4/10/14

Το χάρισμα των Γλωσσών και η ευθύνη της δημοσιογραφικής βιβλιοκρισίας

ΤΗΣ ΤΖΙΝΑΣ ΠΟΛΙΤΗ

Στις 14.9.2014 διάβασα στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ τη βιβλιοκρισία της κ. Νένας Κοκκινάκη «Ένα έργο αναφοράς» που αφορούσε τη μετάφραση του διάσημου έργου του Τζέφρυ Τσώσερ, Οι Ιστορίες του Καντέρμπερυ από τα μεσαιωνικά αγγλικά στα ελληνικά από τον κ. Δημοσθένη Κορδοπάτη (Εκδόσεις Μελάνι, 2014). Η αναφορά της κ. Κοκκινάκη στον John Dryden, τον «οξυδερκή» κατά την κρίση της «σχολιαστή» του Τσώσερ, τον οποίο o Dryden αποκάλεσε «πατέρα της αγγλικής ποιήσεως», με άφησε να καταλάβω ότι η κ. Κοκκινάκη είχε εντρυφήσει στην πραγματεία του Dryden, Fables Ancient and Modern (1700),[i] και άρα οι βαθύτατες περί του θέματος γνώσεις της δικαιολογούσαν την απόφανσή της ότι ο μεταφραστής των Ιστοριών είναι «από τους πλέον εμβριθείς μελετητές του Τζέφρυ Τσώσερ και της γλώσσας του».[ii]
Καθώς αγνοούσα την έκδοση αυτού του βιβλίου, αναζήτησα στο διαδίκτυο περισσότερες πληροφορίες. Εκεί, διάβασα με μεγάλο ενδιαφέρον τη βιβλιοκρισία του κ. Α. Βιστωνίτη (Το ΒΗΜΑ 15.4.2014) όπου γράφει ότι «η έκδοση ... για πρώτη φορά του συνόλου των Ιστοριών του Καντέρμπερυ μεταφρασμένων από το πρωτότυπο, δηλαδή από τα μεσαιωνικά αγγλικά στα οποία γράφτηκαν, είναι σημαντική προσφορά στο απαιτητικό κοινό». Κρίνει δε ότι ο μεταφραστής μετέφερε «το περιεχόμενο ... σε ωραία ελληνικά», ενώ μερίμνησε ώστε το βιβλίο να «συνοδεύεται από τις αναγκαίες σημειώσεις» που βοηθούν στην κατανόηση του κειμένου.
O κ. Γιάννης Πλαχούρης στο diastixo (13.6.2014) θεωρεί τη μετάφραση αυτή «υπόδειγμα στο σύνολό της ... που διακρίνεται για το θάρρος, για την παιδεία και για τη δεινότητά της». Αναφέρεται επίσης και «στις πολλές καίριες υποσημειώσεις που συνοδεύουν τη μετάφραση» επισημαίνοντας ότι «μαζί με την εισαγωγή αποτελούν ένα σημαντικό έργο μέσα στο έργο».
Διαβάζοντας αυτές τις βιβλιοκρισίες, ένα επιτακτικό ερώτημα άρχισε να με απασχολεί. Εξ όσων γνωρίζω, θεωρείται διεθνώς εκ των ων ουκ άνευ ότι προκειμένου να κρίνει κανείς μια μετάφραση πρέπει να γνωρίζει καλά τη γλώσσα στην οποία γράφτηκε το πρωτότυπο και βεβαίως να το έχει διαβάσει. Δεν αμφισβητώ την ικανότητα των παραπάνω κριτικών να κρίνουν την ελληνική αφήγηση των Ιστοριών. Το ερώτημα είναι αν γνωρίζουν τα μεσαιωνικά αγγλικά, ώστε να συγκρίνουν και να κρίνουν την ελληνική μετάφραση.

Το ερώτημα αυτό γέννησε και ένα δεύτερο, όταν με έκπληξη πληροφορήθηκα ότι ο μεταφραστής δεν διέθετε κανένα από τα τυπικά, επιστημονικά προσόντα που προϋπέθεταν τη μετάφραση του Τσώσερ από τα μεσαιωνικά αγγλικά. Όπως διάβασα στο BiblioNet, ο κ. Κορδοπάτης «έλαβε πτυχίο νομικής από το Πανεπιστήμιο Αθηνών, και εισήλθε στον εισαγγελικό κλάδο του Δικαστικού Σώματος όπου υπηρέτησε επί 34 χρόνια». Το ερώτημα αυτό βρήκε μια κάποια απάντηση στη συνέντευξη που έδωσε ο μεταφραστής στην κ. Νόρα Ράλλη (Η ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ, 11.7.2014). Η δημοσιογράφος έθεσε την εξής ερώτηση: «Γιατί προτιμήσατε τη μετάφραση απευθείας από τα μεσαιωνικά αγγλικά, αντί του εύκολου δρόμου, δηλαδή από τα σύγχρονα; » Η απάντηση του μεταφραστή ήταν ότι αγαπούσε από νέος «τα μεσαιωνικά κείμενα» κι ότι ήδη από τότε είχε αρχίσει να μεταφράζει τα «μυστήρια» (Mystery plays), παρότι η γλώσσα τους είναι «λίγο πιο δύσκολη από του Τσόσερ». Καταλήγει δε λέγοντας: «πιο εύκολα διαβάζω Τσόσερ από το πρωτότυπο, παρά τους σημερινούς Εγγλέζους θεατρικούς συγγραφείς που μου είναι σχεδόν ακατανόητοι!».
Προφανώς, η κ. Ράλλη δικαίως υποθέτει ότι θα πρέπει να υπάρχουν πολλές μεταφράσεις των Ιστοριών στα σύγχρονα αγγλικά. Πράγματι υπάρχουν. Μάλιστα, ο Dryden ήταν από τους πρώτους μεταφραστές μερικών Ιστοριών και από τότε ακολούθησαν πολλές έμμετρες μεταφράσεις. Εξ όσων γνωρίζω, η πρώτη μετάφραση του συνολικού έργου στα σύγχρονα αγγλικά και σε πεζό λόγο, ήταν από τον διακεκριμένο μεσαιωνιστή Robert Mayer Lumiansky που εκδόθηκε το 1948, και έκτοτε επανεκδίδεται τακτικά. Το ενδιαφέρον αυτής της μετάφρασης είναι ότι εκ συμπτώσεως εμφανίζει, πέραν του πεζού λόγου, και μιαν άλλη ομοιότητα με την ελληνική: ο Lumianski, όμοια με τον Έλληνα μεταφραστή, αποφάσισε να αποδώσει σε περίληψη τις δύο ιστορίες που έγραψε ο Τσώσερ σε πρόζα, με το σκεπτικό ότι το θεολογικό και ηθικοπλαστικό τους περιεχόμενο θα ήταν άκρως βαρετό για τον σύγχρονο αναγνώστη.
 Χάρη σ’ αυτές τις βιβλιοκρισίες και συνεντεύξεις λοιπόν έμαθα ότι ο μεταφραστής του Τσώσερ ήταν αυτοδίδακτος και αφοσιωμένος μελετητής της μεσαιωνικής αγγλικής γλώσσας και λογοτεχνίας. Έσπευσα λοιπόν να αγοράσω το βιβλίο. Εκεί, διαπίστωσα ότι η παρατήρηση του κ. Πλαχούρη πως «οι καίριες σημειώσεις ... μαζί με την εισαγωγή αποτελούν ένα σημαντικό έργο μέσα στο έργο» ευσταθούσε απολύτως. Πράγματι, το βιβλίο αυτό εμφανίζει την εξής ιδιομορφία: ενώ η μετάφραση των Ιστοριών απευθύνεται στο ευρύ κοινό ως ανάγνωσμα ψυχαγωγίας, η Εισαγωγή και οι Σημειώσεις εντάσσονται στο πλαίσιο της εξειδικευμένης, επιστημονικής έρευνας.
 Έτσι, στην Εισαγωγή, ο μεταφραστής δεν περιορίζεται σε ένα σύντομο βιογραφικό σημείωμα για το ευρύ κοινό. Όπως στις εκδόσεις των Ιστοριών που προορίζονται για πανεπιστημιακή χρήση, o μεταφραστής προβαίνει σε μια λεπτομερέστατη αφήγηση της οικογενειακής και προσωπικής ζωής του συγγραφέα, σε συνδυασμό με ιστορικά, πολιτισμικά και λογοτεχνικά συμβάντα της εποχής του. Αναφέρεται διεξοδικά στην επιρροή που τυχόν άσκησαν ξένοι λογοτέχνες στη σύνθεση των Ιστοριών - θέμα που απασχόλησε ευθύς εξαρχής την έρευνα και παραμένει ακόμα ανοικτό, ενώ προβαίνει και σε μια εξειδικευμένη παρουσίαση και ανάλυση της στιχουργικής του Τσώσερ, παρά το γεγονός ότι η μετάφρασή του είναι σε πρόζα.
Δυστυχώς, ως είθισται σε τέτοιας μορφής «Εισαγωγή», o συγγραφέας παραλείπει να παραπέμψει τους αναγνώστες του έστω και σε μία μόνο βιβλιογραφική πηγή! Δημιουργεί έτσι στον αφελή αναγνώστη την λανθασμένη εντύπωση ότι ο συγγραφέας ήθελε να παρουσιάσει όλες αυτές τις εξειδικευμένες πληροφορίες ως αποτέλεσμα δικής του έρευνας. Το σημαντικότερο στοιχείο της Εισαγωγής αφορά στo πρωτότυπο κείμενο που χρησιμοποιήθηκε, προκειμένου να μεταφραστούν από τα μεσαιωνικά αγγλικά στα ελληνικά Οι Ιστορίες του Καντέρμπερυ. Σχετικά με το θέμα αυτό ο μεταφραστής μας πληροφορεί: Η παρούσα μετάφραση έγινε από τα μεσαιωνικά αγγλικά και συγκεκριμένα από το MS Harley 7334 της British Library σε συνδυασμό προς το MS Peniarth 392{sic} της National Library of Wales και το MS Ellesmere 26c9 της βιβλιοθήκης Huntington του Σαν Μαρίνο, Καλιφόρνια, χειρόγραφα παραχθέντα πιθανόν σε εργαστήριο αντιγραφής του Λονδίνου κατά την πρώτη δεκαετία μετά το θάνατο του Τσώσερ. Κράτησα όμως τη σειρά των ιστοριών του Skeats Oxford edition. Εδώ, μόνο απεριόριστο θαυμασμό μπορεί να εκφράσει κανείς και να θέσει εκ νέου το ερώτημα της κ. Ράλλη: - Γιατί προτιμήσατε να κάνετε τη μετάφραση απευθείας από τα χειρόγραφα, αντί του εύκολου δρόμου, δηλαδή από μια έγκυρη, επιστημονική έκδοση;
Η ανάγνωση και κατανόηση ιδιαίτερα παλαιών χειρογράφων, όπως είναι γνωστό, προϋποθέτει εξειδικευμένες, πανεπιστημιακές γνώσεις ανωτάτου επιπέδου, π.χ., παλαιογραφίας και διαλεκτολογίας, ιδιαίτερα δε στην περίπτωση των περίπου 90 χειρογράφων των Ιστοριών που έχουν διασωθεί, τις ορθογραφικές, γραμματικές και συντακτικές ελευθερίες που τυχόν έπαιρναν οι διάφοροι αντιγραφείς. Φαίνεται ότι ο μεταφραστής ξεπέρασε και αυτό το εμπόδιο έχοντας διδαχτεί κατ’ ιδίαν τα παραπάνω.
Ένα άλλο ερώτημα που προκύπτει είναι ότι δεν αναφέρεται πουθενά αν τα χειρόγραφα που χρησιμοποιήθηκαν ήταν από κάποια έντυπη ή άλλης μορφής ανατύπωση των πρωτοτύπων. Αφήνεται έτσι να εννοηθεί ότι όλη αυτή η επίμοχθη εργασία της μετάφρασης διεξήχθη εντός των βιβλιοθηκών που αναφέρονται. Εδώ, πραγματικά, βρισκόμαστε μπροστά στο αδιανόητο! Οι κανόνες των βιβλιοθηκών και οι όροι πρόσβασης σε χειρόγραφα, ιδιαίτερα παλαιών αιώνων, είναι τόσο αυστηροί, ώστε ακόμα και ένας διακεκριμένος Άγγλος καθηγητής της μεσαιωνικής γλώσσας και λογοτεχνίας, θα συναντούσε την άρνηση πρόσβασης σε αυτά από την British Library και κάθε άλλη βιβλιοθήκη. Φαίνεται πως ο κ. Κορδοπάτης, πτυχιούχος Νομικής Σχολής, κατάφερε να πείσει τους βιβλιοθηκονόμους ότι ήταν απαραίτητο να μεταφράσει τις Ιστορίες του Καντέρμπερυ στα ελληνικά κατευθείαν από τα πρωτότυπα, μεσαιωνικά χειρόγραφα και του είπαν: Περάστε!
Τέλος, μας πληροφορεί στην Εισαγωγή ότι μετέφρασε μεν από τα χειρόγραφα αλλά, όπως σημειώνει: «Κράτησα όμως τη σειρά των ιστοριών της Skeats Oxford Edition (1894). Εδώ, ίσως θα έπρεπε να μας εξηγήσει, μιας και θέτει το πρόβλημα, γιατί ακολούθησε τη σειρά του Skeat και όχι τη μεταγενέστερη του F. N. Robinson, Cambridge, Mass., 1933, την οποία τυχαίνει να έχω στη βιβλιοθήκη μου. Η έκδοση του Skeat, εμπεριέχει μιαν εκτεταμένη, πολλών σελίδων Biographical Introduction και λεπτομερή σχόλια. Ωστόσο, παρότι την συμβουλεύτηκε ο μεταφραστής για τη «σειρά» των Ιστοριών, εντούτοις αποφάσισε να αγνοήσει τόσο τις βιογραφικές πληροφορίες, όσο και τα σχόλια που παρέχει, αφού σε ΣΗΜΕΙΩΜΑ μας πληροφορεί ότι: «Όλες οι σημειώσεις είναι του Μεταφραστή».
Γιατί τόσος μόχθος, τη στιγμή που υπάρχει η Variorum έκδοση με πλήθος σχόλια πολλών σχολιαστών, και όλες, μα όλες οι σοβαρές εκδόσεις των Ιστοριών, ακόμα και εκείνες που έχουν μεταφραστεί στα σύγχρονα αγγλικά, βρίθουν σχολίων; Φαίνεται, ότι αυτή η συνήθεια αποτελεί πλέον παράδοση την οποία ακολουθούν πολλοί Έλληνες μεταφραστές-λόγιοι: ενώ κάθε λέξη των διάσημων συγγραφέων που μεταφράζουν έχει σχολιαστεί, επιμένουν να τα ανακαλύπτουν όλα μόνοι τους από την αρχή! Κρίμα! Γιατί αν η μετάφραση αυτή είχε γίνει από τα σύγχρονα αγγλικά και δεν συνοδευόταν από το επιστημονικοφανές περικείμενο, ο κ. Κορδοπάτης θα άξιζε κάθε έπαινο.

Η Τζίνα Πολίτη είναι Ομότιμη Καθηγήτρια της Αγγλικής Λογοτεχνίας

[i] Βλέπε: English Prose and Poetry 1660-1800, eds. O.Shepard &P.S.Wood, The Riverside Press, Cambridge, Mass., 1962.
[ii] Φαντάζομαι ότι η κ. Κοκκινάκη δεν εννοεί «διεθνώς» αλλά εν Ελλάδι, θεωρώντας βεβαίως ότι ξεπερνά σε γνώσεις ακόμα και την διακεκριμένη, διεθνούς φήμης καθηγήτρια της Μεσαιωνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας κ. Κάριν Μπόκλουντ-Λαγοπούλου και άλλα μέλη, με λιγότερες από αυτήν γνώσεις, που διδάσκουν στα τμήματα Αγγλικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας του Αριστοτελείου και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου. 

Σουβενίρ, 2014, μολύβι σε χαρτί, 32 x 40 εκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: