ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΣΤΑΜΑΤΗ
Franz W. Seiwert, Revolution, 1923 |
Τι πρωτίστως οφείλει να υπερμάχεται η Αριστερά ως ζωντανός πολιτικός
οργανισμός; Εάν το ερώτημα τεθεί σ’ αυτό το επίπεδο αφαίρεσης, τότε γίνεται
φανερό ότι το ζήτημα ενέχει αξία διαχρονική. Υπερβαίνει την ιδιαιτερότητα αυτής
ή εκείνης της ιστορικής συγκυρίας. Η απόκριση στο ερώτημα τούτο συνάπτεται με
το λόγο ύπαρξης της ίδιας της Αριστεράς, σε επίπεδο πολιτικό και όχι μόνον.
Εντούτοις, η αντιμετώπισή του καθίσταται ακόμη πιο επιτακτική στις
σπάνιες εκείνες περιπτώσεις, στις οποίες η Αριστερά διεκδικεί με σοβαρές
πιθανότητες το πηδάλιο της εξουσίας σε κοινοβουλευτική δημοκρατία. Καθόλου
συμπτωματικά, σε παρόμοια περίσταση η πολιτική γλώσσα της Αριστεράς δείχνει να
ομιλεί με ακόμη μεγαλύτερη ένταση από τη σκοπιά γενικών συμφερόντων της κοινωνίας. Εκτιμώ ότι τούτο κατ’ αρχήν
είναι όχι απλώς θεμιτό, αλλά επιθυμητό κι επιβεβλημένο.
Για τι είδους συμφέροντα μιλάμε;
Η Αριστερά είναι γενικώς προγραμματικά ταγμένη να προασπίζει συμφέροντα
των υπεξούσιων κοινωνικών τάξεων, κυρίως απέναντι στην κυρίαρχη αστική τάξη και
την αντίστοιχη μορφή Κράτους. Ωστόσο, από αυτό το σημείο και πέρα ξεπηδά μια
σειρά ερωτημάτων, που δεν επιτρέπεται να μένουν αναπάντητα.
Ποια είναι η φύση αυτών των «συμφερόντων»; Εάν αυτά αφορούν σε κάποιο
τμήμα της κοινωνίας ταξικά
προσδιορισμένο, τότε είναι σώνει και καλά ειδικά
συμφέροντα; Η αναγκαία ταξική μεροληπτικότητα της Αριστεράς μπορεί να είναι
συμβατή με την έννοια γενικών συμφερόντων της κοινωνίας ή μήπως πρόκειται για
αντιφατική τοποθέτηση; Περαιτέρω, πώς θα μπορούσε άραγε να καταστεί ηγεμονικό
ένα πρόταγμα για σοσιαλισμό με ελευθερία και δημοκρατία; Και πώς το πρόταγμα
αυτό προσήκει να εξειδικεύεται χάρη στην ικανότητα κρίσης ιστορικά δρώντων
υποκειμένων μέσα σε αντίξοες συνθήκες, οι οποίες έχουν παγιωθεί με τρόπο
ετερόνομο κι εκμεταλλευτικό εις βάρος της μεγάλης πλειονότητας της κοινωνίας;
Προεισαγωγικά, ας υπενθυμισθεί μια θεμελιώδης διάκριση στην
επιστημονική σκέψη και τη φιλοσοφία. Καλούμαστε να συνεξετάσουμε αυτό που όντως υπάρχει και γίνεται στην κοινωνική
πραγματικότητα με το θέμα τι δέον να
γίνει, ώστε να φέξει η ελπίδα για κάτι καλύτερο. Αλλά οι στρατηγικού χαρακτήρα
δεσμεύσεις κατά κάποιον τρόπο ξεπροβάλλουν από τον ορίζοντα του μέλλοντος.
Δηλαδή ως κάτι που δεν έχει συντελεσθεί ακόμη, για το οποίο όμως υπάρχουν πολύ
σοβαροί λόγοι να δεσμευόμαστε ήδη από τώρα, προκειμένου να πραγματωθεί. Στην
Ελλάδα, στην Ευρώπη, σε όλη την οικουμένη.
Συμφέροντα και αξίες
Η κριτική της πολιτικής οικονομίας του Μαρξ δεν είναι απλώς
κοινωνιολογική θεωρία ή θεωρία κοινωνικής οντολογίας. Είναι διαλεκτική
κοινωνική θεωρία στην ίδια την επιστημολογική της σύσταση. Γι’ αυτό και είναι
ικανή να αιτιολογεί θέσεις περί του πρακτέου, που αποβλέπουν σε ανόρθωση
ημαρτημένων κοινωνικών καταστάσεων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα πάνω σ’ αυτό
είναι η θερμή συνηγορία –στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου– για μείωση του χρόνου εργασίας μέσω γενικού νόμου του
(αστικού) Κράτους.
Για τον Μαρξ, λοιπόν, η ανάλυση του καπιταλισμού είναι αξεδιάλυτη με
την κριτική του. Από τη δική του σκοπιά, δεν γίνεται να προσεγγίσει κανείς
ειλικρινώς τις σχέσεις κεφαλαίου/εργασίας, παρασιωπώντας την εκμετάλλευση κι
αλλοτρίωση των δυνάμεων της μισθωτής εργασίας.
Η «κριτική» της πολιτικής οικονομίας προϋποθέτει επομένως κάποια κριτήρια αξιολόγησης του υπάρχοντος. Από
πού αντλεί όμως τέτοια κριτήρια και τι εγγυάται ότι αυτά δεν είναι αυθαίρετα;
Κριτική κοινωνική θεωρία εκτιμά ότι εκ της δομής του κεφαλαιοκρατικού
συστήματος επικρατούν σχέσεις που κατατείνουν σε ανισότητα, ανελευθερία,
αμοιβαία ανευθυνότητα. Οπότε αντιπροτείνει ως κορυφαίες αρχές κι αξίες ό,τι η κοινωνική
πραγματικότητα συστηματικά αρνείται ή διαστρέφει.
Ποιες μπορεί να είναι αυτές οι αξίες; Είναι κατά βάση η προσωπική και η
συλλογική αυτονομία, η ουσιαστική ελευθερία, η πραγματική ισότητα, η αλληλεγγύη
για όλους τους ανθρώπους, άνδρες και γυναίκες, και για όλους τους λαούς. Με
διεθνή ειρήνη και σ’ ένα φυσικό περιβάλλον αξιοβίωτο. Λόγω της καθολικής τους
εμβέλειας, οι αξίες αυτές αγκαλιάζουν κάθε ανθρώπινο πρόσωπο, εν μέρει
ανεξάρτητα από τη θέση καθενός στην ταξική διαστρωμάτωση της κοινωνίας. Και
σήμερα και για πάντα πλέον. Συμπεριλαμβάνουν αυτονόητα και τους πολιτικούς
αντιπάλους της Αριστεράς.
Και τα συμφέροντα που προτάσσει ο κόσμος της εργασίας ειδικά; Αυτά
θεμελιώνουν ισχυρούς ηθικοπολιτικούς λόγους, για τους οποίους επιβάλλεται
ποικιλότροπα συνεπής θεσμική μέριμνα για την κοινωνική κατάσταση των
εργαζομένων. Διότι:
α) Οι δυνάμεις της μισθωτής εργασίας είναι κατ’ εξοχήν οι πραγματικοί
παραγωγοί του κοινωνικού πλούτου. Άρα προέχει η διατήρηση και η βελτίωση της αξιοπαραγωγικής
ιδιότητας της εργατικής δύναμης, ως γενικό συμφέρον για την αυτοσυντήρηση και
την αναπαραγωγή του κοινωνικού δεσμού εν συνόλω.
β) Παρ’ όλα αυτά στη σχέση εργαζομένων κι εργοδοσίας το αδύνατο μέρος
είναι ασφαλώς οι εργαζόμενοι, εξ αιτίας της ταξικής ανισοδυναμίας ανάμεσά τους.
Άρα επιβάλλεται επιπρόσθετη κι αδιάπτωτη θεσμική έγνοια προς απάλυνση της
δυσμενούς κοινωνικής θέσης των εργαζομένων.
Συμφέροντα και δικαιώματα
Ήδη τον 19ο αιώνα, ο πυρήνας των σοσιαλιστικών ιδεών
τροφοδοτείτο με την ιδέα της πανανθρώπινης χειραφέτησης ως ανοιχτή ιστορική
δυνατότητα. Διότι, με τη γενίκευση της μισθωτής εργασίας στον αναπτυσσόμενο
καπιταλισμό, η χειραφέτηση της εργατικής τάξης θα μπορούσε να σημάνει
απελευθέρωση και της υπόλοιπης κοινωνίας από τα δεσμά της εκμετάλλευσης, από τα
βαρίδια του καπιταλιστικού καταμερισμού εργασίας. Μέχρι τότε, όμως, πώς αρμόζει
να πορεύεται η Αριστερά, ως πολιτικός φορέας του σοσιαλιστικού κινήματος; Και
μάλιστα σε πλαίσιο κοινοβουλευτικής δημοκρατίας;
Κατ’ αρχάς, η έννοια των αξιοπροστάτευτων ταξικών συμφερόντων κατά ένα
μέρος έχει μετακινηθεί πλέον από ό,τι αντιστοιχούσε στην κοινωνική
πραγματικότητα του 19ου αιώνα. Τότε επρόκειτο για μια κατά βάση ωμή αντιπαράθεση αξιώσεων ισχύος, η
οποία εκτυλισσόταν εν πολλοίς σε θεσμικό κενό, σε μια εχθρική έννομη τάξη.
Περιορισμοί της εργοδοτικής αυθεντίας,
συνδικαλιστικά δικαιώματα, δικαίωμα απεργίας, συλλογικές συμβάσεις
εργασίας, εργατικό δίκαιο, κοινωνική ασφάλιση, ήσαν ζητούμενα που άρχισαν να
εμφανίζονται πολύ δειλά και μετά από πολυαίμακτη καταστολή εις βάρος όσων τα
διεκδικούσαν αγωνιστικά.
Ωστόσο, η τεράστια ιστορική εμπειρία του κοινωνικού κράτους διεθνώς
έχει αποδώσει γνωρίσματα θεμελιώδους δικαιώματος
στις παραπάνω αξιώσεις, χάρη σε δύο μεγάλα κύματα θεσμοποίησης ύστερα από καθέναν
από τους δύο Παγκόσμιους Πολέμους στον 20ό αιώνα. Συχνά μάλιστα τις έχει
καταστήσει και αξιώσεις εναγώγιμες ενώπιον της δικαστικής λειτουργίας του
Κράτους. Όποιος βρεθεί π.χ. σε σχέση εξαρτημένης εργασίας γίνεται φορέας
θεμελιωδών δικαιωμάτων που συνάπτονται με τη σχέση αυτή.
Αλλά και πέρα από την άμεση σφαίρα της παραγωγής και της ανταλλαγής,
στις υπόλοιπες διαστάσεις του κοινωνικού βίου έχουν επίσης μετεξελιχθεί τα
εμπλεκόμενα συμφέροντα προς αντίστοιχη εκνομίκευσή τους. Πέρα από τα κλασικά
ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, ο σύγχρονος νομικός πολιτισμός έχει
ενσωματώσει αντίστοιχες δέσμες δικαιωμάτων κοινωνικών, πολιτισμικών, αλλά και
υποχρεώσεων για την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος.
Όπως κάθε δικαίωμα συνταγματικά κατοχυρωμένο, τέτοια δικαιώματα έχουν καθολική ισχύ για τους πολίτες. Επειδή ο
φορέας τους είναι κάθε ανθρώπινο
πρόσωπο ως υποκείμενο δικαίου, ανταποκρίνονται σε γενικεύσιμα συμφέροντα όλων. Χάρη στο γνώρισμα αυτό η ελεύθερη
απόλαυση και ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων αποτελούν πράγματι γενικό συμφέρον της κοινωνίας
που συγκροτούν οι φορείς τους.
Γενικό συμφέρον της κοινωνίας είναι, ανάμεσα σε άλλα, να μπορούν τα
μέλη της κοινωνίας να πορίζονται τα αναγκαία του βίου χάρη σε αξιοπρεπείς
αμοιβές εργασίας, με καλές συνθήκες εργασίας, με επαρκή νομική προστασία και
κοινωνική ασφάλεια, με προοπτική για ικανοποιητική σύνταξη και λοιπά. Γενικό
συμφέρον είναι επίσης όλα τα μέλη της κοινωνίας να έχουν πρόσβαση σε
κοινωνικούς και φυσικούς πόρους, σε (μη εμπορεύσιμα) δημόσια αγαθά. Έτσι ώστε
να διασφαλίζεται αξιοπρεπής διαβίωση για όλους, συν ελεύθερη ανάπτυξη της
προσωπικότητας καθενός, μέσα σε συνθήκες πρόσφορες για την ελεύθερη ανάπτυξη
όλων.
Γενικά συμφέροντα της κοινωνίας και ηγεμονία
Αναμφίβολα, η έμπρακτη ισχύς και η αποτελεσματικότητα των εξαγγελμένων
δικαιωμάτων κάθε άλλο παρά υπήρξε αυτονόητη, ακόμη και στις προηγμένες
καπιταλιστικές χώρες με φιλελεύθερη δημοκρατία. Ωστόσο, ύστερα από τη δεκαετία
του 1980 συντελείται με γοργό ρυθμό μια σαρωτική νεοφιλελεύθερη αποδόμηση των κοινωνιών.
Προκαλεί σοβαρά ρήγματα της νομιμότητας στο κοινωνικό κράτος δικαίου, αλλά και
έντονα σημάδια παρακμής του αστικού πολιτισμού ευρύτερα.
Το ιστορικό σκηνικό της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης υπό τη
συντριπτική κυριαρχία του διεθνούς χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου σηματοδοτεί μια
ασύλληπτη οπισθοδρόμηση. Θυμίζει την κολασμένη φάση της πρωταρχικής συσσώρευσης
κεφαλαίου. Στο ιστορικό περιβάλλον του 21ου αιώνα η συνεπής
προάσπιση των αρχών της λαϊκής κυριαρχίας, του κοινωνικού κράτους δικαίου, της
κοινωνικής δικαιοσύνης αποκτά γι’ αυτό μια πρωτοφανέρωτη δυναμική. Όχι τυχαία,
οι ιθύνουσες ελίτ καταπατούν τις αρχές αυτές, με τον καθεστωτικό κυνισμό «να
τελειώνουμε επί τέλους με αυτά τα ενοχλητικά κεκτημένα».
Κοντολογίς, ηγεμονικό μπορεί να καταστεί ένα σχέδιο κοινωνικής
ανάπλασης, εφόσον πηγαίνει και πέρα από τον κύκλο των στενών ταξικών
συμφερόντων του κοινωνικού συνασπισμού που θέλει να επωμισθεί μια πρωτοβουλία
μεγάλης πνοής (όπως το ΕΑΜ). Η πολιτική Αριστερά οφείλει να επεξεργασθεί
παρόμοιο σχέδιο με αυτοπεποίθηση, παίρνοντας επάνω της γενικά συμφέροντα της
κοινωνίας με την παραπάνω έννοια. Ήδη η αποτροπή της κοινωνικής ερήμωσης και
της λεηλασίας της Φύσης είναι ένα πρώτο στοίχημα και πρόκριμα μαζί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου