9/8/14

Στον δρόμο για το Amager

Μνήμη Βύρωνα Λεοντάρη

                                                                            Καλύτερα χοιροβοσκός στο Amagerbro (…)
                                                                            παρά ποιητής
                                                                                                                                                                    Søren Kierkegaard
                                 


Θα ξεχνάς να διαβάσεις, θα ξεχνάς να γράψεις και να διαβάσεις,
τα λόγια που ευχόσουν να σχηματιστούν στων βιβλίων τα χείλη,
θα ικετεύεις στα πρόσωπα των άλλων να χαριστούν· θα διστάζεις
να προφέρεις έναν στίχο, η πόρτα της συγκίνησης θα σβήνει,
με πάταγο θα κλείνει: Φέρετρο. Αποχαιρετισμός.

Όλα ψεύτικα, δεν υπάρχει αγωνία ούτε κίνδυνος,
το χέρι κομμένο που γράφει, η οπτασία ματαιωμένη.
Απελευθερωμένα χτυπούν οι καμπάνες, έρχονται
νέοι ήχοι, νέες φωνές, το χειρότερο: δάκρυα από γέλια.
Μηδέ βάλητε τους μαργαρίτας ημών...—

Δεν είχαμε τίποτα, ένα βρέφος κρατούσαμε μόνο,
γέννηση κλάμα ωδίνες, το συμπαγές σώμα του μες στο αίμα,
να ξεπλυθεί, να ομορφύνει, να λάμψουν 
οι περίλυπες μπούκλες στο φως, μαύρα μυστήρια τα μάτια —
Εγκυμονούσε φίδια το πάθος, μια καταστροφή:
αντί για τον ομφάλιο λώρο έκοψε το ίδιο μας το κεφάλι.

Θα ξεχνάς να διαβάσεις, θα ξεχνάς να γράψεις,
θα ξεχνάς να γράψεις και να διαβάσεις.
Κάποτε υπήρχαν τα χείλη της, κόκκινα σαν το μαχαίρι που μας σκοτώνει
Σταφύλι των αρωμάτων έσπαγε στο στόμα,
οι αισθήσεις ν’ αγγίζουν το μνήμα του παρελθόντος.
Άξιζε να πεθάνεις γι’ αυτό, άξιζε να πεθάνεις;
Σαράντα παιδιά ορφανά μες στην χούφτα του χρόνου χωρίς φωνή.

Μας πολέμησε σφόδρα ο καιρός, γίναμε ένα με το λασπωμένο χώμα.
Μας πρόδωσε η τυφλή κρυστάλλινη σφαίρα των υποσχέσεων,
η αλήθεια ότι γύρω μας έλαμπε η μέρα πυρακτωμένη,
και χρειάστηκε αντοχή, κι είπαμε: ας περιμένουμε ακόμα.
Τα δάκρυα συναντούν το χώμα, τα μάτια μας
βυθίζονται στην λάσπη: ρύποι, μαργαριτάρια των χοίρων.

Θα ξεχνάς να γράψεις, θα ξεχνάς να διαβάσεις,
θα ξεχνάς να γράψεις και να διαβάσεις· ακόμα και να μιλήσεις θα ξεχνάς.
Θ’ αναγνωρίζεις τις λέξεις που είχες να δώσεις, θα προσπερνούν
γύρω σου θολωμένα τα πλήθη, εμβρόντητος θα κοιτάζεις, ύστερα
το κλάμα σαν πέπλο θα σου κρύβει τα μάτια.
Όταν πλησιάζει το τέλος θα είσαι ένας από εμάς.
Those are pearls that were his eyes. Those are pearls that were his eyes.

Πνίγεται το τραγούδι, μιαν οπτασία βλέπουμε, σε άνυδρη έκταση, ραγισμένη.
Μας περιγελούν, μας παρωδούν, σαν χοίροι θα μας ποδοπατούν.
Μας ζητούν να θαφτούμε σε σπήλαια πετρώδους θρήνου.
Οι ρώγες των σταφυλιών θα κυλούν στ’ άδυτα των υπονόμων,
το παρελθόν θα γεννιέται, βρέφος νεκρό, ξανά και ξανά,
το μαχαίρι της ζωής θα βασανίζει το κομμένο μας κεφάλι.
Those are pearls that were his eyes.

Θα ξεχνάς να γράψεις, θα ξεχνάς να διαβάσεις,
θα ξεχνάς ακόμα και να μιλήσεις — όμως:
Ονειρευτήκαμε πως στα βαλτόνερα, κάποια στιγμή, θα βρεθείς,
εσύ, να κρατάς την πυρακτωμένη μέρα στα μάτια μας πάλι,
τις εικόνες θ’ αφήσεις, να πετούν ψηλά, ζωής και θανάτου, ονειρευτήκαμε
πως θα γνωρίσεις, θα αισθανθείς, μια γλώσσα
του παρόντος, του παρελθόντος, του μέλλοντος,
και τα ποιήματα θ’ αναδυθούν, πεταλούδες του σκοτεινού αιώνα,
απ’ τα χέρια σου, η οπτασία θα είναι
το ανέσπερο όλων μαζί σώμα τους, στον ορίζοντα να χορεύει,
κι ο άνεμος —ίσως για λίγο συμβεί— θα μπορεί
κι εμάς ακόμη να μας σηκώνει.

Σημ. : «…μηδέ βάλητε τους μαργαρίτας υμών έμπροσθεν των χοίρων»
Ματθαίου, κεφ. Ζ, παρ. 6


Αλέξανδρος Μηλιάς

Δεν υπάρχουν σχόλια: