριτήρια: η πολιτική με την τάξη και την αταξία, η ηθική με το καλό
και το κακό, η αισθητική με το ωραίο και το άσχημο.
Έκτοτε, η διείσδυση των ηθικών ή
αισθητικών κριτηρίων στην πολιτική είναι προσχηματικά απαγορευμένη, αφού κάτι
τέτοιο θεωρείται ότι εντατικοποιεί τους πολιτικούς αγώνες φθάνοντας ίσαμε την
απαίτηση για την ολοκληρωτική εξόντωση του αντιπάλου. Ωστόσο η αντίθετη
διαδικασία, δηλαδή η διείσδυση του πολιτικού στη αισθητική -και στην ηθική-
σφαίρα είναι ένα ταμπού που παραβιάζεται. Η αλήθεια της τέχνης εν γένει, και
της λογοτεχνίας ειδικότερα, έχει αποτελέσει ένα μείζον θέμα της κριτικής
θεωρίας, και αφορά τη διείσδυση της πολιτικο-κοινωνικής πραγματικότητας στην
αισθητική σφαίρα.
Ο Χέρμπερτ Μαρκούζε, σ’ ένα δοκίμιό
του με τίτλο Η αισθητική διάσταση,
συνόψισε εμβληματικά τη ριζοσπαστική παράδοση του γερμανικού ιδεαλισμού για την
αισθητική θεωρία. Ο πυρήνας της σκέψης του ανήκε σ’ έναν αγώνα οπισθοφυλακών
του ανεξάρτητου αστικού υποκειμένου, όπως αυτό εμφανίστηκε σ’ εκείνο το μεσοδιάστημα
κατά το οποίο η αισθητική δέσποσε στον δημόσιο χώρο ως παιδαγωγική τέχνη. Αυτή
η παράδοση κατανοούσε την αυτονομία της αισθητικής σφαίρας σαν τόπο
απελευθέρωσης του ατόμου από την καθημερινότητα των ιδιοτελών συμφερόντων. Στον
καμβά της το ωραίο εικάζεται ότι δημιουργεί μορφές που εμπεριέχουν το αίτημα της συμφιλίωσης του ανθρώπου με
τον κόσμο -του υποκειμένου με το αντικείμενο-, και ως εκ τούτου εναντιώνεται σε
μια άσχημη πολιτικο-κοινωνική πραγματικότητα. Οι καλλιτεχνικές μορφές ωθούν, εν
συνεχεία, το άτομο να αναλογιστεί τη δημιουργία μιας ορθολογικής πολιτικής
μορφής, που θα εμπεριέχει την καθολικότητα της ελευθερίας και της ηθικότητας. Υποκείμενο
της αισθητικής διάστασης είναι ο ιδιοφυής καλλιτέχνης, ο οποίος, χάρη στο
ελεύθερο παιγνίδι της φαντασίας, κατευθύνει όλες τις γνωστές ανθρώπινες
ικανότητες στη δημιουργία του καλλιτεχνικού έργου.
Τα ίχνη αυτού του προμηθεϊκού
υποκειμένου ακολουθεί η Τζίνα Πολίτη στα δοκίμιά της, που περιστρέφονται γύρω
από τη διαλεκτική εξουσίας και αντίστασης στη λογοτεχνία. Κι αυτό σημαίνει ότι πασχίζει
να φέρει στην επιφάνεια την αλήθεια της λογοτεχνίας, όπως αυτή εν-εργο-ποιείται
στη σχέση της με το πολιτικό: από την περίφημη διαμάχη των αρχαίων με τους
μοντέρνους ίσαμε τη ρωμαντική εξέγερση και το αίτημα των πρωτοποριών για
πραγμάτωση της τέχνης στη ζωή, ο δημιουργός-αφηγητής συνδιαλέγεται μ’ ένα
αναγνωστικό κοινό το οποίο στο αστικό μυθιστόρημα και στη θεατρική παράσταση
αναγνωρίζει τον εαυτό του. Ήδη στο πρώτο δοκίμιό της η Τζίνα Πολίτη έχει ως
αφετηρία τον Χ. Φήλντιγκ, ο οποίος -στα τέλη του 18ου αιώνα- αναθεωρεί
την κλασική ροή της αφήγησης, για να περιγράψει τον εαυτό του μέσα στο
μυθιστόρημα ως έναν κυρίαρχο που θεσπίζει όσους κανόνες οφείλουν οι αναγνώστες
να πιστεύουν και να υπακούουν, με την αίρεση ότι κι ο ίδιος οφείλει να υποτάσσεται
σ’ αυτούς. Τοποθετείται έτσι πολιτικά σε σχέση με τις διιστάμενες πολιτικές
ερμηνείες των θεωριών του κοινωνικού συμβολαίου, αντικείμενο του πολιτικού
αγώνα της εποχής: ο κυρίαρχος είναι υπεράνω του νόμου, ή οφείλει να υπακούει σ’
αυτόν; Η συνέχεια του δοκιμίου προσκομίζει το μέγιστο δυνατό εμπειρικό υλικό
για να αναθεωρήσει την ακαδημαϊκή ιδεολογία της αισθητικής αυτονομίας καθ’
αυτήν. Αποδεικνύει, λοιπόν, ότι η πολιτικο-κοινωνική πραγματικότητα διεισδύει
στο μυθιστόρημα και στο θέατρο, κι ο ιστορικός χρόνος διαπερνά τον αφηγηματικό.
Η διείσδυση του ιστορικού χρόνου
στον αφηγηματικό δεν είναι μια σκέτη αντανάκλαση της πολιτικής πραγματικότητας στη
λογοτεχνική, αλλά ό,τι διαχωρίζει το
καθαρά αισθητικό στοιχείο από την πολιτική επίτασή του. Και η πολιτική επίταση θέτει
με αισθητικούς όρους το αίτημα για την υπέρβαση του καθαρά αισθητικού. Σ’ αυτήν
την προοπτική, αποκαλύπτεται ότι η καθαρότητα, αισθητική ή άλλη, είναι συνώνυμη
της ουδετερότητας, που συνιστά το πρόταγμα μιας φιλελεύθερης ουτοπίας
απαλλαγμένης από την πολιτική.
Η λογοτεχνική μετάλλαξη αυτής της
ουτοπίας σε δυστοπία είναι το θέμα του δεύτερου δοκιμίου της Τζίνας Πολίτη, που
έχει ως έναυσμα το θεατρικό έργο του Αντονά Ο
μηχανισμός του δωματίου. Ανατρέχοντας στον Τόμας Χομπς, μάς υπενθυμίζει την
εκχώρηση της φυσικής ελευθερίας στον μηχανισμό του τεχνητού θεού που είναι το
κράτος, για να προσδιορίσει κατόπιν τον «ρυθμιστή» στον μηχανισμό του δωματίου
κατ’ αναλογία με τον πολιτικό κυρίαρχο: κυρίαρχος είναι όποιος ερμηνεύει
δεσμευτικά τους κανόνες ή, με τα δικά της λόγια, «όποιος ρυθμίζει και επιβάλλει
την εκτέλεση κάποιων ενεργειών σύμφωνα με ορισμένους κανόνες για την απόδοση
μιας μηχανής».
Ωστόσο, δεν είναι ο καθαυτό
μηχανισμός που μετατρέπει την ουτοπία σε δυστοπία, αλλά η διάγνωση ότι ο
αναγνώστης-θεατής παρακολουθεί ένα παιγνίδι τους κανόνες του οποίου αγνοεί, βρίσκεται
μέσα σ’ έναν μαίανδρο χωρίς κάποια έξοδο κινδύνου. Η αρχετυπική καταγραφή αυτής
της δυστοπίας ανάγεται βέβαια στον Κάφκα και στον Νόμο του. Όμοια με τον απόντα
Θεό του Καρτέσιου, στον Κάφκα δεν κυβερνούν οι άνθρωποι αλλά ο Νόμος. Η
απρόσωπη κυριαρχία του Νόμου, χωρίς τη δυνατότητα εξαίρεσης ή θεϊκής
παρέμβασης, δεν λαμβάνει υπ’ όψιν την προσωπική ανθρώπινη ύπαρξη, που ο Νόμος την
καθυποτάσσει στην καθολικότητά του. Το πρόσωπο ενσωματώνεται λειτουργικά στη μηχανική
της δομής, η εξωτερικότητα του ατόμου χωρίζεται ριζικά από την εσωτερικότητα, η
ηθική του καθήκοντος από την ηθική του σκοπού. Απόληξη αυτών των σχισμάτων, μας
λέει η Πολίτη, είναι ο ναζί Άιχμαν, όπως
μας τον παρέδωσε σαν θλιβερή φιγούρα ανθρώπου η Χάννα Άρεντ. Στον Άιχμαν και
στην απόλυτη αξίωση για επιτέλεση του καθήκοντος υπό την καθοδήγηση του Λόγου,
ανακαλύπτουμε τα ίχνη της σκληρότητας που ωθούν στη χωρίς συναίσθημα υπακοή
στις εντολές της εξουσίας.
Με την ήττα της θεολογικής
κοσμοεικόνας, ανατράπηκε και η θεϊκή ιεραρχία της κλίμακας των αξιών που
δομούσε την ιεραρχική συγκρότηση του πολιτικού σώματος και προσέδιδε νόημα στην
ανθρώπινη ζωή. Η σταδιακή αποδόμηση του μεταφυσικού εκείθεν μαζί με το κλειστό
θεϊκό σύμπαν άδειασε από νόημα την
ανθρώπινη ύπαρξη. Ωστόσο, τη στιγμή που η γη παύει να ’ναι το κέντρο ενός κλειστού
σύμπαντος και ο άνθρωπος χάνει τα θεϊκά ερείσματα αναδεικνύεται ο
ανθρωποκεντρισμός∙ τη θέση της αριστοτελικής μεταφυσικής παίρνει τώρα η
μεταφυσική της ιστορικής προόδου. Η ανθρώπινη ανάγκη για μεταφυσική, για μια
ζωή μεστή νοήματος, ανακαλύπτεται ξανά στην κοινωνιο-ιστορική επιστήμη. Η
αναζήτηση νοήματος στην επιστήμη και οι μεφιστοφελικοί ήρωες της λογοτεχνίας, που
συνάπτουν σατανικά συμβόλαια με το κακό ώστε να κυριαρχήσουν πάνω στους
φυσικούς νόμους, είναι το θέμα του δοκιμίου της Πολίτη με τίτλο «Το άδειασμα
του πλήρους σύμπαντος». Με τους δαιμονιακούς ήρωες της λογοτεχνίας
αποκαλύπτεται ότι το κοινωνικό συμβόλαιο με το οποίο εγκαινιάζεται η
νεοτερικότητα στηρίζεται σ’ ένα ακόμα πιο βαθύ συμβόλαιο: την κυριαρχία του
ανθρώπου πάνω στη φύση με τίμημα την ψυχή του.
Τη στιγμή που η ψυχή μεταμορφώνεται σε μια επιθυμητική μηχανή, οι ήρωες
του καλού και του κακού μένουν κενό γράμμα.
Η Τζίνα Πολίτη είναι αναμφίβολα
μια στρατευμένη διανοούμενη που ξεπερνά τα όρια των ακαδημαϊκών περιορισμών,
χειριζόμενη όμως το σύνολο των ακαδημαϊκών εργαλείων, σε μια προοπτική που
ανοίγει ορίζοντες τόσο για τη σφαίρα της αισθητικής όσο και για όσους αναζητούν
ριζοσπαστικές αναλύσεις στις απορίες της πολιτικής. Η διεπιστημονικότητα της
θεωρίας την οποία συγκροτεί είναι πολυεπίπεδη: κινείται με την ίδια άνεση στα
αισθητικά δεδομένα, στην ιστορικο-κοινωνική πραγματικότητα και τον φιλοσοφικό
αναστοχασμό, πράγμα που της επιτρέπει να διαγνώσει την αλληλοδιείσδυση αυτών
των συστατικών μιας ολότητας, χωρίς την ανάγκη δογματικών αναγωγών. Η διάγνωση
της Πολίτη για την επίταση του αισθητικού από το πολιτικό, δηλαδή τους
κοινωνικούς ανταγωνισμούς, διασώζει την κριτική θεωρία σε μια εποχή που ο
ορίζοντας των προσδοκιών καταποντίζεται στον παροντισμό.
Σωρός ρούχων, 2014, λάδι σε καμβά, 200 x 220 εκ. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου