ΤΟΥ
ΣΤΕΡΓΙΟΥ ΜΗΤΑ
Συχνά με
επιδεικτική περίσκεψη, άλλοτε με αληθή αγανάκτηση, κοινότοπα πάντως τα
δικαιώματα αντιμετωπίζονται ως κενά χαρτιά, άσαρκες διακηρύξεις. Η κριτική αυτή είναι τόσο κλασική όσο
κι επίκαιρη. Αλλά το ερώτημα που η αριστερά αρνείται επίμονα να θέσει στον
εαυτό της είναι αν η κριτική αυτή ενέχει για την ίδια εργαλειακό χαρακτήρα ή κομίζει μια αυτοτελή αξιακή τοποθέτηση.
Ενίοτε, η
αριστερά μοιάζει να αντιμετωπίζει τα δικαιώματα ως αναλώσιμο έλαιο για τον
κινητήρα της πολιτικής μηχανής. Άλλες, πιο «προωθημένες-ριζοσπαστικές» εκδοχές
της, στέργουν πολύ πιο πρόθυμα να κάνουν αποκλειστικά
λόγο για δικαιώματα των «έτερων», των «αποκλεισμένων» ή «αποκλινόντων»,
ενδεχομένως χωρίς να συνειδητοποιούν ότι έτσι είτε α. προκρίνουν την αξία του καθολικού δικαιώματος είτε β.
αλλιώς αντιφάσκουν.
Ο λόγος της
αριστερής κριτικής ομιλεί μεν επιδέξια τη γλώσσα των δικαιωμάτων σε σειρά ολόκληρη
πεδίων (βλ. δημόσια αγαθά, ατομικές-συλλογικές ελευθερίες, περιβάλλον,
μεταναστευτική πολιτική κ.ά.), ενώ από την άλλη σπεύδει να αγκαλιάσει κάθε
–νεόκοπο ή παραδομένο– επιχείρημα υποψίας: πότε καταγγέλοντάς τα, με «προσήλωση στις ρίζες», ως ιδεολογήματα
ή προσόψεις ταξικής βίας, πότε απομυθεύοντάς τα, με «δίψα νεοφώτιστου», ως εργαλεία «κανονικότητας», «βιοπολιτικής
πειθάρχησης» κοκ. Η απορία επιστρέφει· και δεν είναι, ασφαλώς, περί του αν η
αριστερά ασκεί «κριτική στο σύστημα», αλλά αν
το κάνει από τη σκοπιά των δικαιωμάτων.
Μπορεί να
οριστεί –κάπως σχηματικά– το δικαίωμα ως δικαιικά
δεσμευτική ηθική αξίωση. Σχεδόν καθεμιά από τις τέσσερις αυτές λέξεις είναι
ικανή να εγείρει στο αριστερό φαντασιακό κριτικά αντανακλαστικά. Τα
επιχειρήματα είναι δεδομένα κι απαιτητικά: Ότι η δικαιοσύνη δεν είναι ένα
κριτήριο με το οποίο μπορούμε να αξιολογήσουμε «εκ των έξω» ένα σύστημα,
ίσα-ίσα είναι ένα κριτήριο με το οποίο ένα oρισμένο
σύστημα αξιολογεί –και αναπαράγει– τον εαυτό του. Ότι τα περίφημα δικαιώματα
δεν είναι παρά ευφημισμός για τον κτητικό ατομισμό. Ότι το πρόσωπο-φορέας των
δικαιωμάτων συνιστά μια επιτήδεια αφαίρεση, ένα κέλυφος δίχως κοινωνική
υπόσταση ή προσωπικές ανάγκες. Ότι, στο τέλος, ποια η χρεία δικαιωμάτων σε μια
καθ’ υπόθεση χειραφετημένη κοινωνία; Η κατάσταση θα αντιστοιχεί, περίπου, στο
να λαμβάνει κανείς ό,τι χρειάζεται σε βιταμίνες (έτσι κι αλλιώς) από τη
διατροφή του, οπότε δεν θα έχει ανάγκη να κάνει σαματά περί τούτου.[1] Ο αντίλογος φυσικά υπάρχει
–κι ασφαλώς, δεν χωράει στις τέσσερις πιεστικές γωνίες ενός άρθρου. Όσα
ακολουθούν απλώς εκτίθενται ως ενδεικτικά σημεία, κι ώστε να οδηγηθούμε σε ένα,
κάπως διακριτό κι ευρύτερο, συμπέρασμα.
Τα δικαιώματα
ως έλλογες-γενικεύσιμες αξιώσεις φέρουν αυτοτελές
αξιακό φορτίο, μη αναγώγιμο ή εξαντλήσιμο στο απλώς ιστορικό πλαίσιο εκφοράς τους (context of
validity, σε διαστολή προς context of discovery). Υπό την
πλέρια τους δε έννοια, ως πλαίσιο αρχών για επάξια διανομή ελευθεριών, βαρών κι
ωφελημάτων σε κοινωνική συμβίωση, τίποτα δεν τα περιορίζει στα λεγόμενα «αρνητικά»
δικαιώματα (διάβαζε: συνοριογραμμές εγωισμού). Και σε καμία περίπτωση δεν συνέχουν,
απλώς, μια αφήγηση για το «κοινωνικώς έχειν» υπό μέλλουσες συνθήκες, αλλά ένα «δέον αποδιδόναι», ήδη δεσμευτικό στο σήμερα.
Όταν λέμε
ότι «από τη σκοπιά ενός ανώτερου συστήματος» η ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής
θα μοιάζει τόσο παράλογη όσο η ιδιοκτησία ανθρώπων σήμερα, λέμε κάτι πολύ λιγότερο «σχετικιστικό» από όσο
φανταζόμαστε. Αυτό σημαίνει, απλά, ότι κανείς δεν έχει δικαίωμα ιδιοκτησίας επί
των όρων του συλλογικού βίου, με ιδιωτικό τίτλο και αποκλεισμό των άλλων από
αυτούς, όπως κι ότι ανάποδα ο καθένας
έχει δικαίωμα σε ικανοποίηση των θεμιτών αναγκών του και όλοι μαζί σε
συλλογικό-δημοκρατικό έλεγχο των όρων κοινωνικής αναπαραγωγής. Η εστίαση,
εξάλλου, στο ζήτημα των αναγκών
προσφέρει και το περιεκτικό κριτήριο για το ποιες ομοιότητες ή ανομοιότητες των
ανθρώπων είναι ηθικά σημαίνουσες.
Φυσικά, η
συζήτηση είναι επίπονη κι ευθέως φιλοσοφική. Αυτό που επιχειρείται να υπονοηθεί
στις παρούσες γραμμές αφορά δύο ευρύτερα, πλην σχετιζόμενα, ζητήματα. Το ένα
αναφέρεται στη στρατηγική αυτογνωσία
της αριστεράς και το άλλο στη θεωρητική
της παιδεία. Από τη μία, καθένας διαισθάνεται ότι αν δεν διαθέτει η
αριστερά ένα (λιγότερο ή περισσότερο, εν επιγνώσει της) κριτήριο για το τι δικαιούνται
οι άνθρωποι και το τι, άρα, αδίκως στερούνται,
πάσχει τριπλά και αλληλένδετα: α. ως προς το τι θέλει, β. για ποιο λόγο το
θέλει και γ. πώς το επιδιώκει. Σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο, είναι λοιπόν σημαντικά
βιβλία όπως το πρόσφατο του Δημήτρη Χριστόπουλου (Στο ρίσκο της κρίσης. Στρατηγικές της Αριστεράς των δικαιωμάτων, εκδ. Αλεξάνδρεια), τα οποία διεκδικούν αυτοσυνείδητα την αριστερά ως, μεταξύ άλλων,
«αριστερά των δικαιωμάτων» και αρθρώνουν σχετικό προγραμματικό λόγο.
Παραπέρα, από θεωρητική σκοπιά, καλό θα ήταν να
πάψει η αριστερά να αρκείται στην πόζα του υποψιασμένου ή να αναζητά στα
αναγνώσματά της, απλώς, ρητορική έξαψη και
τάσεις διαβεβαίωσης (αντί επιχειρήματος).
Οπωσδήποτε, το θεωρητικό μας οπλοστάσιο έχει να αντλήσει από ένα σωρό πηγές
κριτικού λόγου, απ’ τους «κλασικούς» του μαρξισμού μέχρι την κοινωνική
ανθρωπολογία, τη νεώτερη ριζοσπαστική θεωρία και την ψυχανάλυση. Αλλά δεν
μπορεί πια να απωθεί (ή και να φοβάται),
ως ο διάολος το λιβάνι, τον κανονιστικό φιλοσοφικό στοχασμό.[2] Αξιοπρόσεκτο είναι ότι ο
ύστερος Πουλαντζάς είχε ήδη καλέσει σε μια τέτοια κατεύθυνση. Σ’ ένα ελλιπώς
σχολιασμένο κείμενό του (βλ. «Ο μαρξισμός περνάει κρίση;»[3]) εστιάζει στη θεωρητική
ανισομέρεια ανάμεσα σε αυτό που αποκαλεί «θετική» και «αρνητική στιγμή» του
μαρξισμού. Δηλαδή, ενώ πλεονάζει στη μαρξιστική σκέψη η εύστοχη κριτική στην τυπική δημοκρατία και τις λεγόμενες αστικές
ελευθερίες ελλείπει μια, εξίσου αναγκαία κι
ίσως αλληλένδετη, θετική θεωρία δικαιωμάτων και δημοκρατίας.
Ο Στέργιος
Μήτας είναι δρ Φιλοσοφίας του Δικαίου, του ΑΠΘ
[1] Θα μπορούσε να προστεθεί, χονδρικά
πάντα, και μια ακόμη γραμμή αμφισβήτησης: η δυσπιστία σ’ ένα απλώς «δέον»,
εξωτερικό και αδιάφορο ως προς την «πραγματική κίνηση της ιστορίας»· εξ ου και,
κατά το γνώριμο εδάφιο, οι εργαζόμενες τάξεις δεν υλοποιούν –ή διεκδικούν–
ιδεώδη, αλλά απελευθερώνουν στοιχεία του «ήδη πραγματικού». Η
επιχειρηματολογία, υπέρ και κατά ή καθ’
υπέρβαση της γραμμής σκέψης αυτής, όμως, ενέχει πολύ πιο σύνθετες
φιλοσοφικές απαιτήσεις, λόγω της χεγκελιανής προκείμενης στην οποία βασίζεται.
[2] Κι ίσως να διερωτηθεί ειλικρινά,
κάποια στιγμή, και για το αν φιλοσοφία είναι –ή αν είναι μόνο– διατύπωση αποφάνσεων που μετεωρίζονται ανάμεσα στο nonsense και στο trivial. Το να εκτίθεται, λ.χ., η ισότητα ή η
δικαιοσύνη ως «η δυνατότητα της αδυνατότητάς της», «διαρκώς υφαιρούμενη»,
«ετερότροπη κι ανεπίκριτη» μπορεί να ανασυγκροτηθεί σε κατεύθυνση τού να γίνει
καταληπτό. Αλλά επί ποινή του να αποβεί κοινότοπο («η δικαιοσύνη υπερβαίνει το
εκάστοτε έννομο-θεσμικό πλαίσιο»).
[3] Βλ. Ν. Πουλαντζά, Κείμενα. Μαρξισμός, δίκαιο, κράτος, μτφ.
Τ. Μπετζέλου, Νήσος/Ινστ. Ν. Πουλαντζάς, Αθήνα, 2009, κυρίως σ. 506.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου