ΤΟΥ
ΧΡΗΣΤΟΥ ΛΑΣΚΟΥ
DAVE GOLDBERG –JEFF BLOMQUIST, Οδηγός
Χρήσης του Σύμπαντος, Μετάφραση: Αυγή Σαράφη, εκδόσεις
Κλειδάριθμος, σελ. 334
Μπορώ να φτιάξω μια χρονομηχανή; Να
είμαι σε δύο μέρη ταυτόχρονα;
Παραδοξόνια
που μεγαλώνουν μέχρι να πνίξουν τον κόσμο! Οδηγίες για την κατασκευή μιας
φοβερής μηχανής τηλεμεταφοράς και τη μετατροπή της έπειτα σε χρονομηχανή!
Εικασίες για την πιθανότητα αφανισμού μας (κι ακόμα πιο απίστευτες εικασίες για
την πιθανότητα να βρισκόμαστε σε δύο μέρη ταυτόχρονα)!
Με αυτές τις αναφορές στη θεματική του βιβλίου
των Γκόλντμπεργκ -Μπλόμκουιστ το συστήνει ένθερμα ο φυσικός Τζόναθαν Γουάινερ.
Και, μ’ αυτόν τον τρόπο, μας πληροφορεί πως πρόκειται για κάτι που μοιάζει
απολύτως με πόνημα επιστημονικής φαντασίας.
Δεν
είναι, όμως. Για βιβλίο Φυσικής πρόκειται. Άλλο ζήτημα το γεγονός πως η
επιστημονική φαντασία, ακόμη και η πιο προωθημένη, εδώ και καιρό αγκομαχάει
πίσω από τις επιστημονικές εξελίξεις στον χώρο της σύγχρονης Φυσικής.
Η
διαφορά του «Οδηγού Χρήσης του Σύμπαντος» συγκριτικά με άλλα αντίστοιχα βιβλία
συνίσταται στο γεγονός πως οι συγγραφείς του θεωρούν πως ο κυριότερος λόγος
προκειμένου να διαβάσει κάποιος Φυσική είναι πως έχει «πλάκα». Παρ’ όλο τον
τίτλο, δηλαδή, που προδιαθέτει για κάποιο «χρηστικό» επιχείρημα, η επιλογή των
συγγραφέων βρίσκεται στους αντίποδες.
Η
Φυσική δεν πρέπει να «διαβάζεται» γιατί είναι «χρήσιμη», γιατί μας «χρησιμεύει
στη ζωή μας». Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον της βρίσκεται σε όσα πολύ δύσκολα
μπορούν να ταξινομηθούν στα χρήσιμα, τα πρακτικά, τα καθημερινά. Όχι στο
γεγονός πως, χωρίς αυτήν, πολλά προφανώς απαραίτητα, από την τηλεόραση και τους
δορυφόρους μέχρι τα ιατρικά μηχανήματα και τα ψυγεία, απλώς, κατά πάσα πιθανότητα, δεν θα υπήρχαν.
Ένας
φυσικός, λοιπόν, σύμφωνα με τους Γκόλντμπεργκ και Μπλόμκουιστ είναι εκείνος ο
άνθρωπος, ο οποίος, όταν κάνει καλά τη δουλειά του, απασχολείται με πρακτικά ερωτήματα του είδους:
μπορώ να επιστρέψω στο παρελθόν, για να παρακολουθήσω από κάποια κοντινή πλαγιά
τη Μάχη του Μαραθώνα;. Ή, μπορώ, άραγε, να μεταβώ στο μέλλον, ώστε να μάθω από
την ειδησεογραφία των «Νέων» πότε ακριβώς θα φύγει ο Σαμαράς από τα Μνημόνια; Ή,
καλύτερα ακόμη, πότε θα επικρατήσει ο
κομμουνισμός;
Ή,
για να συνοψίσουμε περιεκτικά στη γλώσσα της Φυσικής:
Ο
χρόνος, η τέταρτη διάσταση του χωροχρονικού συνεχούς που αποτελεί το Σύμπαν μας
είναι πανομοιότυπη με τις τρεις χωρικές διαστάσεις; Ή διαφέρει με κάποιον πολύ
ουσιαστικό τρόπο;
Προφανώς, η τελευταία διατύπωση δεν φαίνεται να έχει τόση
πλάκα όση οι αμέσως προηγούμενες; Θέτει, ωστόσο, ακριβώς το ίδιο ζήτημα. Και,
εν τέλει, για όσους αναλάβουν τον κόπο που απαιτεί, έχει και περισσότερη πλάκα.
Για σκεφτείτε: Αν η χρονική διάσταση δε διαφέρει από τις χωρικές τότε το
Σύμπαν, στην πραγματικότητα, ίσως είναι «άφθαρτο», «ακίνητο», εν τέλει «Εν»,
χωρίς μέρη και ιστορία. Αυτό που έγραψε πριν από 2500 χρόνια ο Παρμενίδης, ό,τι
κι αν εννοούσε: εν μόνον έστιν.
Ας επανέλθω, όμως, στο γράμμα του «Οδηγού», όπου ο
Παρμενίδης, είναι αλήθεια, δεν
εμφανίζεται, εμφανίζεται όμως ο Σποκ στην θέση του με πολύ πειστικό τρόπο.
Ο «Οδηγός», λοιπόν,
θέτει και σχολιάζει δεκάδες διασκεδαστικά, με την έννοια που τέθηκε ήδη,
ερωτήματα.
Αν φύγετε ταξίδι με
διαστημόπλοιο, που πηγαίνει σχεδόν με την ταχύτητα του φωτός, τι φριχτά
πράγματα θα σας περιμένουν όταν επιστρέψετε;
Αν πέσει ένα δέντρο
μέσα στο δάσος χωρίς κανείς να το ακούσει, κάνει θόρυβο;
Παίζει ο Θεός
ζάρια; Ή τα έχει όλα προκαθορίσει;
Υπήρχε περίπτωση ο
Μεγάλος Επιταχυντής Αδρονίων να ρουφήξει ολόκληρο τον κόσμο; Και πώς το
αποφύγαμε;
Τι υπάρχει στην
άκρη του Σύμπαντος; Και μέσα σε τι κινείται η άκρη του όσο αυτό διαστέλλεται;
Τι συνέβη στην αρχή
του χρόνου; Τι υπήρχε πριν από την αρχή;
Υπάρχει, άραγε κάποιο
πιστό αντίγραφό σας κάπου αλλού στο χωροχρόνο;
Τι δεν πρόκειται να
μάθουμε στο άμεσο μέλλον ή, ίσως και ποτέ;
***
Μας έχει παραδοθεί από τις αρχαίες αφηγήσεις πως
έσπαγαν μεγάλη πλάκα οι συντοπίτες του με τον Θαλή στη Μίλητο γιατί συχνά
έπεφτε σε λακκούβες λόγω του ό,τι μονίμως ατένιζε τον ουρανό. Όπως μας είναι
πασίγνωστη η εικόνα με τον μαλιά Νεύτωνα να δέχεται το μήλο στο κεφάλι και να
ξεκινάει μ’ αυτό την εργασία που απέδωσε τον Παγκόσμιο Νόμο της Βαρύτητας. Και
είναι χιλιάδες ακόμη οι ιστορίες σχετικά με τους επιστήμονες και τη σχέση τους,
αυτών και των θεωριών τους, με συμβάντα ή καταστάσεις πολύ ταπεινές, οικείες
και καθημερινές.
Ο «Οδηγός» αξιοποιεί σε μεγάλο βαθμό αυτήν τη
διάσταση της ιστορίας της Φυσικής προκειμένου όχι να ανεκδοτολογήσει, αλλά να
δείξει πόσο τα πιο κοινά ερεθίσματα και οι πιο απλές εντυπώσεις αποτελούν το
έναυσμα για τη διατύπωση των πιο εξελιγμένων θεωρητικών κατασκευών. Αν ισχύει
πως όλοι οι μεγάλοι συγγραφείς γράφουν και ξαναγράφουν στην πραγματικότητα
συνεχώς το ίδιο βιβλίο, ισχύει ακόμη περισσότερο πως οι φυσικοί παλεύουν
διαρκώς με την ίδια σκέψη, που πρωτοαναδύθηκε στο μυαλό τους σε παιδική ακόμη
ηλικία. Κάποια παλιά «αφελής» απορία βρίσκεται στην εκκίνηση των πιο σημαντικών
θεωρητικών επιτευγμάτων.
Κι ως προς αυτό, δεν υπάρχει καλύτερο παράδειγμα
από την Θεωρία της Σχετικότητας.
Να ένα ερώτημα που καθόρισε τη γέννησή της: Αν κινείστε με την ταχύτητα του φωτός και
κρατάτε μπροστά σας ένα καθρέφτη θα βλέπετε σε αυτόν το πρόσωπό σας; Μη
βιαστείτε να απαντήσετε. Και σκεφτείτε, για να ξεκινήσετε, πως το φως που
«φεύγει» από το πρόσωπό σας έχει, ως φως που είναι, την ταχύτητα του φωτός, με την
οποία, όμως, ταξιδεύετε κι εσείς. Δεν είναι εύλογο, επομένως, πως, υπό αυτές
τις συνθήκες, θα προλαβαίνετε διαρκώς το φως που εκπέμπεται από το πρόσωπό σας,
με αποτέλεσμα αυτό να μην φτάνει ποτέ στον καθρέφτη που βρίσκεται μισό μέτρο
μπροστά και απομακρύνεται και αυτός με την ταχύτητα του φωτός; Δεν είναι εύλογο
πως, σε αυτήν την περίπτωση, αν και σούπερμαν θα μοιάζετε περισσότερο με
βαμπίρ;
Δεν θα απαντήσω στο αν το εύλογο είναι και αληθές.
Αξίζει, νομίζω, τον κόπο, αν το ερώτημα είναι ερεθιστικό όσο νομίζω, να ψάξει ο
αναγνώστης το βιβλίο των Γκόλντμπεργκ
και Μπλόμκουιστ ή ένα από τα πολλά πολύ καλά εισαγωγικά βιβλία για την Ειδική
Σχετικότητα. Η οποία, λοιπόν, δεν λέει, ότι «όλα είναι σχετικά» («όπως είπε και
ο Φρανκενστάιν», κατά τη διατύπωση παλιού συμμαθητή μου).
Αντίθετα, ορμώμενη από αφέλειες, όπως η παραπάνω με
τον καθρέπτη και τη φάτσα σας, καταλήγει πως στη Φύση υπάρχουν αναλλοίωτα,
σταθερές απρόσβλητες υπό οποιεσδήποτε συνθήκες. Μια από αυτές είναι, ακριβώς, η
ταχύτητα του φωτός στο κενό, η μέγιστη ταχύτητα στη Φύση. Την οποία κανένα
«μαζικό» σωματίδιο δεν μπορεί να πιάσει γιατί κάτι τέτοιο θα απαιτούσε άπειρη
ενέργεια. Όχι τεράστια, άπειρη.
Κι έτσι, από την αναρώτηση αν βλέπουμε ή όχι το
πρόσωπό μας στον καθρέπτη, με την σχετική προσπάθεια και λίγα μαθηματικά,
καταλήγουμε σε συμπεράσματα όπως της συστολής του μήκους, της διαστολής του
χρόνου ή της ισοδυναμίας της μάζας με την ενέργεια, όπως δείχνει η διάσημη από
τα πόστερ (!) εξίσωση E=mc2.
Ξεκινώντας, δηλαδή, από απλούστατες ιδέες καταλήγουμε
σε πραγματικά παράδοξα, τα οποία στη συνέχεια αποδεικνύουμε και πειραματικά!
Όπως το γεγονός πως αν, από δύο διδύμους, ο ένας μπει σε ένα διαστημόπλοιο και
επιταχυνθεί ώστε να προσεγγίσει την ταχύτητα του φωτός, ενώ ο άλλος μείνει στη
Γη, τότε ο πρώτος, κατά την επιστροφή του, θα βρει το δεύτερο μεγαλύτερο σε
ηλικία. Ή νεκρό από καιρό. Ή δεν θα βρει καν τη Γη, η οποία θα έχει εξαφανιστεί
δισεκατομμύρια χρόνια πριν –ανάλογα με το πόσο κοντά στην ταχύτητα του φωτός
έφτασε.(Το πείραμα προς το παρόν δεν περιλαμβάνει ανθρώπινους διδύμους, αλλά
«δίδυμα» σωμάτια –η επιβεβαίωση, ωστόσο, του «παραδόξου» είναι αναμφισβήτητη).
Παρόμοιος μπορούμε να πούμε πως είναι και ο
προβληματισμός σχετικά με την κβαντομηχανική, που ξεκινάει με τη γάτα του
Σρέντιγκερ και τα υπαρξιακά της προβλήματα («ζω ή δεν ζω;»), για να καταλήξει
στη μη τοπικότητα κάποιων διαδικασιών κλείνοντας το μάτι σε «αλληλεπιδράσεις»,
που εκτυλίσσονται με υπερφωτεινές ή και άπειρες ταχύτητες. Ή μήπως όχι;
Ο «Οδηγός» αυτή τη μέθοδο ακολουθεί. Από το «απλό»,
«αυτό που έχει πλάκα» σε αυτό που έχει ακόμη μεγαλύτερη … πλάκα. Έτσι αποτελεί,
νομίζω, μια πολύ καλή πρόταση και για παιδιά του Γυμνασίου προκειμένου να
προσεγγίσουν τη σύγχρονη Φυσική.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου