ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ
ΝΟΥΤΣΟΥ
Προσκομίζω ξανά και ξανά ορισμένες απόψεις για την
ανάγκη σχεδιασμού και ανάδυσης μιας «αντικοινωνίας», σφήνας στην πλάτη της
κοινωνίας που μας περιβάλλει και με επίκεντρο ό,τι θα ονόμαζα «αγορατολμία»:
α) Η δραστηριοποίηση της «κοινωνίας των
πολιτών» στην αντιμετώπιση των πολιτικών θεσμών, στους οποίους συμπυκνώνονται
οι ταξικές κοινωνικές σχέσεις και με τους οποίους συντελείται η διεργασία
εκβίασης της κοινωνικής συναίνεσης. Πρόκειται για μια πολυμέτωπη αμφισβήτηση
που αρχίζει από τους κανόνες για την καταστολή των ορμών και την καθιέρωση μιας
«επιτρεπτής» συμπεριφοράς, που θα εγγυάται τη διάρκεια και τη συνοχή του
κοινωνικού συνόλου, και κλείνει με το γεγονός της χειραγώγησης του λόγου –ως
έκφρασης και σκέψης– που νομιμοποιεί τις κυρίαρχες κοινωνικές δομές.
β) Η ανάδυση μιας πολλαπλής
«υποκειμενικότητας» που, χωρίς να οπισθοχωρεί προς την ιδιώτευση (ήδη ο
«ιδιώτης», σε αντίθεση με το «κοινός» ή το «δημοτικός», εξέφραζε την
παθολογία της αρχαίας ελληνικής πόλης), αποδεσμεύεται από τα παραδεδομένα
σχήματα ιδεών και αναζητά νέες μορφές για να νοηματοδοτήσει την καθημερινή
εμπειρία των μετόχων της.
γ) Η συνεχής μείωση του εργάσιμου
χρόνου, όχι βέβαια ως σύμπτωμα και ως τρόπος αντιμετώπισης της ανεργίας, και η
σύμφυτη προσδοκία, στους κόλπους όμως μιας αυτοδιαχειριζόμενης κοινωνίας, η
κοινωνικά αναγκαία εργασία να καλύπτει με αξιοπρεπείς πια συνθήκες ένα μικρό
μέρος της δραστηριότητας των μελών της.
δ) Η άμεση απάντηση στην πλήρη
εμπορευματοποίηση του διαθέσιμου χρόνου, την οποία επέβαλε ο μονοπωλιακός
καπιταλισμός με την καταναλωτική του
εκδίπλωση και με την προσαγωγή του «περιττού» πριν από το «αναγκαίο»,
μπορεί να προκύψει ως αυθόρμητη ή οργανωμένη αντίσταση στην καταστροφή των
δυνατοτήτων «αυτοέκφρασης».
ε)
Η επίγνωση ότι η ληστρική εκμετάλλευση της φύσης δεν αφορά απλώς τα όρια της
τεχνολογικής εξέλιξης, αλλά πρώτιστα το ενδεχόμενο της αυτοκαταστροφής
ολόκληρης της ανθρώπινης κοινωνίας, που βέβαια στις περισσότερο αναπτυγμένες
μορφές της απέκτησε –μέσω των τεχνολογικών της επιτεύξεων– συγκεντρωτική,
ιεραρχική και αστυνομευόμενη δομή.
στ) Η βαθιά ανάξεση των ριζών της ανισότητας των δύο
φύλων, κυρίως με τη συνδρομή του κινήματος της γυναικείας χειραφέτησης (παρά
τις παραλλαγές ή τις αυξομειώσεις της δυναμικής του), οδήγησε στην ευρύτερη
αναγνώριση ότι οι σχέσεις ανάμεσα στον άντρα και τη γυναίκα δεν μεταβάλλονται
με τον ίδιο τρόπο που αλλάζουν οι οικονομικές συνθήκες.
ζ) Η απαίτηση των νέων,
που εντάσσονται μέσω του σχολείου και της οικογένειας στο κοινωνικό γίγνεσθαι,
να αποτινάξουν τους εγχαρασσόμενους «ρόλους» και να καταστήσουν ανενεργά τα
αξιολογικά μέτρα των «μεγάλων».
Αυτή η πολυκεντρική αμφισβήτηση της
εξουσίας των πολιτικών θεσμών, της ετερονομίας, της μισθωτής εργασίας, της
μετατροπής των αξιών χρήσης σε εμπορεύσιμα καταναλωτικά προϊόντα, της καταστροφής
του φυσικού περιβάλλοντος, της «ειρηνικής» χρήσης της πυρηνικής ενέργειας, της
ανισότητας των φύλων, της παρεχόμενης εκπαίδευσης, εγγράφεται ως εναλλακτική
πρόταση που αφορά τόσο το χρόνο εργασίας όσο και τον ολοένα αυξανόμενο χρόνο
της «σχόλης».
Η
αντίθεση προς όλην την κλίμακα των μορφών κοινωνικής εξαθλίωσης και
ανελευθερίας περνά τόσο από τα ζητήματα του εργάσιμου χρόνου (δηλαδή συνάπτεται
με τη δράση των ομόλογων εργατικών ενώσεων, χωρίς να λανθάνει η αυξομείωση της
δυναμικής τους και η προϊούσα ενσωμάτωση στην κατεστημένη «λογική» των
πραγμάτων) όσο και από τα αιτήματα του υπό διάθεση χρόνου, τα οποία κατά τις
τελευταίες δεκαετίες ανέδειξαν τα «νέα κοινωνικά κινήματα». Ως προς την
προοπτική ανάδυσης, εδώ και χρόνια, ενός «Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Κινήματος», με
την αξίωση να εκπροσωπήσει μια «ρεαλιστική ουτοπία», στο πλαίσιο διεκδικήσεων
της «κοινωνικής λογικής» («sozialer
Verstand»)
με επίκεντρο τους ταξικούς συσχετισμούς και τις σύστοιχες ανισότητες, μπορεί
πράγματι να συσπειρώσει «διαφορετικές πλην συγκλίνουσες προσπάθειες και
αναμετρήσεις», με την «ίδια αγωνία για την προάσπιση όλων των απροστάτευτων της
νεοφιλελεύθερης πολιτικής». Μια τέτοια δυνατότητα δεν καλλιεργεί ψευδαισθήσεις
ως προς τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα που «βολεύονται με τις αυξανόμενες
ανισότητες και την εργασιακή προσωρινότητα, καθώς πρώτο τους μέλημα είναι να
διαχειρίζονται την καθεστηκυία οικονομική τάξη, ώστε να διαφυλάσσεται ο τρόπος
διαχείρισης του κράτους».
Προφανώς μια τέτοια συστράτευση δεν
αφυδατώνεται σε μια ευχή ότι «ίσως η κατανόηση του κόσμου γύρω μας είναι ευθύνη
όλων των πολιτών», όπως θα προτιμούσαν όσοι/όσες βαφτίζουν την προσωπική τους
μετακίνηση σε ιστορική χρεοκοπία του συνόλου της «Αριστεράς» ή όπως αλλιώς θα
ονομάζονται οι πολυσθενείς εναλλακτικοί πυρήνες αντίστασης στη θεσμοποιημένη διαδικασία
παραγωγής και αναπαραγωγής του «αγοραφοβικού» λόγου και της οικείας πρακτικής.
Μ’ αυτήν την έννοια καθίσταται προγνώσιμη η συνεύρεση όλων των «υπαρχουσών
οργανωτικών και πνευματικών δυνάμεων αντίστασης στη νεοφιλελεύθερη πολιτική,
δρώντας σε πλήρη ανεξαρτησία από κόμματα και κυβερνήσεις». Αν παραφράσουμε τα Grundrisse, η
κοινωνική κριτική δεν «παράγει» μόνο ένα αντικείμενο για το υποκείμενο, αλλά
και αντίστροφα, ένα υποκείμενο για το αντικείμενο.
Απ’ αυτήν την άποψη η «Δεξιά» συνιστά την πολιτική συμπύκνωση των θεσμών της
«αγοραφοβίας», δηλαδή των θεσμών που «νομιμοποιούν» τους εξουσιαστικούς
μηχανισμούς της κοινωνίας με επίκεντρο την «αγορά» ως σύμφυση του οικονομικού,
πολιτικού και πολιτιστικού πεδίου κατά την (ανα)παραγωγή των κοινωνικών
ανισοτήτων. Για την Αριστερά όμως εκείνη που λειτουργεί ως εναλλακτικός πυρήνας
αντίστασης στη θεσμοποιημένη διαδικασία διάχυσης του αγοραφοβικού λόγου και της
οικείας πρακτικής, που δεν κλαίει τα «περασμένα μεγαλεία», που αντιλαμβάνεται
ότι ένας νέος κόσμος γεννιέται, που ήδη δεκαετίες τώρα έχει αφουγκρασθεί το
μήνυμα ότι ο σοσιαλισμός ή θα είναι δημοκρατικός ή δεν θα υπάρξει, που
καλοδέχθηκε τη «διαλεκτική ένταση» κόμματος και κοινωνικών κινημάτων, που είδε
με ανακούφιση τη διαρκή γονιμοποίηση της οργανωμένης πολιτικής δύναμης από την
αυτόβουλη πρωτοβουλία του ανήσυχου κοινωνικού σώματος, υπάρχουν προϋποθέσεις
για μια καινούρια άνοιξη διαρκείας. Αρκεί να το πιστέψει και ο ηγετικός
μηχανισμός της αντιδοτήριας Αριστεράς, τηρώντας πάντως την οδηγία πλεύσης:
«Μην αμελήσετε.
Πάρτε μαζί σας
νερό.
Το μέλλον μας
έχει πολύ ξηρασία».
Ο
Παναγιώτης Νούτσος διδάσκει Κοινωνική και Πολιτική Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο
Ιωαννίνων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου