19/7/14

Σαράντα χρόνια μετά...

ΤΟΥ ΑΛΚΗ ΡΗΓΟΥ
 
Από τη σειρά Μουσείο Αυτοεκτίμησης της εξουσίας #2, 2008-2014
ΛΕΥΚΙΟΣ ΖΑΦΕΙΡΙΟΥ, Μ’ ευλάβεια και με λύπη, εκδόσεις Γαβριηλίδης, σελ. 203

 «…η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί …»
 Γ. Σεφέρης, Μνήμη Α’

Τούτος ο στίχος -γραμμένος ειδικά γι’ αυτό το νησί της νοτιο-ανατολικής Μεσογείου– εδώ και πάνω από εξήντα χρόνια θαρρείς πως συμπυκνώνει, προφητικά, με μια εκπλήσσουσα πληρότητα, εικόνες, λόγους, χρόνους κι ανθρώπους. Κι ίσως και να εξηγεί το βαθύτερο λόγο, που κάθε ήρεμη φωνή για το Κυπριακό χάνεται είτε μέσα στην γενικότερη αδιαφορία ή μέσα στο θόρυβο μιας ακατάσχετης και άχρονης πατριδοκάπηλης επιλεκτικής ρητορείας. Μιας ρητορείας που αναπαράγεται τέτοιες μέρες, εδώ και σαράντα χρόνια από την τουρκική εισβολή, συνήθως λησμονώντας ότι αυτή βρήκε πρόσχημα το χουντικό προδοτικό πραξικόπημα εναντίον του εκλεγμένου Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, Αρχιεπίσκοπου Μακάριου, ή απλά «Μούσκου», σύμφωνα με την ορολογία των χουντικών «υπερπατριωτών». Ρητορεία που εντείνεται επίσης κάθε φορά που μια προσπάθεια επίλυσης, κάποιο σχέδιο διαλόγου μεταξύ των δύο σύνοικων κοινοτήτων πάει ν’ αρχίσει... Μια νέα δίοδος επικοινωνίας ν’ ανοίξει... Ρητορεία μιας εθνικιστικής κινδυνολογίας περί σχεδίων αφανισμού του Ελληνισμού, «βαθυστόχαστων» γεωστρατηγικών αναλύσεων, πολιτισμικών αλλοιώσεων και, πρόσφατα, διεθνικών οικονομικών επιπτώσεων, λόγω ΑΟΖ και κρίσης. Ρητορεία που το μόνο που πάντα λησμονεί είναι οι άνθρωποι, οι κάτοικοι τούτου του βίαια χωρισμένου μαρτυρικού νησιού.

Κόντρα σ’ αυτές τις κυρίαρχες αντιλήψεις, τις επιλεγμένες σιωπές που πληθαίνουν, η κατάθεση του φίλου Λεύκιου Ζαφειρίου, με αυτό τον γλυκόπικρο τίτλο, έρχεται με την χαμηλόφωνη, λιτά σπαραγματική της γραφή –που στο βάθος πονάει πιότερο– να μας θυμίσει ανάκατα, στα 16 μικρά κείμενα που την συναποτελούν, χθεσινά σημερινά και απώτερα, μέσα από μνήμες δικές του και άλλων καθημερινών ανθρώπων και από τις δύο μεγαλύτερες κοινότητες. Μια που όπως γράφει: «Χωρίς μνήμη είναι όλα τίποτα. Χάνονται»
Μνήμες λοιπόν ενός «θρυμματισμένου κόσμου, σε μια πατρίδα ανάπηρη στις γάζες» όπως και ο ίδιος μετά το τροχαίο ατύχημα στα κατεχόμενα, που παραλίγο να του στοιχίσει τη ζωή, αδύναμος μπροστά στη δικαστίνα της τουρκοκυπριακής διοίκησης, όπου ο μπατζανάκης του τουρκοκύπριου μεταφραστή του Γιουτζιέλ, τρέχει αθόρυβα να καταθέσει την χρηματική εγγύηση για να μην κρατηθεί...
Μνήμες που εμπλέκονται με άλλες από την Αγγλία, τις έρευνες του για τον Κάλβο, την κηδεία ενός άγγλου στρατιώτη -το κομμάτι δίνει και τον τίτλο του βιβλίου- από ένα χωριό κοντά στο Σέφιλντ που σκοτώθηκε στο Αφγανιστάν, τον πόνο της μάνας του. Πόνο αντίστοιχο με εκείνον των μανάδων στην Κύπρο στις κηδείες των αγνοουμένων – που ...βρέθηκαν πρόσφατα και ταυτοποιήθηκαν με την μέθοδο του DNA τα οστά τους- και τους «βέβηλους λόγους των κομματαρχών [που] ήταν σάμπως σε προεκλογική μάζωξη ... ώσπου μια μάνα που χρόνια την έπαιρναν στις συγκεντρώσεις [για τους αγνοούμενους] δεν άντεξε άλλο και πήγε μόνη της να σκάψει τον τάφο και να τον ξεθάψει»
Μνήμες από τον τραγέλαφο της επιστράτευσης την ώρα της εισβολής, το άδοξο ταξίδι του επιβατικού «Ρέθυμνος», που αντί της Κύπρου κατέληξε στην ...Ρόδο, την ανατίναξη με βενζίνη της σπηλιάς/κρησφύγετο του Γρηγόρη Αυξεντίου, την θολή εικόνα που είχε, στα οχτώ του, του Χάρντινγκ στο Κυβερνείο, και τόσα ακόμη, όπως εκείνη η συγκλονιστική ιστορία ενός κορακιού, του «Πίνδαρου», που η μικρή του Κερά αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την ώρα της φυγής από την Αμμόχωστο.
Μνήμες ενός αποσπασματικού ημερολόγιου με ανάκατα καταχωρημένες εγγραφές 40 χρόνων –«παριστάνω τον Μιχαλιό του Καρυωτάκη εν ζωή» - από το 2004 για το 1967, ή ακόμα παλιότερες, του 1964, και την παρουσία σε κηδεία δύο δολοφονημένων αξιωματικών του τότε λοχαγού Ιωαννίδη... Αλλά και άλλες από τη «Γιορτή των Ανθέων» ή εκείνη των «Πορτοκαλιών», στην τότε ζωντανή Αμμόχωστο. Για τους ελλαδίτες φαντάρους και τις φωτογραφίες τους, που έβγαζε ένας εστιάτορας στη Λευκωσία και σήμερα μονολογεί «πως χάθηκαν τόσα παιδιά ... Χωρίς να ξέρουν τι μπάχαλο είχαν καταντήσει οι άλλοι την πατρίδα και πως τα έσερναν σε σφαγή». Ή οι αναφορές για τον «Τύμβο της Μακεδονίτισσας», για γνωστούς δρόμους, γειτονιές και στέκια της Λευκωσίας, που και εσύ έχεις περπατήσει, και που η λιτή γραφή σε κάνει να διαβάζεις φωναχτά με ένα πνιγμένο δάκρυ στην άκρη των ματιών σου .
Μα ποιο συγκλονιστικές είναι εκείνες από το κατεχόμενο «Ριζοκάρπασο» και το άνοιγμα του εκεί Γυμνασίου, όπου βρέθηκε ως καθηγητής από την πρώτη μέρα ο Λεύκιος συνοδεία του ΟΗΕ, το σκίσιμο, μπροστά στους λιγοστούς μαθητές, συγκεκριμένων σελίδων από όλα τα βιβλία Λογοτεχνίας της Γ’ Τάξης, σύμφωνα με όσα αναγράφονταν σε έγγραφο του τουρκικού στρατού, τις οποίες οι κατοχικές «Αρχές» δεν πρόλαβαν να λογοκρίνουν πριν σταλούν… Μια μαθήτρια, η Χρυσοβαλάντη, δεν αντέχει το θέαμα, «ένας καθηγητής την απομακρύνει ... κάθεται σ’ ένα σκαλοπάτι ... Δεν ξέρεις αν κλαίει ή αν κοιτάει στο βάθος τον ορίζοντα του δικού της τόπου που πια δεν της ανήκει... Ένας αξιωματικός του ΟΗΕ θέλει να ξηλώσει τα διακριτικά από το πουκάμισό του γι’ αυτό που βλέπει». Μα «είναι κι άλλες ιστορίες σ’ αυτό το σχολείο αλλά και στο Ριζοκάρπασο που πρέπει να καταγραφούν. Αφορούν του τελευταίους ανθρώπους που έμειναν εκεί να μας θυμίζουν οικεία κακά και το τέλος ενός ολόκληρου κόσμου που κοντεύει να μην είναι πια δικός μας»
Ιστορίες που μέρος τους καταγράφει -κάτω από τη στενή παρακολούθηση των τουρκικών μυστικών αστυνομικών- με σεβασμό: «είναι ένας μονόλογος κοφτός, τα λόγια βγαίνουν από μόνα τους, η ανάγκη να μιλήσεις με λέξεις όσες αρκούν να δώσουν το μεδούλι της ψυχής». Την διήγηση για τον τουρκοκύπριο δικαστή που απέτρεψε κάποιες ομαδικές εκτελέσεις. Ή εκείνη για τον έποικο Ορχάν που έσωσε το χωριό από την προβοκάτσια δυο εποίκων, οι οποίοι ύψωσαν μια ελληνική σημαία στο Δημοτικό Σχολείο, κατονομάζοντάς τους. Για τους «έρημους αυτούς ανθρώπους [που] φέρανε από τα βάθη της Τουρκιάς ... και τα παιδάκια τους τρέχουνε ξυπόλυτα και νηστικά. Καμιά φορά τους δίνουμε να φάνε είναι κρίμα να τ’ αφήσεις σ’ αυτή την άδικη κατάρα»
Και μια τελευταία καταγραφή από τις τόσες που κάνουν το διάβασμα αυτού του μικρού βιβλίου του Λεύκιου συναρπαστικό, για όσους οι λέξεις συνεχίζουν να έχουν περιεχόμενο: «την πρώτη χρονιά [στο Γυμνάσιο του Ριζοκάρπασου] είπαμε να γιορτάσουμε την 28η Οκτωβρίου. Είχαμε κάποιες φωτογραφίες, τα παιδιά έφεραν κρυφά στις τσάντες τους δάφνη και μ’ αυτήν αφού έκλεισαν την πόρτα της αίθουσας, στόλισαν τις φωτογραφίες του Δαβάκη, του Μανώλη Γλέζου και άλλων. Κι όταν τέλειωσαν η ομιλία και τα τραγούδια, στο τέλος της γιορτής, πολύ σιγανά, είπαν τον Εθνικό Ύμνο. Μας θύμισαν τη φωνή στον ραδιοφωνικό σταθμό των φοιτητών. Λίγο προτού γκρεμίσει το τανκ την πύλη του Πολυτεχνείου».

Υ.Γ. Αυτό το βιβλίο θα το ένοιωθε βαθύτερα –και ίσως και τούτη την γραφή- η φίλη και σύντροφος χρόνων που μας έφυγε πρόσφατα, Αννίτα. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: