22/3/15

Επανάσταση του ’21 και εμφύλιοι πόλεμοι: προσεγγίσεις και αναχρονισμοί

ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΓΚΟΤΣΗ

Comité Grec preside par Mr de Chateaubriand (Η Ελληνική επιτροπή υπό την προεδρία του Chateaubriand), πιάτο από φαγεντιάνη βιοτεχνίας Monterau, διάμετρος 21 εκ. 

Ιστορικά γεγονότα και υπαρκτές διαμάχες:
Η επανάσταση του ’21 έχει εγείρει από πολύ νωρίς διάφορα ζητήματα, χωρίς όμως να αμφισβητείται  το βασικό της χαρακτηριστικό, δηλαδή το γεγονός ότι ήταν επανάσταση και ότι μέσω αυτής απελευθερωθήκαμε από τους Οθωμανούς και συγκροτήθηκε το Ελληνικό Κράτος.
Ορισμένα από αυτά τα ζητήματα απασχόλησαν τους πρωταγωνιστές της και τους ανθρώπους της εποχής, όπως, π.χ., ποιοι δηλαδή θα έπρεπε να θεωρηθούν Έλληνες και επομένως ποιοι θα είχαν, μεταξύ των άλλων το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι, αλλά και της κατάληψης θέσης στο Δημόσιο. Πρόκειται για τη γνωστή ιστορία, με τη διάκριση ανάμεσα σε αυτόχθονες και ετερόχθονες, όπου οι μεν πρώτοι είχαν πλήρη δικαιώματα, ενώ οι δεύτεροι όχι.[1]
Αντιπαραθέσεις υπήρξαν και κατά τη διάρκεια των διαφόρων Εθνοσυνελεύσεων, αλλά και στα ενδιάμεσα διαστήματα, σε σχέση με την κατάληψη των διαφόρων αξιωμάτων στα όργανα της «Προσωρινής Διοίκησης», το Εκτελεστικό και το Βουλευτικό σώμα. Έτσι, στην πρώτη φάση αποκλείστηκαν από τα όργανα αυτά οι στρατιωτικοί αρχηγοί, όπως ο Θ. Κολοκοτρώνης, ο Γ. Βαρνακιώτης, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, κλπ., αλλά και οι εκπρόσωποι της Φιλικής Εταιρίας.[2] Ο Θ. Κολοκοτρώνης, συνεπικουρούμενος από ισχυρούς προύχοντες της Πελοποννήσου,  διοικούσε την Πελοπόννησο μέσω του θεσμού της Πελοποννησιακής Γερουσίας, υποκαθιστώντας  έτσι την Εθνική κεντρική διοίκηση.[3] Η τελευταία προσπάθησε με διάφορους τρόπους να περιορίσει τη δύναμη των στρατιωτικών αρχηγών, εφαρμόζοντας, μεταξύ των άλλων, την τακτική του «διαίρει και βασίλευε». Στο πλαίσιο αυτό, προκειμένου να περιορίσει τον ρόλο του Θ. Κολοκοτρώνη, απένειμε στρατιωτικούς βαθμούς και υποσχόταν πολιτικά αξιώματα.[4] Οι διαμάχες αυτές οδήγησαν σε δύο εμφύλιους πολέμους, θέμα στο οποίο θα επανέλθουμε στη συνέχεια.   
  
Ένα άλλο ζήτημα που απασχόλησε έντονα τους νεοέλληνες, από πολύ ενωρίς, που φθάνει ως τις μέρες μας, ήταν το ζήτημα της ιδιοκτησίας. Εν ολίγοις όλη η γη, με το τεκμήριο ότι ανήκε στο Σουλτάνο, περιήλθε στο Ελληνικό Δημόσιο, εκτός των περιπτώσεων εκείνων που οι υπόδουλοι Έλληνες είχαν -ή προέβαλαν ότι έχουν- δικαιώματα επί της γης πριν την κήρυξη της Επανάστασης.
Τα ζητήματα αυτά, των πολιτικών και ατομικών δικαιωμάτων σχετίζονταν και επηρεάζονταν από τη σχέση που είχαν -ή που επικαλούνταν ότι είχαν- τα διάφορα άτομα με τις πολεμικές επιχειρήσεις. Έτσι η συμμετοχή κάποιου στα πολεμικά γεγονότα αποτελούσε στοιχείο/τεκμήριο όχι μόνο για την ένταξή του στην κατηγορία των Ελλήνων πολιτών,[5] αλλά και για την απόκτηση γης, καθώς και για την παροχή διευκολύνσεων από το Κράτος στην ενοικίαση των γαιοπροσόδων. Αντίθετα, όπως θα δούμε στη συνέχεια, το προσκύνημα κάποιων χωριών της Πελοποννήσου στους Οθωμανούς στα χρόνια του Ιμπραήμ αντιμετωπιζόταν και με απειλές ότι, μεταξύ των άλλων, θα χάσουν όλα τα υπάρχοντά τους (σπίτια, αμπέλια και χωράφια), τα οποία νωρίτερα θα είχαν υποστεί ολοκληρωτική καταστροφή από τα ελληνικά στρατεύματα.

Ζητήματα ερμηνείας: Από την αγιοποίηση, στην απομυθοποίηση των πρωταγωνιστών  
Είναι ευνόητο, για τους παραπάνω λόγους,  η συμμετοχή στις πολεμικές επιχειρήσεις να αποτελέσει στοιχείο αντιπαράθεσης· οι διάφοροι αγωνιστές επικαλούνταν τη συμμετοχή αυτή, εκτός των ανωτέρω, και για την απονομή σ’ αυτούς στρατιωτικών βαθμών, αλλά και για διάφορες υλικές αποζημιώσεις, σχετιζόμενες με τις ανάγκες σε τροφή, πολεμικό υλικό κλπ. Όλα αυτά είναι βεβαίως απολύτως «φυσιολογικά» σ’ ένα μακροχρόνιο πόλεμο. Ακόμη και οι θεωρούμενοι ως οι σημαντικότεροι ήρωες της επανάστασης (Κολοκοτρώνης, κλπ.) έχουν πλευρές, από την άποψη αυτήν, «αντιφατικές».[6] Δεν είναι μόνοι οι ήρωες των πολεμικών γεγονότων, αλλά και άνθρωποι που έχουν φιλοδοξίες να καταλάβουν δημόσιες θέσεις, να αποκτήσουν δημόσια αγαθά (κυρίως γη). Αυτές οι «αντιφάσεις» που χαρακτηρίζουν άλλωστε τους περισσότερους ανθρώπους είναι έξω από τη λογική  της «αγιοποίησης» των πρωταγωνιστών της επανάστασης, που εμφανίζεται όχι μόνο στους βιογράφους τους, γεγονός αναμενόμενο, αλλά και σε μερίδα ιστορικών.
Τα φαινόμενα αυτά της «αγιοποίησης» οδήγησαν κάποιους άλλους ιστορικούς στην αμφισβήτηση ορισμένων πλευρών των πρωταγωνιστών της επανάστασης. Σε ορισμένες από αυτές τις περιπτώσεις στόχος ήταν η αποκατάσταση των ιστορικών γεγονότων και της αλήθειας, γεγονός όμως που συμβάλει στην, ως ένα βαθμό τουλάχιστον, απομυθοποίηση των πρωταγωνιστών αυτών.

Οι εμφύλιοι πόλεμοι
Από την πρώτη στιγμή της επανάστασης, όλα, όπως είναι γνωστό, δεν κύλησαν ρόδινα. Υπήρξαν όχι μόνο ήττες και πισωγυρίσματα, αλλά και εσωτερικές έριδες και συγκρούσεις, ακόμη και ένοπλες. Αναφερόμαστε εδώ στους δύο εμφύλιους πολέμους (1823-1825) με αντιπάλους ένοπλα σώματα, που ηγούνταν όλοι οι γνωστοί πρωταγωνιστές του ’21, όπως οι Θεόδωρος, Πάνος και Γενναίος Κολοκοτρώνης, Οδυσσέας Ανδρούτσος, Νικηταράς, Δημήτριος Υψηλάντης, Παλαιών Πατρών Γερμανός, Ανδρέας Μιαούλης, Λόντος,  Παπαφλέσσας, Αναγνωσταράς, Μακρυγιάννης, Τζαβέλλας, Καραϊσκάκης, Γκούρας, Θεόδωρος Γρίβας, οι Δεληγιανναίοι,  Ασημάκης Φωτήλας, κλπ.. Από τους παραπάνω σκοτώθηκαν οι Πάνος Κολοκοτρώνης και Οδυσσέας Ανδρούτσος.
Η ιστοριογραφία μας επεχείρησε να προσεγγίσει τα διάφορα ιστορικά γεγονότα και ζητήματα, χωρίς όμως, όπως προελέχθη, να αμφισβητήσει και να απομακρυνθεί από το κυρίαρχο θέμα του χαρακτήρα της επανάστασης, αυτό της απελευθέρωσης. Υπήρξαν βεβαίως ζητήματα διαφορετικών προσεγγίσεων και ερμηνειών, σχετιζόμενα  με τις αιτίες, τις κινητήριες δυνάμεις της, τον χαρακτήρα της. Δεν έλειψαν βεβαίως και κάποιοι αναχρονισμοί, ερμηνείες δηλαδή που τόνισαν τον κοινωνικό της χαρακτήρα, παρουσιάζοντας μιαν αστική τάξη που δεν υπήρχε ωστόσο, στη μορφή, τουλάχιστον που επιχειρήθηκε να εμφανιστεί.
Όμως ποτέ δεν υπήρξαν γενικεύσεις και αναχρονισμοί, αντίστοιχοι με αυτούς που εμφανιστήκαν εδώ και μερικά χρόνια για την εθνική αντίσταση (1940-1944), όπου, εκκινώντας από τα όσα ακολούθησαν στον εμφύλιο, (1946-1949), επιχειρήθηκε από μικρή μερίδα επιστημόνων (με βασικούς εκπροσώπους τους Καλύβα και Μαραντζίδη), να μετατοπιστεί η έναρξη του εμφυλίου, εντός της περιόδου της εθνικής αντίστασης (1943 αντί του 1946). Η προσέγγιση όμως αυτή συμβάλλει στην απαξίωση των αγωνιστών της εθνικής αντίστασης, και ιδίως του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ, ενώ παράλληλα, αντικειμενικά αναβαθμίζει ιστορικά, δια της υποβάθμισης του προδοτικού τους ρόλου, τους χίτες, ταγματασφαλίτες και δοσίλογους. Η αναβάθμιση είναι αυτονόητη από τη στιγμή που οι συγκρούσεις κατά την περίοδο 1943-44 μεταξύ του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και των χιτών, ταγματασφαλιτών και δοσιλόγων επιχειρείται να εμφανιστούν ως εμφύλιος πόλεμος, ως πόλεμος δηλαδή μεταξύ Ελλήνων, με κίνητρα εν πολλοίς προσωπικές αντιδικίες, υποτιμώντας κατά τρόπο κραυγαλέο την αντίσταση κατά των κατακτητών Γερμανών.
Οι εμφύλιες συρράξεις κατά την περίοδο των χρόνων της επανάστασης του ’21 δεν οδήγησε τους ιστορικούς στην υπερεκτίμησή τους, ούτε σε διαφοροποίηση του βασικού χαρακτηριστικού της, ως επανάστασης κατά των Οθωμανών, ανεξαρτήτως των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της (εθνικό, κοινωνικό στοιχείο). Επίσης, η θέση που έλαβαν οι διάφοροι πρωταγωνιστές της επανάστασης στις εμφύλιες αυτές συρράξεις, δεν οδήγησε τους ιστορικούς να αμφισβητήσουν την προσφορά τους στην ίδια την επανάσταση. Τέλος δεν αμφισβητήθηκε η προσφορά των πρωταγωνιστών της επανάστασης από το γεγονός ότι απέκτησαν περιουσιακά στοιχεία (ιδίως γη) στη διάρκεια του αγώνα ή λίγο μετά, λόγω της συμμετοχής τους στις πολεμικές επιχειρήσεις. Μπορεί σε κάποιες βιογραφίες να αποσιωπήθηκαν αρνητικά γεγονότα που συνδέονται με τους πρωταγωνιστές της Επανάστασης του ’21, σε καμιά όμως περίπτωση δεν επιχειρήθηκε η αποκαθήλωσή τους εξ αιτίας της συμμετοχής τους στις εμφύλιες συρράξεις.
Υπάρχει συμφωνία μεταξύ των ιστορικών, ότι οι δύο εμφύλιοι πόλεμοι περιορίζονται στην περίοδο 1823-25. Δύο χρόνια αργότερα, το 1827, υπό την πίεση του Ιμπραήμ διάφορα χωριά της Πελοποννήσου προσκυνούσαν (η γνωστή ιστορία του Νενέκου), γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα την σφοδρότατη αντίδραση του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, εναντίον των προσκυνημένων Ελλήνων. Η ένοπλη αυτή αντιπαράθεση μεταξύ των Ελλήνων που συνέχιζαν τον αγώνα τους εναντίον του Ιμπραήμ και εκείνων που είχαν προσκυνήσει σ’ αυτόν, δεν οδήγησε κάποιους ιστορικούς να χαρακτηρίσουν και την περίοδο αυτή ως εμφύλιο πόλεμο, με μοναδικό στοιχείο ότι οι Έλληνες αντιμάχονταν άλλους Έλληνες.
Η στάση του Θ. Κολοκοτρώνη απέναντι στην κατηγορία αυτή των Ελλήνων είναι γνωστή με τη φράση του «Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους». Επειδή ίσως από κάποιους η φράση αυτή, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως σχήμα λόγου, θυμίζουμε την επιστολή που απέστειλε ο Θ. Κολοκοτρώνης «προς άπαντας τους κατοίκους Νεζερών και Πάτρας, ιερείς και λαϊκούς μικρούς και μεγάλους, άνδρας και γυναίκας».[7]
Προειδοποιούνται  στην επιστολή αυτή οι κάτοικοι των χωριών αυτών, για μια τελευταία φορά, να μετανοήσουν «δια την αιχράν πράξιν» που διέπραξαν, να προσκυνήσουν δηλαδή τον Ιμπραήμ. Μάλιστα τονίζεται ότι ανεξάρτητα της αιτίας που οδηγήθηκαν σ’ αυτήν την πράξη, οφείλουν εντός δύο ημερών να μετανοήσουν. Αν δεν το πράξουν, «τα στρατεύματα του έθνους» θα εισβάλλουν στα χωριά τους, θα τους γδύσουν», θα τους σκοτώσουν,  «να μην αφήσουν τίποτα» και όλα τα υπάρχοντά τους (χωράφια, αμπέλια, σπίτια), θα δημευθούν («θα γίνουν εθνικά»). Δηλαδή, εν ολίγοις, αυτά που γλύτωσαν προσκυνώντας τον Ιμπραήμ, τις ζωές τους και τα υπάρχοντά τους, εφόσον δεν μετανοήσουν, απειλούνται να τα χάσουν στο διηνεκές.    
Ο Μελετόπουλος, συμπολεμιστής του Θ. Κολοκοτρώνη, αναφερόμενος στους προσκυνημένους, μετά την καταστροφή των Ελλήνων στα Τσετσεβά τον Ιούλιο του 1827, θέτει ως προτεραιότητα το «ξεπάστρεμα» των προσκυνημένων Ελλήνων: «…και τα στρατεύματα να προφτάσουν το γρηγορώτερον να κινηθώμεν κατά των απίστων τουρκοπροσκυνημένων, ότι αν δεν ξεπαστρέψωμεν πρώτον αυτούς τους αντίχριστους, δεν ημπορούμεν κατά των τουρκών να προοδεύσωμεν …»[8]
Η τακτική αυτή του Κολοκοτρώνη είχε αποτελέσματα, εφόσον κάποια χωριά μετανόησαν και τάχθηκαν με τα ελληνικά στρατεύματα και αναχαιτίστηκε εν γένει το «προσκύνημα».
Οι κρίσεις με τις οποίες επεκτείνεται ο εμφύλιος του 1946-49 εντός του χρόνου της εθνικής αντίστασης εμπεριέχουν το στοιχείο του αναχρονισμού, με τη λογική ότι όπου μάχονται έλληνες εναντίον ελλήνων έχουμε εμφύλιο, ανεξάρτητα αν η μια μερίδα των ελλήνων έχει συμπαραταχθεί με τον κατακτητή, ενώ ταυτόχρονα προσεγγίζει τα γεγονότα με κριτήρια ηθικολογικά, ξεχνώντας ότι στο πόλεμο οι αξίες έχουν εν πολλοίς αντιστραφεί. Η εξόντωση του αντιπάλου, η καταστροφή του χώρου κατοίκησης, των υποδομών, κλπ., δεν θεωρείται απαξία αλλά πλήρως νομιμοποιημένος στόχος, που θα οδηγήσει στη νίκη.   

Ο Κωνσταντίνος Γκότσης είναι ιστορικός

[1]. Έτσι με τα Συντάγματα της Επιδαύρου, του Άστρους και της Τροιζήνος Έλληνες θεωρήθηκαν, μεταξύ των άλλων, όσοι  αυτόχθονες κάτοικοι της Επικράτειας της Ελλάδας πιστεύουν στον Χριστό. Για τους ετερόχθονες όμως, από τα παραπάνω Συντάγματα, τέθηκαν διάφοροι όροι και προϋποθέσεις, προκειμένου να θεωρηθούν Έλληνες.     
[2] . Ροτζώκος Ν., «Οι εμφύλιοι πόλεμοι. Το ζήτημα της εξουσίας στην επανάσταση», στο Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, 1770-2000, τομ. 3,  Η Ελληνική επανάσταση, 1821-1832, σ. 143-170, ιδιαίτερα σ. 144-145.
[3] . Ροτζώκος Ν., ό.π., σ. 146-147
[4] . Ροτζώκος Ν., ό.π., σ. 147
[5]. Σύμφωνα με το Σύνταγμα της Τροιζήνος του 1827, εκτός από τους αυτόχθονες, Έλληνες επίσης είναι «όσοι από τους υπό τον Οθωμανικόν ζυγόν, πιστεύοντες εις Χριστόν, ήλθαν και θα έλθωσιν εις την Ελληνικήν Επικράτειαν, δια να συναγωνισθώσιν ή να κατοικήσωσιν εις αυτήν».
[6]. Αντιφατικές όμως με ποια έννοια; Υπάρχει μήπως μια «κανονικότητα», ένα πρότυπο, που οι πρωταγωνιστές αυτοί δεν ακολουθούσαν; Η μήπως εν τέλει η «κανονικότητα» εμπεριέχει όλες αυτές τις «αντιφάσεις»;
[7]. Η επιστολή αυτή, έχει επί λέξει ως εξής: «Ως γενικός αρχηγός, και πατριώτης, ως έλλην και χριστιανός σας έγραψα, σας εσυμβούλευσα και σας παρακίνησα να μετανοήσετε δια την αιχράν πράξιν, όπου επράξατε, αλλ’ ως σήμερον είτε αναισθητούντες είτε απατούμενοι από άλλους δεν μετανοήσατε. Πατριώται! το έθνος είναι εύσπλαγχον, συγχωρεί τους αμαρτάνοντες εις αυτό, δια τούτο σας συμβουλεύω να μετανοήσετε εξ όλης της καρδίας και αύριον Πέμπτην έως Παρασκευήν το πρωί να ελθήτε εις εμένα να ομιλήσωμεν και προσωπικώς, και να σας συγχωρήσω εξ ονόματι του έθνους το σφάλμα σας· αν εις αυτήν την διορίαν δεν ελθήτε θα μετανοήσετε ανωφελώς· και το κρίμα εις τον λαιμόν σας, διότι θα πέσουν τα στρατεύματα του έθνους εις τα χωρία σας να σας γδύσουν, να σας σκοτώσουν, να μην αφήσουν τίποτα, και τα χωράφιά σας, τα αμπέλια σας, τα οσπίτια σας θα γίνουν εθνικά· αν όμως ελθήτε σας κάμνω όρκον ως στρατιώτης, ότι δεν θα πειραχθήτε ούτε μίαν τρίχα, και διαλέξτε το καλλίτερον δια να μην παραπονήσθε ύστερον.
13 Ιουλίου 1827
Ο Γεν. Αρχηγός  των Πελ. στρατευμάτων.
 Θ. Κολοκοτρώνης».
Παρατίθεται από τον Τ. Σταματόπουλο, Οι τουρκοπροσυνημένοι και ο Κολοκοτρώνης, Κάλβος, σ. 42, υποσημείωση 2, καθώς και από τον Δ. Δημητρόπουλο, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Τα Νέα – Ιστορική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2009, σ. 68.
[8]. Τ. Σταματόπουλος, ό.π., σ. 47.

Δεν υπάρχουν σχόλια: