19/7/14

Εισαγωγή τον Γκαίτε

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ

ΤΟΥ ΘΑΝΑΣΗ ΛΑΜΠΡΟΥ

Τὸ ὄνομα τοῦ Goethe προκαλεῖ σήμερα μᾶλλον πλήξη καὶ ἀνία, ἀμηχανία, ἴσως κάποτε καὶ τὴν περιέργεια (ποὺ γρήγορα αὐτοαναφλέγεται καὶ ἐξαντλεῖται). Ὁ Γκαῖτε διχάζει καὶ συχνὰ παραπλανεῖ. Εἶναι ὁ Γκαῖτε «κλασικὸς συγγραφέας» ἢ μήπως ἕνας τέτοιος χαρακτηρισμὸς δὲν προσδιορίζει ἐντέλει τίποτε; Εἶναι ὁ Γκαῖτε ὁ «(νεο)κλασικιστὴς» μὲ τὸ ὀλύμπιο βλέμμα ποὺ παρατηρεῖ ὅλο ἀταραξία τὰ ἀνθρώπινα πράγματα ἀπὸ ἕνα ὁρισμένο ὕψος; Ποιός εἶναι ὁ Γκαῖτε; Τί εἶναι ὁ Γκαῖτε;
Ὁ Γκαῖτε εἶναι ὁ λαβύρινθος μέσα ἀπὸ τὸν ὁποῖο πέρασε γιὰ νὰ φτάσει –ἔπειτα ἀπὸ μακρὰ πορεία καὶ περιπλάνηση- στὴ σοφία. Γιὰ νὰ γνωρίσουμε τὸν Γκαῖτε καὶ τὴ φλόγα ποὺ ἔκαιγε μέσα του, εἶναι ἀνάγκη πρῶτα ἀπ’ ὅλα νὰ γνωρίσουμε τὸ ἴδιο του τὸ ἔργο. Ἡ καλύτερη εἰσαγωγὴ εἶναι τὸ γνωστότερο καὶ μᾶλλον τὸ δυσκολότερο ἀπὸ τὰ ἔργα του: ὁ Φάουστ. Ὅ,τι εἶναι τὰ ἔπη τοῦ Ὁμήρου γιὰ τὸν ἀρχαῖο κόσμο, ὅ,τι εἶναι ἡ Κωμωδία τοῦ Δάντη γιὰ τὸν μεσαιωνικὸ κόσμο εἶναι ὁ Φάουστ τοῦ Γκαῖτε γιὰ τοὺς νεότερους χρόνους, γιὰ τὸν νεότερο ἄνθρωπο, ποὺ εἶναι ἤδη ἡλικίας πεντακοσίων ἐτῶν. Ὅπως στὰ ὁμηρικὰ ἔπη ἔτσι καὶ στὸν Φάουστ, ὁ Γκαῖτε στηρίχθηκε σὲ προγενέστερη προφορική –καὶ ἐν μέρει γραπτή‒ παράδοση. Ὅπως στὰ ἔπη τοῦ Ὁμήρου ἔτσι κι ἐδῶ, τὸ τελικὸ ἀποτέλεσμα ἐπισκιάζει καὶ ὑπερβαίνει κατὰ πολὺ τὸν λαϊκὸ θρύλο ἀπὸ τὸν ὁποῖο γεννήθηκε. Ὅπως ὁ Ὅμηρος ἀντλεῖ ἀπὸ τὰ περασμένα καὶ ἀποδίδει σὲ μιὰ θαυμαστὴ τοιχογραφία τὸν ἀρχαϊκὸ κόσμο, ὅπως ὁ Δάντης συμπυκνώνει σὲ ἑκατὸ ἄσματα τὸν μεσαιωνικὸ κόσμο καὶ ὅλη τὴ σοφία τοῦ καιροῦ του, ἔτσι καὶ ὁ Γκαῖτε ‒ὀργανώνοντας σὲ ἕνα πολυσήμαντο σύνολο τὶς ὀφειλὲς τοῦ παρελθόντος‒ συμπυκνώνει σὲ 12.111 στίχους τοὺς νεότερους χρόνους, τὴν ἀρχὴ τῶν ὁποίων θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ τοποθετήσει στὰ τέλη τοῦ 15ου αἰώνα, ἐποχὴ ποὺ γεννιέται ὁ πραγματικὸς Φάουστ.

*
«Ἐντέλει χρειάστηκε μιὰ πράγματι μεγάλη ἀπόφαση», ἔγραφε ὁ Γκαῖτε τὸν καιρὸ ποὺ εἶχε πιὰ ὁλοκληρώσει τὸν Φάουστ, «γιὰ νὰ μπορέσω νὰ ἐπεξεργαστῶ τὸ ἔργο στὸ σύνολό του... Κι ἂν ἐμπεριέχει ἀκόμα ἀρκετὰ προβλήματα καὶ δὲν προσφέρει γιὰ ὅλα μιὰν ἐξήγηση, ὡστόσο θὰ δώσει χαρὰ σ’ ἐκεῖνον ποὺ ἐννοεῖ μιὰ χειρονομία, ἕνα νεῦμα, μιὰ μικρὴ ὑπόνοια. Καὶ θὰ βρεῖ μᾶλλον περισσότερα ἀπ’ ὅσα μπόρεσα νὰ δώσω» (ἐπιστολὴ στὸν Συλπὶζ Μπουασερέ (Sulpiz Boisserée), 8 Σεπτεμβρίου 1831). Ἀκριβῶς αὐτὰ τὰ περισσότερα, ἐκεῖνα ποὺ ἐκ πρώτης ὄψεως δὲν φαίνονται ἢ εἶναι καλὰ κρυμμένα σὲ ἕνα ἔργο γεμάτο συμβολισμούς, νεύματα καὶ ὑπόνοιες εἶναι τὸ ζητούμενο: Νὰ στρέψουμε τὴν προσοχή μας πρὸς ὁρισμένες ἐπιλεγμένες σκηνὲς καὶ φράσεις μέσῳ τῶν ὁποίων θὰ μπορούσαμε νὰ ὁδηγηθοῦμε στὰ ἴδια τὰ θεμέλια ὁλόκληρου τοῦ ἔργου. Θὰ ἦταν ἀνεδαφικὸ καὶ ἀφόρητα ἀλαζονικὸ νὰ ἰσχυρισθεῖ κανεὶς ὅτι ἔλυσε ὅλους τοὺς γρίφους, ὅτι ἐννόησε ὅλα τὰ νεύματα καὶ ὅλες τὶς ὑπόνοιες, ὅτι κατέβηκε μέχρι τὰ βάθη του καὶ φώτισε ὅλα τὰ μυστικὰ ἑνὸς τέτοιου πολυδαίδαλου ἔργου.
«Ὅλα τὰ σημαντικὰ πράγματα», λέει μιὰ γνωστὴ ρήση τοῦ Γκαῖτε, «τὰ ἔχουν ἤδη σκεφθεῖ οἱ ἄνθρωποι. Αὐτὸ ποὺ πρέπει μόνο νὰ προσπαθήσει κανεὶς εἶναι νὰ τὰ σκεφθεῖ πάλι ἀπὸ τὴν ἀρχή». Ἔτσι σκεπτόμενοι, θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι ὅλα τὰ σημαντικὰ πράγματα, ὅσον ἀφορᾶ τὸν Φάουστ τοῦ Γκαῖτε, τὰ ἔχει σκεφθεῖ κανείς. Ἐκεῖνο ποὺ μένει εἶναι νὰ τὰ σκεφθεῖ πάλι ἀπὸ τὴν ἀρχὴ καὶ νὰ πασχίσει νὰ κατέλθει σὲ ἀκόμα βαθύτερα στρώματα ἑρμηνείας. Τὸ κυριότερο δὲν εἶναι νὰ ἀποπειραθεῖ κανεὶς ἄλλη μία «φιλολογικὴ ἀνάλυση» ἢ ἀκόμα ἕναν «φιλολογικὸ σχολιασμὸ» τοῦ ἔργου ἀλλά, συζητώντας μὲ τὸ παρελθόν –στὸ ὁποῖο ἀνήκει τὸ ἔργο‒, νὰ δεῖ καὶ νὰ ἐννοήσει τὴ βαθύτερη σημασία του, καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν νὰ φωτίσει μερικὲς ἀπὸ τὶς πιὸ κρυφὲς γωνιές του.
Θὰ δοῦμε καθαρότερα τὸν Φάουστ τοῦ Γκαῖτε (καὶ ὁλόκληρη τὴ μεγάλη τέχνη) ἂν συλλογιστοῦμε πὼς ἕνα σπουδαῖο ἔργο δὲν ἐξαντλεῖται μόνο στὰ λεγόμενα πραγματολογικὰ στοιχεῖα, στὴν ὑπόθεση, τὴν πλοκὴ κ.λπ., ἀλλὰ πώς, ἐξερχόμενο ἀπὸ αὐτὸ τὸ στενὸ πλαίσιο, ἀγκαλιάζει εὐρύτερες περιοχές. Ἔτσι σκεπτόμενοι, θὰ ἐννοήσουμε πὼς ὁ Φάουστ δὲν εἶναι ἁπλῶς καὶ μόνο ὁ ἄνθρωπος τῆς δράσης, ὁ ἄνθρωπος ποὺ ζητᾶ πλούτη καὶ δύναμη, ὁ ἄνθρωπος ποὺ διψᾶ γιὰ γνώση, ἐξουσία, ἰσχὺ κ.λπ. Ὁ Φάουστ εἶναι ὅλα αὐτά, ἀλλὰ τὴν ἴδια στιγμή –καὶ αὐτὸ εἶναι ποὺ ἐνδιαφέρει ἐδῶ‒ εἶναι ἡ ποιητικότερη καὶ οὐσιαστικότερη παρουσίαση ἑνὸς θέματος ἐξαιρετικὰ δύσβατου: Τῆς παρουσίασης τοῦ νεότερου, τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου, πῶς γεννήθηκε, πῶς ἀναπτύχθηκε, πῶς κυριάρχησε ὁ νεότερος ἄνθρωπος καὶ ποιές ἦταν οἱ βαθύτερες προϋποθέσεις ποὺ ὁδήγησαν στὴν ἀνάδυση καὶ τὴν ἐπικράτησή του.
*
Μελετώντας τὸ ἴδιο τὸ κείμενο, ποὺ σκεπάστηκε ἀπὸ ἀλλεπάλληλες ἐξηγήσεις, ὑποθέσεις, σχόλια καὶ ἀναλύσεις, ἀσκώντας τὴν ἐν πολλοῖς λησμονημένη τέχνη τῆς ἀργῆς καὶ προσεκτικῆς ἀνάγνωσης (ποὺ μὲ ἕναν μεγεθυντικὸ φακὸ ἀνὰ χείρας ζητᾶ νὰ φέρει στὸ φῶς αὐτὸ ποὺ βρίσκεται ἀνάμεσα στὶς γραμμές), μπορεῖ νὰ πλησιάσει κανεὶς τὸ ἴδιο τὸ ἔργο καί, προσεγγίζοντάς το, νὰ διεισδύσει στὰ ἐνδότερα – ὅσο τὸ ἐπιτρέπουν οἱ δυνάμεις του. Ὡστόσο, πρὶν ἐπιχειρήσει κανεὶς νὰ κατέλθει σὲ βαθύτερα στρώματα ἑρμηνείας, εἶναι ἀναγκαῖο νὰ γνωρίσει πρῶτα τὴν ἐσώτερη κίνηση τοῦ ἴδιου τοῦ ἔργου, σκεπτόμενος πάντα πὼς ἡ λεκτικὴ διατύπωση εἶναι συχνὰ μόνο ἡ θύρα ἢ τὸ ἐλάχιστο παράθυρο ποὺ ἐλευθερώνει τὸ βλέμμα γιὰ τὰ ἐνδότερα τοῦ ἔργου, τὸ ὁποῖο δὲν ἐξαντλεῖται οὔτε φανερώνεται ὁλόκληρο. Τὸ ἐγχείρημα μιᾶς ἐκ τῶν ἔνδον ἀνάγνωσης (τὸ Δεύτερο Μέρος τῆς παρούσας πραγματείας) δὲν εἶναι παρὰ μιὰ ὑπόθεση ἐργασίας ποὺ μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀπορρίψει ἢ νὰ ἀποδεχθεῖ. Μιὰ ὑπόθεση ἐργασίας, μιὰ βάση δεδομένων, ἕνα σημεῖο ἀφετηρίας ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ὁδηγήσει σὲ ἄλλες ἀναγνώσεις καὶ ἑρμηνεῖες.
Λέγοντας ἑρμηνεία ἐννοοῦμε ἐδῶ τὴ ζωντανὴ καὶ δημιουργικὴ μέθεξη στὴν ἀλήθεια τοῦ ἔργου. Αὐτὴ τὴν ἀλήθεια, ποὺ εἶναι ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ θεμέλιο, πασχίζει ὁ ἑρμηνευτὴς νὰ ψηλαφίσει, νὰ ἀναγνωρίσει καὶ νὰ φέρει στὸ φῶς. Κάθε ἔργο ἔχει ἀνάγκη τὴν ἐνεργητικὴ καὶ δημιουργικὴ συμμετοχὴ ποὺ ὁδηγεῖ σὲ βαθύτερα νερὰ καὶ γεφυρώνει τὸ χάσμα ἀνάμεσα στὸν ἀποστολέα (συγγραφέα) καὶ τὸν ἀποδέκτη (ἀναγνώστη). Ἀκριβῶς ὅπως ὁ γνήσιος ποιητὴς ὀφείλει νὰ ἀφανίζεται ὁλοσχερῶς –ὄχι μόνο νὰ κρύβεται ἐπιμελῶς‒ γιὰ νὰ προβάλει καθαρότερα τὸ ἔργο στὸ φῶς τῆς ἀλήθειας του, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ ὁ δημιουργικὸς ἑρμηνευτὴς ὀφείλει νὰ παραμερίζει τὸν ἑαυτό του καί, κάνοντας πράξη τὴν πλήρη ὑποταγὴ στὸ ἴδιο τὸ κείμενο, νὰ καταπολεμᾶ σὲ κάθε βῆμα, σὰν ἄσπονδο ἐχθρό, τὴ φιλαυτία, τὴν ἐπιδειξιομανία καὶ τὸν ναρκισσισμό. Δὲν προέχει τόσο ἡ αὐτοεπιβεβαίωση ὅσο νὰ βεβαιωθοῦμε γιὰ τὴ μοναδικότητα τῆς ἀλήθειας του μέσῳ τῆς ὁποίας ἕνα ἔργο παραμένει ζωντανό, ἀνεξάντλητο, θαυμαστὸ καὶ δὲν μεταβάλλεται μὲ τὸν καιρὸ σὲ νεκρὸ γράμμα.
Οἱ ἐργασίες ποὺ ἔχουν γραφτεῖ γιὰ τὸν Φάουστ τοῦ Γκαῖτε ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 19ου αἰώνα μέχρι σήμερα, οἱ μελέτες, οἱ πραγματεῖες, τὰ ἄρθρα καὶ τὰ φιλολογικὰ μελετήματα εἶναι πάμπολλα. Συμβουλεύθηκα πολλὰ ἀπὸ αὐτά, ἀλλὰ ἔπειτα ἀπὸ ἐνασχόληση χρόνων ἀναγκάσθηκα νὰ ἐγκαταλείψω τὸ ἐγχείρημα καὶ νὰ ἐπιστρέψω στὸν μόνο βέβαιο ὁδηγό – στὸ ἴδιο τὸ πρωτότυπο κείμενο. Δὲν ἦταν, οὔτε εἶναι, στὶς προθέσεις μου νὰ συναριθμηθῶ στὴ μακριὰ καὶ σεβάσμια σειρὰ τῶν εἰδικῶν μελετητῶν, ἐρευνητῶν, ὑπομνηματιστῶν, φιλολόγων καὶ σχολιαστῶν. Δὲν πλησίασα τὸν Φάουστ (ἕνα κείμενο κυριολεκτικὰ ἱερό, ὅπως ἄλλωστε ὅλα τὰ μεγάλα καὶ ἀληθινὰ ἔργα) οὔτε σὰν «ποιητής», οὔτε σὰν «συγγραφέας», οὔτε πολὺ περισσότερο σὰν «φιλολογικὸς ἀναλυτὴς» ἢ «σχολιαστής», ἀλλὰ –ἐὰν ἐπιτρέπεται ἑνὸς δευτερολέπτου περιαυτολογία‒ σὰν ἕνας ἄνθρωπος ποὺ πάσχει καὶ ἀγωνιᾶ σὲ ἕναν κόσμο ὁ ὁποῖος θὰ μποροῦσε νὰ χαρακτηρισθεῖ καθ’ ὁλοκληρίαν φαουστικός.
Ἡ παρούσα πραγματεία (ποὺ παραδίδω μὲ φόβο καὶ τρόμο στὸ ἀναγνωστικὸ κοινὸ) δὲν ἔχει φιλολογικὸ χαρακτήρα, ἀλλὰ ἐπιχειρεῖ κυρίως μιὰ ἑρμηνευτικὴ ἐμβάθυνση σὲ ἕνα κείμενο ποὺ δίκαια φέρει τὸν τίτλο τοῦ γνωστότερου καί, ἀπὸ πολλὲς ἀπόψεις, σπουδαιότερου λογοτεχνικοῦ ἔργου τῆς γερμανόφωνης γραμματείας. Στὸν τόπο μας, τόσο ἡ γερμανόφωνη γραμματεία ὅσο καὶ τὸ ἔργο τοῦ Γκαῖτε, ὅπως καὶ ὁ Φάουστ, συνεχίζουν νὰ παραμένουν ἄγνωστα. Ἐὰν ἡ ἀνὰ χείρας ἐργασία καταφέρει νὰ κεντρίσει τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ ἀναγνώστη, τότε θὰ ἔχει κατορθώσει τὸ σημαντικότερο: Νὰ φέρει κατά τι ἐγγύτερα ἕνα ἔργο ἀρχετυπικὸ καὶ ἀνεξάντλητο, νὰ ἐπιτύχει τὴν προσέγγιση, τὸ πλησίασμα ἑνὸς ἔργου μὲ ὁδηγὸ τὸ ἴδιο τὸ κείμενο ἀλλὰ καὶ μὲ ὅσα σχηματίζονται ἀνάμεσα στὶς γραμμὲς τοῦ κειμένου, τὰ ὁποῖα ἀνιχνεύονται πιὸ δύσκολα. Ἡ ἀναδρομὴ στὴν ἀρχαιότητα καὶ σὲ θεμελιώδη κείμενα ποὺ γράφτηκαν στὸ πέρασμα ἀπὸ τὸν Μεσαίωνα στοὺς Νέους Χρόνους δὲν εἶναι αὐθαίρετη ἐπιλογὴ ἀλλὰ ἐπιβεβλημένη ἀνάγκη. Ἀφορμὴ δὲν ἀποτέλεσε ὁ θαυμασμὸς καὶ ὁ βαθὺς σεβασμὸς τοῦ ἴδιου τοῦ Γκαῖτε γιὰ τοὺς «ἀρχαίους», ἀλλὰ ἡ σκέψη πὼς χωρὶς αὐτὰ τὰ ἀναγκαῖα ἐφόδια εἶναι ἀδύνατον νὰ διεισδύσει κανεὶς στὰ ἐνδότερα τόσο τοῦ ἔργου τοῦ Γκαῖτε ὅσο καὶ στὸν ἴδιο τὸν Φάουστ, ποὺ εἶναι ἀναμφισβήτητα ἡ κορυφαία στιγμή, ἡ μία ἀπρόσιτη κορυφὴ σὲ ἕνα ἔργο ἀχανές, πολυσχιδὲς καὶ λαβυρινθῶδες.

Το βιβλίο του Θανάση Λάμπρου, Κάτω απ’ τον ανοιχτό ουρανό. Εισαγωγή στον Γκαίτε, θα κυκλοφορήσει τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Περισπωμένη 

Αττικό τοπίο με παπαγάλο, πορσελάνη, σίδερο, 2004


Δεν υπάρχουν σχόλια: