11/4/15

Λευκάδα 1944-1959

ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΨΥΧΟΠΑΙΔΗ

Χωρίς τίτλο,  2010, λάδι σε καμβά,  210 x 265 εκ.


Οι αφηγήσεις του Θανάση Καλαφάτη από τα πρώτα παιδικά και εφηβικά του χρόνια είναι κάτι πολύ παραπάνω από ένα απλό αφήγημα μνήμης. Είναι μαζί ημερολόγια, ιστορικές μαρτυρίες και ντοκουμέντα, καταγραφές μιας θαυμαστής, γεμάτης από δύναμη, εμπειρίας ζωής. Αυθεντικό υλικό ζωής και επιβίωσης, σημαδεμένο με όλα αυτά που κάνουν τον νέο άνθρωπο συναισθηματικά πλούσιο, γενναιόδωρο, κοινωνικά ευαισθητοποιημένο, ατομικά τολμηρό και ανήσυχο και τελικά άνθρωπο ελεύθερο.
Λέμε πως πατρίδα είναι η παιδική ηλικία. Τα μικρά αυτά κείμενα λοιπόν είναι ένα ταξίδι στην παιδική ηλικία και την εφηβεία, γεμάτο έντονα, άσβηστα βιώματα, ατομικά και συλλογικά, είναι η γνώση και η επίγνωση μιας πατρίδας του εγώ και του εμείς, είναι μια πατριδογνωσία σε βάθος και πλάτος μιας ολόκληρης γενιάς που ενηλικιώθηκε βίαια μέσα στην αθωότητα και το παιχνίδι αλλά με φόντο την κατοχική και εμφυλιακή οδύνη, τη φτώχεια, την κοινωνική αδικία και το κράτος του ζόφου. Μιας γενιάς όμως που στάθηκε όρθια και κατέγραψε με οξυδέρκεια, κριτικό νου και πολιτική σκέψη, την βάναυση, αδίστακτη, εγκληματική εξουσία του καιρού της, χωρίς να χάσει το πείσμα και την δίψα για μια "άλλη" ζωή. Μιας γενιάς που, εμπνευσμένη από τους αγώνες των γονιών, διδάχτηκε την περηφάνια και την αλληλεγγύη και τόλμησε να υψώσει το ανάστημά της στο αχανές υψίπεδο της φτώχειας, της ασθένειας, του εξευτελισμού και της καταπίεσης που 'χε κληρονομήσει ως γενέθλιο τόπο. Μέσα σε μια πολύπαθη χώρα, σε μια πολύπαθη επαρχία, ένα παιδί αφηγείται. Στην καρδιά του ριζωμένη η ανάγκη της διαφυγής, το ταξίδι η έμμονη ιδέα του, η πρώτη λέξη που μαθαίνει είναι η λέξη "πόρτα". Η πόρτα εξόδου, η πόρτα της διαφυγής του από τους κινδύνους, αλλά μαζί το άνοιγμα και η πρόκληση για νέους κινδύνους.

Σε μια κοινωνία μεγαλείου και εγκατάλειψης, πνευματικής υπέρβασης και ανθρώπινης ευτέλειας, αγωνιστικού φρονήματος και υποκριτικής δουλοπρέπειας, ηρωικής αυτοθυσίας και εγκληματικής υποτέλειας, ένα παιδί μαθαίνει το αλφάβητο των πρώτων αισθήσεων, το συντακτικό και τη γραμματική της ζωής γύρω του. Η ακοή και ο λόγος κάνουν ακόμη τα πρώτα τους βήματα, όμως το μάτι είναι διαυγές, παρατηρεί και μπορεί και βλέπει. Ο Γκαίτε σε μια υπέροχη αντιστροφή είχε γράψει για το βλέμμα: "Το αυτί είναι μουγκό, το στόμα κρυφό, αλλά το μάτι ακούει και μιλάει".
Το μάτι λοιπόν ακούει, μιλάει και βλέπει μια κοινωνία σε αναταραχή και με τους φυσικούς και κοινωνικούς σεισμούς σε ημερήσια διάταξη ένα παιδί ωριμάζει πρόωρα, ανακαλύπτει τις πνευματικές και τις ηθικές αξίες, παραδειγματίζεται από τους αγώνες γύρω του και χάνεται μέσα στο θαύμα της γνώσης και της ανάγνωσης. Οι χαρακιές της ζωής χαράσσουν από πολύ νωρίς τον χαρακτήρα ενός ανυποχώρητου μαχητή ιδεών. Τα μικρά αυτά κείμενα, χωρίς να θέλουν να είναι αμιγώς λογοτεχνικά, βρίσκονται εγγύς της λογοτεχνίας και συχνά αποκτούν την πυκνότητα, την αφηγηματική καθαρότητα και την διαύγεια που μόνο την λογοτεχνία ή την ποίηση μπορούν να χαρακτηρίζουν.
Το βιβλίο ξεκινά μ' ένα μικρό κείμενο, το "Αυτή η γη είναι δική μας". Εδώ συνοψίζονται όλο το πνεύμα, οι ιδέες, η ηθική των ανθρώπων μιας κοινότητας, που παλεύουν να διαφυλάξουν, εκτός από την αξιοπρέπειά τους, τον μαχόμενο ανθρωπισμό τους, το βαθύτερο όραμα για την ανα-δημιουργία του κόσμου με άλλες αρχές και άλλες αξίες. Η οικογένεια κυνηγημένη από την ασφάλεια, τους παρακρατικούς αλλά και τους συντρόφους, πιέζεται από τους μεν να στείλει τα παιδιά στις παιδουπόλεις και απ' τους άλλους να τα παραδώσει στο κόμμα. Η μητέρα αρνείται και τα δύο και απαντά: "Εγώ κι αυτά τα μικρά παιδιά θα μείνουμε εδώ, θα δώσουμε την μάχη για μας και για τους άλλους".
Το μικρό αυτό πρώτο κείμενο κλείνει μ' ένα απόσταγμα λόγου που μας φέρνει στον νου, έντονα, στιγμές της μεγάλης ελληνικής ποίησης. Στον νου έρχονται στίχοι του Ελύτη, του Ρίτσου, του Σεφέρη, του Λειβαδίτη και άλλων. Απλά, τρυφερά, με αποφασιστικότητα, αντρειοσύνη και ελπίδα καταγράφεται εδώ ένα απαύγασμα ζωής και αγώνα. Γράφει: "Μείναμε, ριζώσαμε σ' εκείνη τη γη μας, σ' εκείνο το μικρό κήπο του σπιτιού. Ανοίξαμε ένα πηγάδι για να έχουμε νερό, φυτέψαμε δέντρα και στην άκρη του φράχτη βγήκε ένας μάης, έτσι ώστε να φτιάχνουμε μαζί με άλλα λουλούδια το στεφάνι κάθε πρωτομαγιά".
Αυτή τη λιτή, συγκλονιστική στην απλότητά της αλήθεια καλείται η τέχνη των ζωγραφικών εικόνων να αφουγκραστεί για να συμπυκνώσει με τα δικά της όπλα όλα αυτά που τα αυτιά δεν μιλούν και τα στόματα δεν ακούν. Για να μπορέσει ίσως να εκφράσει εικαστικά κάποια σπαράγματα ενός κόσμου που κάποτε υπήρξε ακέραιος και να αποτυπώσει και να μνημονεύσει κάποιους που προσπάθησαν και προσπαθούν ακόμη να τον διαφυλάξουν ως ακέραιο. Δύσκολο το έργο της ζωγραφικής όταν δεν θέλει να "εικονογραφήσει" τον πεζό λόγο αλλά να μεταφέρει -σαν τη "συνισταμένη των κραδασμών"- τις εσωτερικές αντιστοιχίες μεταξύ των τεχνών και να αναμοχλεύσει το βαθύτερο υπέδαφος μιας κοινής ευαισθησίας. Γιατί οι εικόνες πρέπει να λειτουργούν σαν ένα αντίδωρο στον πεζό λόγο, μια αντι-προσφορά σ' αυτά που εκφράζει ο λόγος, γι' αυτές τις πόρτες διαφυγής και ελευθερίας που γεννά, αυτές τις πόρτες που το μικρό παιδί από την Λευκάδα πάντα αναζητούσε και ήξερε μέσα του πως κάποτε θα έβρισκε.
Στο μικρό κείμενο με τον τίτλο "η τελευταία επιθυμία", ο πατέρας φεύγει από το νησί μετά την ήττα για να συνεχίσει από αλλού τον αγώνα. Δεν ήξερε πότε και πώς θα γύριζε πίσω στον τόπο του. Δεν θα ξαναγυρίσει. Παγιδεύεται από το ίδιο του το κόμμα. Προφταίνει όμως να στείλει σαν δώρο στα παιδιά του 4 πέτρες, που παραδίνει στα χέρια μιας γυναίκας πριν φύγει για πάντα. "Πες τους, αυτό είναι δείγμα της καρδιάς μου και του νέου κόσμου που αγαπήσανε. Δεν μπορώ να ξέρω πότε και πώς θα γυρίσω". Αυτό ήταν το τελευταίο του μήνυμα. Οι πέτρες αυτές δεν δόθηκαν ποτέ. Τα αφηγήματα αυτού του βιβλίου είναι οι πολλές μικρές πέτρες που έχει φυλάξει για μας ο Θανάσης Καλαφάτης, τα συγκινημένα και συγκινητικά δείγματα της δικιάς του καρδιάς.

Δεν υπάρχουν σχόλια: