ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΜΑΡΤΥ ΛΑΜΠΡΟΥ, Με λυμένο χειρόφρενο, μυθιστόρημα, εκδόσεις
Κέδρος, Αθήνα 2014
Είναι το τρίτο
βιβλίο της Μάρτυ Λάμπρου μετά τη νουβέλα Το
κόκκινο κουτί (1997) και τη συλλογή διηγημάτων Κόπιτσες (2010). Αποτελεί, με άλλα λόγια, το επιστέγασμα μιας
σχεδόν δεκαπεντάχρονης, θα έλεγα ανήσυχης και αναζητητικής πορείας στον χώρο
της αφήγησης, κατά τη διάρκεια της οποίας η πεζογράφος κατόρθωσε να διαμορφώσει
και να παγιώσει εκφραστικούς τρόπους ανταποκρινόμενους αφενός στην
ιδιοσυγκρασιακή της ιδιαιτερότητα και αφετέρου στο ιδιάζον βιωματικό υλικό που
την ώθησε στο πεδίο της γραφής. Ένα υλικό εντελώς ασυνήθιστο, ιδιαιτέρως
ευαίσθητο και σίγουρα απαιτητικό στην όποια απόπειρα μιας αφηγηματικής του εκμετάλλευσης·
κυρίως, ένα υλικό γένους αρσενικού, που, για να θυμηθώ παλιές, προφεμινιστικές
προκαταλήψεις, δεν θα μπορούσε να αποδοθεί και να εκτυπωθεί αφηγηματικά παρά
μόνο από το στιβαρό χέρι ενός άντρα συγγραφέα, γνώστη της αντρικής ψυχολογίας
και, μάλιστα, της ψυχολογίας μιας συγκεκριμένης κατηγορίας εργαζομένων, όπως
είναι οι νταλικέρηδες που, κάτω από τις σκληρές και, κάποτε, απρόβλεπτες
συνθήκες της εργασίας τους έχουν αποκτήσει ιδιαίτερους τρόπους συμπεριφοράς και
κυρίως εξωτερίκευσης των συναισθημάτων τους.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ωστόσο, η όποια
σχετική προκατειλημμένη γνώμη ή απλώς επιφύλαξη δεν βρίσκει γόνιμο έδαφος να
σταθεί και να δικαιολογηθεί, για τον απλούστατο λόγο ότι η πεζογράφος,
συντροφεύοντας τον νταλικέρη πατέρα της στα ταξίδια του από τα οκτώ της χρόνια,
μυήθηκε στη σκληρότητα των συνθηκών εργασίας μιας κατηγορίας εργαζομένων ανθρώπων
που, σαν ναυτικοί της στεριάς, πέρασαν τη ζωή τους διασχίζοντας εθνικές οδούς
και επικίνδυνους δρόμους, διανυκτερεύοντας σε καράβια, σε λιμάνια και σε
παρκίδες, αναμένοντας στα διάφορα τελωνεία για τους προβλεπόμενους και τους
απρόβλεπτους ελέγχους. Κι έτσι, γνωρίζοντάς τους από κοντά, γνωρίζοντας ή
εικάζοντας πτυχές της προσωπικότητας του καθενός, έγινε συγκαταβατική και συχνά
στοργική στα λάθη και στις, κάποτε άτσαλα εκδηλωνόμενες, αδυναμίες τους.
Έχοντας δει τον κόσμο από το ύψος του συνοδηγού μιας νταλίκας, προστατευμένη
από το εκτεθειμένο σε όλες τις καιρικές συνθήκες παρμπρίζ, καλλιέργησε από πολύ
νωρίς μια παρατηρητικότητα ασυνήθιστη για την ηλικία της, μια ματιά
διαπεραστική και διεισδυτική στο βάθος των πραγμάτων και των καταστάσεων.
Αν η πεζογράφος ξεκίνησε τα ταξίδια στα
οκτώ της χρόνια, η ηρωίδα της ιστορίας της, η Σώτη, ξεκινά περί τα μέσα Ιουνίου
1982, στα δώδεκά της, με προορισμό την Ιταλία, αφήνοντας πίσω μόνες τη μητέρα
της και τη γιαγιά της και απαρνούμενη τους φίλους της, τα παιχνίδια και τις ενασχολήσεις
της ηλικίας της. Οι ακριβείς λόγοι για τους οποίους μία δωδεκάχρονη έφηβη
συνοδεύει τον νταλικέρη πατέρα της στα επαγγελματικά του ταξίδια και βρίσκεται
από τη μια μέρα στην άλλη ανάμεσα σε μουντζούρηδες και ρυτιδιασμένους άντρες
δεν διευκρινίζονται επαρκώς. «Επειδή μου αρέσει να φεύγω από το σπίτι»,
απαντούσε σε όσους τη ρωτούσαν σχετικά, χωρίς ωστόσο να διευκρινίζεται τι ήταν
εκείνο που την έκανε να θέλει να φύγει· μπορεί η καταθλιπτική, απόμακρη και
κλεισμένη στο πένθος από τα χρόνια της κατοχής μητέρα της, που είδε να
σκοτώνουν μπροστά στα μάτια της τους γονείς και τ’ αδέρφια της· μπορεί η ενδόμυχη
επιθυμία της έφηβης που ξύπναγε μέσα της να γνωριστεί καλύτερα με τον μονίμως
απόντα πατέρα της· μπορεί ακόμα μια ανεξήγητη γοητεία που ασκούσε στη σκέψη και
στη φαντασία της το επίφοβο άγνωστο. Γεγονός πάντως είναι ότι η Σώτη, ο
Σωτήρης, όπως την αποκαλούσε ο πατέρας της, μεγαλώνει και γνωρίζει τον εαυτό
της και τον κόσμο με τον πιο ανορθόδοξο τρόπο, στον δρόμο: διασχίζοντας
χιλιόμετρα και ερχόμενη διαρκώς αντιμέτωπη με καταστάσεις και συμβάντα που την
μυούν σε μια σκληρή, ανδροκρατούμενη, πραγματικότητα και, παράλληλα,
εξοπλίζοντάς την με μια πρώιμη σοφία και με κατανόηση στα λάθη και στις
αδυναμίες των σκληροτράχηλων ανδρών που την περιβάλλουν, μερικοί από τους
οποίους είναι έρμαια ενός τραυματικού παρελθόντος, κυνηγημένοι από πικρές
μνήμες της Κατοχής, του Εμφυλίου και τόπων εξορίας. Ανάμεσά τους και ο πατέρας
της, γιος σκοτωμένου αντάρτη, με τη φωτογραφία του Βελουχιώτη κολλημένη στο
εσωτερικό του αυτοκινήτου του. «Όλα φαίνονταν ίδια -γράφει επιστρέφοντας μετά
το πρώτο ταξίδι της στην επαρχιακή της πόλη, τη Λιβαδειά την «περιτριγυρισμένη
από δύο βουνά, χωρίς ορίζοντα, με φτωχή φωτογένεια»-, όμως εγώ όλα τα έβλεπα
αλλαγμένα. Όπου κι αν κοίταζα, ανακάλυπτα κάτι καινούργιο που δεν είχα προσέξει
τόσα χρόνια».
Για να μη μακρηγορώ: Ως συνοδηγός θα
πραγματοποιήσει δύο ακόμη ταξίδια, κατά τη διάρκεια των οποίων, κάτω από
δύσκολες, κάποτε βίαιες συνθήκες που επέσπευσαν τη διαδικασία της πνευματικής
και της κοινωνικής ωρίμανσής της, μπόρεσε να γνωριστεί με τον πατέρα της,
ανακαλύπτοντας, αργά και χωρίς συναισθηματικές εξάρσεις, άγνωστες πτυχές της
προσωπικότητάς του και εισπράττοντας από τη μεριά του μια αυστηρή, σχεδόν
ντροπαλή τρυφερότητα. Είναι δεκαπέντε χρόνων, στην κρισιμότερη φάση της
εφηβείας της, όταν ξεκινούν με φορτίο πορτοκάλια για τη Ρουμανία, όπου επρόκειτο
να αισθανθεί τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα, κάτι πρωτόγνωρο εντελώς που «έκανε
την καρδιά μου να χτυπάει και τα γόνατά μου να λύνονται» και να συναντηθούν με
τον ως τότε νομιζόμενο εκτελεσμένο από τους ιταλούς αντάρτη παππού της· έναν σοφό
και αξιαγάπητο γέροντα, ο επαναπατρισμός και η διακριτική παρουσία του οποίου
λειτούργησε καταπραϋντικά, ευνοϊκά για όλους και, κυρίως, ιαματικά για τη
βυθισμένη στο πένθος μητέρα. Περιπετειώδες, με διαρκείς συμπτώσεις και
απρόβλεπτες εξελίξεις είναι το τρίτο και τελευταίο ταξίδι που πραγματοποιεί,
δεκαοχτάχρονη πια, με τον πατέρα της η Σώτη· ένα ταξίδι που ξεκινά με προορισμό
το Παρίσι, για ξεφόρτωμα χαρτοκιβωτίων με γυναικείες μπότες και καταλήγει στο
Ιράκ, με φορτίο, αντί για σωλήνες νερού, όπλα. Στη Βαγδάτη θα έχει και την πρώτη
ολοκληρωμένη ερωτική εμπειρία της, πραγματοποιώντας «το πρώτο μακροβούτι στην
αγάπη», όπως λέει η ίδια.
Οι εμπειρίες και των τριών ταξιδιών
συνθέτουν μία τρίπτυχη αφηγηματική
ενότητα που, παρά τις γρήγορες εναλλαγές τόπων, προσώπων, πραγμάτων και
καταστάσεων, διατηρείται ενιαία και αρραγής. Συνθέτουν, θα πρόσθετα, σε
συνδυασμό με τις σταθερά ανακαλούμενες τραυματικές μνήμες των ανιόντων της
αφηγήτριας, έναν ενιαίο βιωματικό πυρήνα, καθοριστικό στη διαμόρφωση ενός
ιδιάζοντος ψυχισμού και, κατά συνέπεια, μιας εντελώς ξεχωριστής και ασυνήθιστης,
για μία συνομήλικη της, στάσης ζωής. Στοιχείο ενισχυτικό της αφηγηματικής
ενότητας αποτελεί, εν προκειμένω, και η
πάντα συνεπής, εκ μέρους της τελευταίας, και σταθερά ανταποκρινόμενη στις
ανάγκες του βιωματικού της υλικού αφηγηματική ανάπτυξη, ο άμεσος και
εντυπωσιακά ρέων λόγος της, ακόμα και όταν αναφέρεται σε καταστάσεις απραξίας
και ακινησίας. Τελειώνοντας, θα έλεγα ότι η επιτυχία του όλου εγχειρήματος
οφείλεται, κατά τη γνώμη μου, στο γεγονός ότι η πεζογράφος κατόρθωσε,
αφηγούμενη, να διατηρήσει σε πλήρη και ουσιαστική ενότητα δύο εκ πρώτης όψεως
αντιθετικά μεταξύ τους στοιχεία: τον χώρο και τον χρόνο. Χώρος και χρόνος, ως
ένα ενιαίο και αδιάσπαστο στοιχείο, νομίζω ότι αποτελούν τον συνεκτικό ιστό και
το σταθερό υπέδαφος όλων όσα συμβαίνουν στο αφηγηματικό πλαίσιο. Το ενδιαφέρον
στην προκειμένη περίπτωση βρίσκεται στο γεγονός ότι τα δύο αυτά στοιχεία, ο
χώρος και ο χρόνος, δεν προσδιορίζουν απλώς το σκηνικό της δράσης, αλλά
διαδραματίζουν και πρωταγωνιστικούς ρόλους στην εξέλιξη της ιστορίας,
εναλλασσόμενα διακριτικά ή, πάλι διακριτικά, υποκαθιστώντας στο φως της
αφήγησης το ένα το άλλο· με συνέπεια συχνά να μοιάζει ο χώρος οριοθετημένος
χρονικά και το ίδιο συχνά ο χρόνος να
αποκτά τις διαστάσεις και τις ιδιότητες του χώρου.
Ο Κώστας Γ.
Παπαγεωργίου είναι ποιητής και κριτικός λογοτεχνίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου