8/3/15

Τα Εφαρμοσμένα Οικονομικά στην Αριστοτελική Δημοκρατία

ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΗ ΕΞΑΡΧΟΥ

Camping Tent, 2014, φύλλο mylar, 310 x 85 x 77 εκ.


Η οικονομική ζωή και συμπεριφορά των πολιτών, η επιδίωξη μεγιστοποίησης των ωφελειών και η βελτίωση του κοινωνικού «στάτους» στις δημοκρατίες της αρχαιότητας τελούσαν υπό την αυστηρή επιτήρηση ενός συστήματος δικαιοσύνης, συστήματος για όλους ανεξαίρετα τους πολίτες. Στην Αθήνα, ήδη από την εποχή του Σόλωνα (639-559 π.Χ.), οι πολίτες συμμετείχαν στις δημόσιες δαπάνες ανάλογα με τη φοροδοτική τους ικανότητα, ενώ η πολιτεία παρείχε κοινωνικά κίνητρα εθελοντικής ανάληψης εξόχως υψηλών δαπανών από τους πλούσιους, γεγονός που πιστοποιεί ότι είχαν τεθεί με δίκαιο τρόπο βάσεις αντιμετώπισης του ζητήματος υφιστάμενων οικονομικών ανισοτήτων. Τούτη η κοινωνική δικαιοσύνη –κατά τον Αριστοτέλη– είναι η μόνη που μπορεί να λειτουργήσει ενάντια στην κοινωνική αδικία.
Στα έργα του ο φιλόσοφος ομιλεί για πόρους χρηματοδότησης της ανάπτυξης που μπορεί να προέρχονται από φόρους που πρέπει να επιβάλλονται (κυρίως σε πλούσιους), για εκμετάλλευση ορυχείων παραγωγής μετάλλων (μόλυβδος, σίδηρος, χαλκός) και πολύτιμων μετάλλων (χρυσός, άργυρος), αλλά και για πόρους που προέρχονται από άδικες φορολογήσεις που επιβάλλονται σε μεγάλες κοινωνικές ομάδες και σε πολίτες από μη δημοκρατικά καθεστώτα και από σατράπες και λοιπούς ηγεμόνες. Εξαίρει τη δημιουργία κοινών περιουσιών (συμμαχικά ταμεία) που αποσκοπούν στην προστασία των πόλεων-κρατών (είδος αμοιβαίων κεφαλαίων) από μελλοντικές εχθρικές επιθέσεις καθώς και τις προσπάθειες που αποσκοπούν στην οικονομική πρόοδο και που αναμφίβολα συμβάλλουν στην πνευματική, οικονομική, κοινωνική και στρατιωτική ανάπτυξη, με ξεχωριστό ρόλο σε αυτή τη διαδικασία την έκδοση νομίσματος και τη δραστηριοποίηση τραπεζών. Η συστηματική εξέταση δημιουργίας αγορών χρήματος και συναλλαγών φαίνεται ότι έγινε για πρώτη φορά από τον Αριστοτέλη. Τα γνωστά σήμερα ως παράγωγα προϊόντα, αναφέρονται από τον Αριστοτέλη, όταν γράφει για τον Θαλή τον Μιλήσιο (624-546 π.Χ.) ότι χρησιμοποιώντας τις γνώσεις του για προβλέψεις μελλοντικών αυξημένων εσοδειών των ελαιόδεντρων, πλήρωνε προκαταβολές σε ελαιοτριβεία Χίου και Μιλήτου διασφαλίζοντας αποκλειστικό δικαίωμα χρήσης τους στην περίοδο της συγκομιδής των ελαιών.

Το δημοκρατικό πολίτευμα αποτελεί τη μόνη εγγύηση δίκαιης λειτουργίας του οικονομικού και κοινωνικού συστήματος και ο φιλόσοφος αποσαφηνίζει: Στη Δημοκρατία πηγή κάθε εξουσίας είναι οι πολίτες, ο λαός, γεγονός που σημαίνει ότι η λαϊκή κυριαρχία αποτελεί αρχή και τέλος του δημοκρατικού πολιτεύματος και ότι αυτή εδράζεται στη δικαιοσύνη, στην ελευθερία και στην ισοτιμία, που διασφαλίζονται από την αρχή της πλειοψηφίας, ήτοι με υπερίσχυση της γνώμης των περισσοτέρων (των οικονομικά ασθενέστερων) και που εκφράζεται μέσω εκλογών. Οι ψηφοφόροι είναι πολίτες με πνευματικό και ηθικό επίπεδο και καλλιέργεια, στο πλαίσιο της ελεύθερης διακίνησης των ιδεών –που διασφαλίζεται από το πολίτευμα–, και είναι αυτοί που έχουν «μόριον αρετής», δεν αποτελούν μάζα, όχλο ή αγέλη, δεν είναι πλήθος και άθροισμα ατόμων. Και διευκρινίζει: «(…) οι πολλοί έστω και αν ο καθένας ξεχωριστά μειονεκτεί, ως σύνολο λειτουργούν ως ένας άνθρωπος με συνολικά καλύτερη αντίληψη και κρίση (…)».
Ο Αριστοτέλης συνέδεσε την οικονομία με την πολιτική, ορίζοντας την πολιτική ως ενεργό ενασχόληση του πολίτη με τα κοινά και την οικονομία ως ενεργό ενασχόλησή του με τη διοίκηση οίκου, στην οποία συμπεριλαμβάνεται και ο καταμερισμός εργασίας και οι αποφάσεις που λαμβάνονται σχετικά με το τι και πώς θα παραχθεί, αλλά και με το πού και πώς θα διανεμηθεί το παραγόμενο προϊόν. Ο Οικονομικός (Α΄ & Β΄), τα Πολιτικά, τα Ηθικά Νικομάχεια, η Ρητορική, η Ρητορική προς Αλέξανδρον είναι τα οικονομικά έργα του που τον αναδεικνύουν σε πατέρα της έννοιας της ιδιοκτησίας και σειράς άλλων βασικών οικονομικών και πολιτικών όρων άλλων επιστημών. Οι οικονομικές σκέψεις του εκκινούν από την άποψή του για τη δημιουργία του κόσμου, με τους θεούς να έχουν δημιουργήσει τον κόσμο και τους θνητούς να κάνουν χρήση των αγαθών (πόρων) που τους παρέχει η φύση ή που προκύπτουν από παραγωγική ή μετασχηματιστική διαδικασία. Έτσι, διαιρεί τα αγαθά σε ποιητικά όργανα (μέσα παραγωγής) και πρακτικά (μέσα κατανάλωσης). Είναι ο πρώτος που ασχολείται λεπτομερώς και σε βάθος με φαινόμενα της Οικονομικής Επιστήμης, διατυπώνοντας την θεωρία της αξίας, διακρίνοντας την αξία των αγαθών σε χρηστική (“οἰκείαν χρῆσιν”) και ανταλλακτική (“ἀλλαγῇς ἕνεκεν”). Η χρήση και η ωφέλεια αποτελούν βασικά κριτήρια αποτίμησης των αγαθών και διατυπώνει την θεωρία της ωφελιμότητας, και την θεωρία της ελαστικότητας της ζήτησης. Χρησιμοποιεί ως κύριο κριτήριο της ανάλυσής του το κόστος ύλης / εργασίας, και γίνεται έτσι ο πρόδρομος του ιστορικού υλισμού, όπως εκφράζεται από τον Κ. Μαρξ.
Ο Αριστοτέλης είναι ο πιο αναλυτικός από τις αρχαίες "οικονομικές πηγές" και τα κείμενά του, που έχουν εντονότερη οικονομική χροιά, θεωρούνται ότι στην πραγματικότητα έχουν καθαρά ηθικό χαρακτήρα και όχι οικονομικό, με όποιο περιεχόμενο και αν δίνουμε στον όρο. Κάνοντας αναφορά στο χρήμα, υιοθετεί την αρχή ότι ένα αγαθό έχει ρόλο χρήματος λόγω της γενικής αποδοχής του ως μέσου συναλλαγών, και επιβεβαιώνεται με την έκδοση νομισμάτων από τις κρατικές αρχές, και όχι λόγω της πραγματικής του αξίας. Τον απασχόλησαν και οι οικονομικές ανισότητες και πρότεινε τρόπο αντιμετώπισης και εξάλειψής τους μέσω της κοινωνικής δικαιοσύνης, διατυπώνοντας τη θέση ότι «αδικία σημαίνει το να παίρνει κάποιος περισσότερα απ’ ό,τι θα έπρεπε από τα αγαθά και λιγότερα από τα κακά». Θέτει ηθική διάσταση στη λειτουργία του οικονομικού συστήματος και το συνδέει με την ευδαιμονία και τις αρετές. Το ύψιστο αγαθό είναι η ευδαιμονία, η οποία συνίσταται στην ικανοποίηση μόνο εκείνων των επιθυμιών που είναι απαραίτητες προκειμένου ο άνθρωπος να διάγει βίο ενάρετο. Η ευδαιμονία «είναι ένα είδος ενέργειας της ψυχής που γίνεται σύμφωνα με την αρετή». Αρετή είναι η αναζήτηση της τελειότητας σε μία δραστηριότητα: «η αρετή του ανθρώπου θα πρέπει να είναι η συνήθεια [έξις] με βάση την οποία γίνεται καλός ο άνθρωπος και αποκτά τη δυνατότητα να εκτελέσει αποδοτικά το έργο του».
Ο Αριστοτέλης διαχωρίζει την παραγωγή από την πράξη και υποστηρίζει ότι «Ο τελικός σκοπός της παραγωγικής εργασίας διαφέρει από αυτή την ίδια, της πρακτικής όμως δεν μπορεί να διαφέρει, διότι αυτή η ίδια η καλή πράξη είναι και ο τελικός σκοπός».
Για τον Αριστοτέλη οι άνθρωποι γίνονται φρόνιμοι όχι με το να ασκούν απλώς την ατομική τους διάνοια, αλλά με το να μαθαίνουν να ζουν τον ενάρετο βίο στην κοινότητά τους, δηλαδή στην πόλη, διότι είναι αδύνατον να είναι κανείς ενάρετος παρά μόνο μέσα στο πλαίσιο της πόλης. Για να είναι ο βίος αγαθός (ενάρετος, ευδαίμων) πρέπει να κατευθύνεται από τη φρόνηση και η καλύτερη εφαρμογή της φρόνησης είναι στην προαγωγή του κοινού καλού της κοινότητας, στην οποία μετέχει ο φρόνιμος. Καλός άνθρωπος είναι ο φρόνιμος και ο ιδεώδης φρόνιμος είναι ο πολιτικός, αφού αυτός είναι επιφορτισμένος με την προαγωγή του κοινού καλού. Η οικονομική σκέψη του φιλόσοφου θεωρείται πρόδρομη Οικονομική Θεωρία και από άλλους σκέψη που εμπίπτει στον τομέα της Ηθικής ή της Πολιτειολογίας,  αλλά στην ουσία αποτελεί εφαρμογή της οντολογίας του φιλοσόφου στον τομέα της ηθικής και της πολιτειολογίας που, σε μεγάλο βαθμό, εγγίζει και τομείς της οικονομικής ανάλυσης, όπως είναι π.χ. η Θεωρία της αξίας, η Θεωρία περί χρήματος κ.ά., όπως αυτές διαμορφώθηκαν αιώνες αργότερα.
Στα Ηθικά Νικομάχεια η οικονομική σκέψη και ανάλυση εδράζεται σε ηθικές αρχές και αξίες που η σύγχρονη οικονομική θεωρία αρνείται να συζητήσει, εκλαμβάνοντας την οικονομία σαν ανεξάρτητη και αυτόνομη επιστήμη ουδεμία σχέση έχουσα με την ηθική, γεγονός που επιβεβαιώνεται από τη σύγχρονη λειτουργία του κεφαλαιοκρατικού συστήματος με τη θεοποίηση του κέρδους και το ακόρεστο του πλουτισμού. Στα Πολιτικά δίνει δύο διαφορετικές προσεγγίσεις για την οικονομική αξία ενός αγαθού. Η πρώτη είναι η αξία χρήσης και η άλλη είναι η ανταλλακτική αξία. Τούτη η διάκριση αποτελεί βασικό στοιχείο έρευνας της όλης μετέπειτα οικονομικής σκέψης, οπότε δικαιολογημένα ο Αριστοτέλης θεωρείται ο επινοητής του συγκεκριμένου διαχωρισμού, πάνω στον οποίο στηρίζει την όλη ανάλυσή του. Τη διάκριση τούτη ακολουθούν πιστά οι κλασικοί οικονομολόγοι και οι στοχαστές που ανάπτυξαν οικονομικές θεωρίες. Ο φιλόσοφος τονίζει ότι «εκάστου γαρ κτήματος διττή η χρήσις εστίν, αμφότεραι δε καθ’ αυτό μεν αλλ’ ουχ’ ομοίως καθ’ αυτό, αλλ’ η μεν οικεία η δ’ ουκ’ οικεία του πράγματος …». Δηλαδή, «κάθε πράγμα που αποκτούμε μπορεί να χρησιμοποιηθεί με δύο τρόπους, και οι δύο χρήσεις αφορούν στο ίδιο αντικείμενο, πλην όμως δεν το αφορούν κατά τον ίδιο τρόπο». Η μία χρήση ταιριάζει στο πράγμα ενώ η άλλη όχι. Έτσι έθεσε τα όρια ανάμεσα στην αξίας χρήσης και στην ανταλλακτική αξία. Η μεν αξία χρήσης συνδέεται άμεσα με τις φυσικές ιδιότητες τού προς χρήση αντικειμένου (δι’ ο και η θεωρία της χρησιμότητας), η δε ανταλλακτική αξία, αντιθέτως, στην αριστοτελική λογική είναι λιγότερο σαφής και με συγκεκριμένο ποσό χρήματος αντιπροσωπεύονται πολλά εμπορεύματα.
Η αξία της θεωρίας του για τη δικαιοσύνη στις ανταλλαγές εξαρτάται από τη λύση του προβλήματος της συμμετρίας, όπως ο ίδιος γράφει: «ούτε γαρ αν μη ούσης αλλαγής κοινωνία ήν, ούτ’ αλλαγή ισότητος μη ούσης, ούτ’ ισότης μη ούσης συμμετρίας». Ήτοι, «δεν θα υπήρχε κοινωνία εάν δεν υπήρχε ανταλλαγή ούτε ανταλλαγή εάν δεν υπήρχε ισότητα αλλά ούτε και ισότητα εάν δεν υπήρχε συμμετρία», για να καταλήξει ότι τα πράγματα που ανταλλάσσονται πρέπει να είναι μεταξύ τους συγκρίσιμα, σύμμετρα.
Ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί δύο έννοιες για να εξηγήσει τη συμμετρία που λαμβάνει χώρα κατά την ανταλλαγή δύο πραγμάτων. Η μία είναι το χρήμα και η άλλη η χρεία (ανάγκη για διάφορα αγαθά). Το χρήμα είναι καθαρά οικονομική έννοια, ενώ η χρεία μπορεί να αποδοθεί με την έννοια χρησιμότητα ή ζήτηση, που στη σύγχρονη οικονομική ανάλυση ισοδυναμεί με την καμπύλη ζήτησης, ήτοι την καμπύλη που συνδέει τις ζητούμενες ποσότητες με τις αντίστοιχες τιμές, σχέση που εκφράζεται από τη συγκεκριμένη συνάρτηση ζήτησης κάθε αγαθού στα οικονομετρικά υποδείγματα.
Το χρήμα, επειδή αποτελεί κοινό μέτρο για τις τιμές όλων των αγαθών, υπέθετε ότι τα καθιστά σύμμετρα και ότι με αυτό τον τρόπο τα αγαθά εξισώνονται και έτσι λύνεται το πρόβλημα. Γράφει: «Εν δη τι δει είναι, τούτο δ’ εξ υποθέσεως` διό νόμισμα καλείται` τούτο γαρ πάντα ποιεί σύμμετρα». Ήτοι, «Το χρήμα ως κοινό μέτρο καθιστά τα αγαθά σύμμετρα». Η καθιέρωση ενός νομισματικού μέτρου από μόνη της δεν επιφέρει συμμετρία σε πράγματα που από μόνα τους είναι ασύμμετρα. Τα ανταλλασσόμενα πρέπει να είναι σύμμετρα ως προς κάποια κοινή ιδιότητά τους. Η καθιέρωση μίας νομισματικής μονάδος π.χ. χρυσού ή αργύρου, ή η καθιέρωση ως νομίσματος ενός άλλου εμπορεύματος που θα λειτουργεί ως ισοδύναμο όλων των άλλων εμπορευμάτων δεν δημιουργεί συμμετρία διότι η ανταλλαγή έχει προϋπάρξει πριν επινοηθεί το νόμισμα–εμπόρευμα αυτό, όπως π.χ. ο χρυσός ως χρήμα, «ότι δ’ ούτως η αλλαγή ήν πριν το νόμισμα, είναι δήλον».
Ο πλούτος, κατά τον φιλόσοφο, έχει δύο σκέλη: Το ένα αναφέρεται στον κατά φύσιν πλούτο, ήτοι στη σώρευση αγαθών με αξία χρήσης που είναι αναγκαία για τη λειτουργία του οίκου ή της πόλεως και δεν είναι απεριόριστα, καθόσον ο σκοπός τους περιορίζεται στην εξυπηρέτηση των αναγκών του οίκου, της κοινότητος ή της πόλεως. Το άλλο αναφέρεται στη σώρευση αγαθών με ανταλλακτική αξία, σκοπός των οποίων είναι η ανταλλαγή η οποία καθίσταται αυτοσκοπός ενώ οι τέχνες και οι σκοποί τους που είναι το ευ ζην, καθίστανται τα μέσα για την ανταλλαγή. Αναφέρει ότι ο πλούτος δεν έχει όριο στην επέκτασή του καθόσον δεν είναι μέσο υποταγμένο σε κάποιο σκοπό.
Ο Αριστοτέλης ισχυρίζεται ότι όταν μεσολαβεί το χρήμα σε πώληση πράγματος (εμπορεύματος Ε) με σκοπό την αγορά κάποιου άλλου (εμπορεύματος Ε΄), ήτοι όταν υπάρχει ανταλλαγή της μορφής Ε-Χ-Ε΄ (πώληση για αγορά) υπάρχει περιορισμός της ανταλλαγής και όχι αέναος πολλαπλασιασμός της, όπως όταν υπάρχει ανταλλαγή της μορφής Χ-Ε-Χ΄ (αγορά προς πώληση) όπου δεν υπάρχει όριο, και η ανταλλαγή συνεχίζει επ’ αόριστον και έτσι προκαλείται άπληστη συμπεριφορά και πλεονεξία. Διακρίνει τέσσερα είδη ανταλλαγών και αποτυπώνονται σχηματικά, με τη μέθοδο του Κ. Μαρξ:
1ο είδος: Ε-Ε΄ –δηλ. αντιπραγματισμός ή ανταλλαγή αγαθών χωρίς μεσολάβηση χρήματος (αγαθό με αξία χρήσης).
2ο είδος: Ε-Χ-Ε΄ –δηλ. πώληση αγαθού με ταυτόχρονη είσπραξη του αντιτίμου και αγορά άλλου αγαθού (ανταλλαγή αγαθών με αξία χρήσης-σώρευση καλού πλούτου = καλή χρηματιστική).
3ο είδος: Χ-Ε-Χ΄ –δηλ. αγορά αγαθού με σκοπό την μεταπώλησή του σε υψηλότερη τιμή (το αγαθό έχει ανταλλακτική αξία μόνον –παραγωγή χρήματος από χρήμα ή υπεραξίας κατά Μαρξ– σώρευση πλούτου υπό μορφή χρήματος).
4ο είδος: Χ-Χ΄ –δηλ. παραγωγή χρήματος από χρήμα ως π.χ. είσπραξη τόκου κ.λπ. (όπου το χρήμα μεταλλάσσεται το ίδιο σε αντικείμενο εμπορίας-σώρευση πλούτου με την μορφή χρήματος, δηλ. ανταλλακτικής αξίας).
Ο φιλόσοφος πιστεύει ότι η πραγματική φύση του χρήματος είναι η δυνατότητά του να μεσολαβεί στις ανταλλαγές (μέσον), λόγος για τον οποίο εφευρέθηκε, οποιαδήποτε δε μετατροπή του αρχικού του σκοπού αποτελεί παρέκβαση που καταλήγει σε διαστροφή του σκοπού του.
Το χρήμα κατά τις συναλλαγές λειτουργεί και ως μέσον (2ο είδος) και ως σκοπός (3ο & 4ο είδος). Η μετάβαση από το ένα είδος ανταλλαγής στο επόμενο (όπως τα ανωτέρω 4 είδη) αντανακλά την εξέλιξη που επήλθε στις οικονομικές σχέσεις των ανθρώπων ανά τους αιώνες και την εξέλιξη των θεσμών που δημιουργήθηκαν προκειμένου να εξυπηρετούνται οι ανταλλαγές.
Η συνοχή της πολιτείας επιτυγχάνεται με δίκαιη ανταλλαγή και αποφυγή του αποσταθεροποιητικού σχήματος (Χ-Χ΄), σε επίπεδο παγκόσμιας οικονομίας. Το σχήμα Χ-Χ΄, δηλ. η γέννηση χρήματος από χρήμα (κατά Αριστοτέλη: παραγωγή ανταλλακτικής αξίας από ανταλλακτική αξία χωρίς παρέμβαση αξίας χρήσεως) θεωρείται από τον φιλόσοφο πολύ χειρότερο από το σχήμα Χ-Ε-Χ΄, όπου και σε αυτό υπάρχει αέναη μεγέθυνση, πλην όμως με τη μεσολάβηση αξίας χρήσεως. Η παραγωγή χρήματος από χρήμα (και με τη μορφή του τόκου), κατά Αριστοτέλη, ονομάζεται τοκογλυφία ανεξαρτήτως ύψους επιτοκίου. Η άποψη του είναι: «ευλογώτατα μισείται η τοκογλυφία διότι η δι’ αυτής κτήσις του νομίσματος αντλείται εξ αυτού τούτου του νομίσματος και ουχί εκ της χρήσεως δι’ ήν τούτο προωρίσθη (…) συνεπώς ούτος είναι εξ όλων των χρηματισμών ο κατ’ εξοχήν παρά φύσιν».
Η δίκαιη λειτουργία ενός οικονομικού συστήματος προϋποθέτει το πολιτικό σύστημα της δημοκρατίας, με κοινοτική οργάνωση των πολιτών με σκοπό την επίτευξη της ευδαιμονίας των ανθρώπων. Δηλαδή, το σύστημα της οικονομικής δημοκρατίας –στα έργα του Αριστοτέλη– κατ’ ουσίαν εκφράζει την Πολιτική Οικονομία της Δημοκρατίας.
Ποιο μπορεί να είναι το περιεχόμενο μιας Οικονομίας της Δημοκρατίας;
(α) Η έννοια της οικονομικής δημοκρατίας: Ο Αριστοτέλης τονίζει: «Δοκεί γάρ τισι το περί της ουσίας είναι μέγιστον τετάχθαι καλώς, περί γαρ τούτων ποείσθαί φασι τας στάσεις πάντας (διότι φρονούν τινές εξ αυτών των νομοθετών ότι ορθόν είναι το ότι καθωρίσθη ανώτατον όριο περιουσίας, εφόσον ως λέγουν κύρια αφορμή των στάσεων είναι η περιουσία)». Η μεν πολιτική δημοκρατία αποτελεί εξουσία του λαού στην πολιτική σφαίρα –άρα προϋποθέτει πολιτική ισότητα–, η δε οικονομική δημοκρατία εκφράζει εξουσία του λαού στην οικονομική σφαίρα –οπότε προϋποθέτει οικονομική ισότητα–. Ο λαός που διαβιεί υπό πολιτική και οικονομική ισότητα μόνο τότε είναι κυρίαρχος και όχι όταν συγκροτείται σε κράτος, διότι κράτος σημαίνει διαχωρισμό των πολιτών από την πολιτική και από την οικονομική διαδικασία.
(β) Η παραγωγή και η κατανομή του πλούτου στη δημοκρατία: Ο Αριστοτέλης όριζε την δημοκρατία σε σχέση με το αν η διακυβέρνηση ανήκε στους πλούσιους ή στους φτωχούς: «άλλ’ έστι δημοκρατία μεν όταν οι ελεύθεροι και άποροι πλείους όντες κύριοι της αρχής ώσιν, ολιγαρχία δ’ όταν οι πλούσιοι και ευγενέστεροι ολίγοι όντες (άλλ’ είναι πράγματι δημοκρατία όταν οι ελεύθεροι και πτωχοί πλειοψηφούν και είναι κυρίαρχοι της εξουσίας, τουναντίον δε ολιγαρχία, όταν οι πλούσιοι και ευγενούς καταγωγής κυριαρχούν, αν και ολιγότεροι κατ αριθμόν)».
(γ) Η ολοκλήρωση της δημοκρατίας: Η ολοκλήρωση της δημοκρατίας υπάρχει μόνο τότε, όταν καθιστά την «πόλιν» αυτόνομη (να θέτει η ίδια τους νόμους της), αυτόδικη (δικαστήρια ενόρκων να αποφασίζουν για οποιαδήποτε διαμάχη) και αυτοτελή (η εκκλησία του δήμου να παίρνει όλες τις σημαντικές αποφάσεις), τρία στοιχεία που χαρακτηρίζουν μία πόλη ως ελεύθερη.
(δ) Οι οικονομικές αστοχίες και αποτυχίες της δημοκρατίας: Η πλήρης πολιτική δημοκρατία με ενεργούς όλους τους πολίτες και με πραγματική οικονομική δημοκρατία που εξαλείφει τις οικονομικές ανισότητες, εγγυάται ξεπέρασμα των όποιων οικονομικών αστοχιών και αποτυχιών του συστήματος, μέσω ενός διευρυμένου εγχώριου πλεονάσματος. Τότε γίνεται περιεκτική δημοκρατία, μια αληθινή οικονομική και πολιτική δημοκρατία.
(ε) Κάποια διδάγματα: Η πoλιτική δημoκρατία πoυ δεν στηρίζεται στηv oικoνoμική δημoκρατία είναι αδύνατη και η δημοκρατία, με τηv έννoια της άμεσης συμμετoχής των πoλιτών στις πολιτικές και oικoνoμικές απoφάσεις πoυ αφoρoύv στην καθημερινή ζωή τoυς, προυπoθέτει τη μεγίστη δυνατή πολιτική και oικovoμική αποκέντρωση.
Η επικράτηση του σχήματος Χ-Χ΄ σε εθνική και παγκόσμια κλίμακα, που ο Αριστοτέλης απερίφραστα καταδικάζει, διότι «ευλογώτατα μισείται η τοκογλυφία διότι η δι’ αυτής κτήσις του νομίσματος αντλείται εξ αυτού τούτου του νομίσματος και ουχί εκ της χρήσεως δι’ ήν τούτο προωρίσθη (…) συνεπώς ούτος είναι εξ όλων των χρηματισμών ο κατ’ εξοχήν παρά φύσιν», είναι σήμερα πλήρης και δίχως όρια. Παρά την ύπαρξη Κεντρικών Τραπεζών με εποπτικές υποτίθεται αρμοδιότητες επί του πιστωτικού συστήματος, την ύπαρξη επιτροπών κεφαλαιαγοράς για εποπτεία των χρηματαγορών, και πλήθος ανεξάρτητων αρχών για προστασία των πολιτών, ο κάθε χρηματοπιστωτικός οργανισμός επινοεί προϊόντα που τα ρίχνει στην αγορά δίχως αυτά να εγκρίνονται από κάποια αρμόδια αρχή, με σκοπό το αθέμιτο κέρδος και τον πλουτισμό από τοκογλυφία.
Οι σύγχρονες κοινωνίες βασίζονται στην οικονομία της αγοράς και σημαντικές αποφάσεις έχουν αποσπαστεί από το πεδίο της ηθικής και μεταφερθεί στην επικράτεια της οικονομίας. Έτσι, η σχέση μεταξύ οικονομίας και ηθικής αμφισβητείται.
Ο Αριστοτέλης δεν λέει ότι ο λαός είναι αδιάφθορος. Πιστεύει ότι μπορεί να διαφθαρεί με χάριτες και οφέλη και ότι διαφθείρεται δυσκολότερα από τους ολίγους: «ευδιαφθορώτεροι γαρ [οι] ολίγοι των πολλών εισιν και κέρδει και χάρισιν». Όταν οι άνθρωποι είναι αληθινά ελεύθεροι, πρώτα και κύρια νοητικά και μακριά από προκαταλήψεις φόβους και δεισιδαιμονίες και ελεύθεροι σωματικά, δηλ. χωρίς κίνδυνο να γίνουν δούλοι, τότε, σύμφωνα με τον φιλόσοφο, αυτοί μπορούν να είναι πολίτες, να αποφασίζουν για το καλό της πόλης τους, «μετέχοντας κρίσεως και αρχής», με συμμετοχή στη δικαστική εξουσία και στις πολιτικές και οικονομικές αποφάσεις.

Ο Γιώργης Έξαρχος είναι συγγραφέας–ερευνητής

Δεν υπάρχουν σχόλια: