5/4/15

Νεοϋορκέζικη ιντελιγκέντσια

ΤΟΥ ΘΑΝΑΣΗ ΜΗΝΑ

4.R.E.N.D., 2004, επιχρωμιωμένος ορείχαλκος, ανοξείδωτη σίτα, 77 x 72 x 54 εκ


RACHEL KUSHNER, Τα φλογοβόλα, εκδόσεις Ίκαρος, 2014, μτφ. Γιώργος - Ίκαρος Μπαμπασάκης

Το δεύτερο μυθιστόρημα της Ρέιτσελ Κούσνερ τοποθετείται στο μεγαλύτερο μέρος του στη Νέα Υόρκη στο β’ μισό της δεκαετίας του ‘70. Σε σύγκριση με την προηγούμενη δεκαετία, τα 60’ς, που χαρακτηρίστηκαν από την ριζοσπαστικοποίηση της κοινωνίας και της τέχνης, τα 70’ς σηματοδότησαν μια στροφή προς τον κομφορμισμό. (Ας μην γίνουν παρανοήσεις: αναφέρομαι στην Αμερική του β’ μισού του 70 και όχι στην Ελλάδα των πρώτων χρόνων της Μεταπολίτευσης, που, τηρουμένων των αναλογιών, ήταν τα «ελληνικά 60’ς» και βάλλονται με χυδαίο τρόπο τα τελευταία χρόνια). Μιλώντας πάντα και κυρίως για τις ΗΠΑ, στο δεύτερο μισό του ‘70, της επονομαζόμενης και «δεκαετίας του Εγώ», αρχίζει η μετάλλαξη. Είναι η «ύπουλη καμπή» κατά την οποία  καθαγιάζεται η ηθική του ατομικισμού: στο β’ μισό του ‘70, παρά τις όποιες αντιστάσεις (π.χ. το κίνημα του punk με τις όποιες αντιφάσεις του στο πεδίο της τέχνης ), εγκαινιάζεται μια περίοδος γενικευμένου κυνισμού και αφασίας, κατά την οποία ο φιλελευθερισμός προσλαμβάνει  βαθμιαία το «νέο» του πρόσημο και αρχίζει να προετοιμάζει το έδαφος για την επέλαση του νεοσυντηρητισμού που θα κυριαρχήσει από το ’80 και μετά.
Η ιστορία που αφηγείται η Ρέιτσελ Κούσνερ εκτυλίσσεται σ’ αυτό ακριβώς το μεταίχμιο. Η 47χρονη Αμερικανίδα συγγραφέας, που ήταν υποψήφια για το National Book Award τόσο με Τα φλογοβόλα όσο και με το πρώτο της μυθιστόρημα (Telex from Cuba, 2008), επιλέγει έναν χώρο που της είναι προνομιακός και οικείος: τον χώρο της τέχνης και ειδικά τους αρτίστικους κύκλους της Νέας Υόρκης της εποχής εκείνης.

Η κεντρική ηρωίδα του μυθιστορήματος, η Ρίνο (από την ονομασία της ομώνυμης πόλης) φτάνει από τη Νεβάδα στη Νέα Υόρκη καβαλώντας μια Moto Valera, με σκοπό να σπουδάσει κινηματογράφο. Έχει πάθος με το σκι, με τις γρήγορες μηχανές, με τους αγώνες ταχύτητας, με την τέχνη.
Σε κάποιο μπαρ, η Ρίνο γνωρίζεται με τον εικαστικό καλλιτέχνη Σάντρο και συνδέονται ερωτικά. Ο Σάντρο είναι γόνος της οικογένειας των Βαλέρα, ιδιοκτητών της μεγαλοβιομηχανίας μοτοσικλετών και ελαστικών. Μέσα από αναδρομικές αφηγήσεις μαθαίνουμε πώς χτίστηκε η αυτοκρατορία των Βαλέρα, με αφετηρία τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο. Παρακολουθούμε το κίνημα του φουτουρισμού στη γέννησή του, τη σχέση του με τον φασισμό, τη διασύνδεση του τελευταίου με τις οικογένειες των Ιταλών μεγαλοκαπιταλιστών. Παρακολουθούμε επίσης την επέκταση των οικογενειών αυτών στη διάρκεια του Β΄Παγκοσμίου πολέμου: με τις ευλογίες της τοπικής κυβέρνησης, οι Βαλέρα προμηθεύονται πάμφθηνα από τη Βραζιλία το καουτσούκ για τα ελαστικά τους∙ το συλλέγουν εξαθλιωμένοι ιθαγενείς-δουλοπάροικοι.
Ο Σάντρο συστήνεται αρχικά ως ο -φαινομενικά- προοδευτικός γόνος των Βαλέρα, ο οποίος έχει απαρνηθεί την ταξική καταγωγή του (όμως, φεύ!). Στήνοντας προσεκτικά την πλοκή της, η συγγραφέας μεταφέρει το μυθιστόρημα από τη Νέα Υόρκη στη Ρώμη: στα «Μολυβένια Χρόνια». Οι προβοκάτσιες του παρακράτους διαδέχονται η μια την άλλη και την ίδια ώρα οι ταξικοί αγώνες κορυφώνονται. Οι περιγραφές της γενικής απεργίας και της διαδήλωσης των εργατών στη Ρώμη είναι από τις πιο δυνατές σελίδες του βιβλίου. Με αφηγηματική μαεστρία, η συγγραφέας επανασυνδέεται με τη Νέα Υόρκη με φόντο το περίφημο blackout της πόλης τον Ιούλιο του 1977: το τυφλό πλιάτσικο που έλαβε χώρα τότε αντιπαραβάλλεται με τη δικαιωμένη εξέγερση στα γκέτο το καλοκαίρι του 1965 (με soundtrack το “Dancing In The Street” των Martha Reeves & The Vandellas).
«Προγραμματικό μυθιστόρημα» και ταυτόχρονα πικαρέσκο, το βιβλίο της Κούσνερ ξεδιπλώνεται σε σπείρες από διαδοχικές διηγήσεις συμπληρωματικές ως προς τη βασική. Η συγγραφέας σκόπιμα επιλέγει αυτή την τεχνική, για να αναδείξει το υπαρξιακό κενό των χαρακτήρων της, που κατά κανόνα ανήκουν στην νεοϋορκέζικη ιντελιγκέντσια. Οι επίπλαστα εκκεντρικοί αυτοί τύποι μιλάνε πολύ και επί παντός επιστητού, μιλάνε ασταμάτητα, χωρίς όμως να λένε κάτι ουσιαστικό. Μιλάνε όχι από την ανάγκη τους να εκφραστούν, αλλά για να επιδείξουν ότι έχουν κάτι να πουν. Υποδύονται ρόλους. «Ανήκουν στην Κενή Γενιά» (Blank Generation), όπως τραγούδησε ο πυρπολητής-αγκιτάτορας του αμερικανικού punk, Richard Hell. Η ύπαρξη έχει υποβιβαστεί από το είναι στο έχειν και από το έχειν στο φαίνεσθαι, για να θυμηθούμε τα λόγια του Γκυ Ντεμπόρ, που είναι ένα από τα σημεία αναφοράς στη συλλογιστική της συγγραφέα.
Η πρόζα της Κούσνερ είναι μεταλλική, όπως υπογραμμίζει ο χαλκέντερος μεταφραστής Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης. Είναι μια πρόζα γειωμένη (ακόμα κι όταν η θερμοκρασία του κειμένου ανεβαίνει) και σκόπιμα αποστασιοποιημένη. Προσιδιάζει περισσότερο σε κοινωνιολογία παρά σε τυπική μυθοπλασία και, υπό αυτό το πρίσμα, συνομιλεί με τη λογοτεχνία του Ντον Ντελίλλο, ειδικά με βιβλία του όπως το Μάο ΙΙ ή το Λευκός Θόρυβος, που πραγματεύονται παρεμφερή θέματα. Παρόμοια με τον Ντελίλλο, η Κούσνερ χρησιμοποιεί, κάπως πιο ελεύθερα, την τεχνική του κινηματογραφικού μοντάζ: οι διάλογοι στο βιβλίο παραπέμπουν σε ταινίες όπως οι Σκιές του Τζον Κασσαβέτη, ενώ το σκηνικό της Νέας Υόρκης έχει κάτι από τα νυχτερινά πλάνα του Ταξιτζή του Μάρτιν Σκορτσέζε. Εξάλλου πρότυπο για την κεντρική ηρωίδα του βιβλίου αποτέλεσε το Girl On A Motorcycle (1968) του σκηνοθέτη Jack Cardiff, με πρωταγωνιστές τη Marianne Faithful και τον Alain Delon.
Τα φλoγοβόλα είναι ένα εξαιρετικά καλοδουλεμένο, πολυεπίπεδο ιστορικό μυθιστόρημα, όχι όμως με τη συμβατική έννοια του όρου. Δεν είναι ένα «ρεαλιστικό» μυθιστόρημα, συγχρόνως όμως δεν ζηλώνει ναρκισσιστικά την εγγραφή του στη λογοτεχνία του «μεταμοντέρνου» (τουλάχιστον όχι με τις αρνητικές συνδηλώσεις του τελευταίου). Η Κούσνερ δεν ενδιαφέρεται να καταθέσει ένα «μανιφέστο της ήττας». Γράφει για το χθες διαλεκτικά, έχοντας το βλέμμα της στραμμένο στο σήμερα. Η μυθοπλασία της δεν φιλοδοξεί να υποκαταστήσει την ιστοριογραφία, αλλά να λειτουργήσει παραπληρωματικα ως προς αυτή, αναφορικά με την πραγματικότητα των 70’ς. Δεν πρόκειται για αναθεωρητισμό, αλλά για απομάγευση.

Ο Θανάσης Μήνας είναι ραδιοφωνικός παραγωγός

Δεν υπάρχουν σχόλια: