ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΓΑΒΡΟΓΛΟΥ
Η συνεχής και κριτική αποτίμηση όσων συμβαίνουν αποτελεί συστατικό στοιχείο
της δημιουργικής κουλτούρας της αριστεράς. Η κριτική ματιά δεν είναι η
γκρινιάρικη ματιά, αλλά μια προσπάθεια κατανόησης νέων φαινομένων, νέων τάσεων
και, πάντως, αποτελεί τον πιο αποτελεσματικό τρόπο να μην γίνονται αποδεκτές
αξίες και απόψεις που δίνουν την εντύπωση ότι είναι «δικές μας» μόνο και μόνο
επειδή έχουν ως στόχο τους «άλλους». Δεν είναι δεδομένο ότι ο εχθρός του εχθρού
μου είναι φίλος μου. Οι λογικές αλήθειες δεν συνεπάγονται πάντοτε και
κοινωνικές αλήθειες. Τώρα, λοιπόν, πριν αρχίσουν να μας πιέζουν πάλι και να μας
αυτοδεσμεύουν τα προεκλογικά διλήμματα, αποφασίσαμε στις «Αναγνώσεις» να ανοίξουμε μία συζήτηση
για τις «ρήξεις, τις συνέχειες, τις αμηχανίες της αριστεράς του 21ου
αιώνα» όπως λέει και το σύντομο κείμενο που προλογίζει την σειρά αυτήν των άρθρων.
Ένα από τα διακυβεύματα στην σημερινή μεταβατική κατάσταση είναι η
συγκρότηση μιας ατζέντας με συγκεκριμένα θεωρητικά ζητήματα, για τα οποία θα
πρέπει να ανταλλαγούν απόψεις και να υπάρξουν συναινέσεις. Δεν υπάρχει σωστή ή
λάθος ατζέντα, και ο κίνδυνος είναι να θεωρηθεί ένα τέτοιο αίτημα πολυτέλεια, με
αποτέλεσμα να μην υπάρξει καμία ατζέντα.
Σαν ένα παράδειγμα μιας τέτοιας ατζέντας θα ήθελα να επικεντρωθώ σε ένα
μόνον θέμα: το πρόβλημα των μεταρρυθμίσεων, για το οποίο γίνεται και τόσο πολύς
λόγος. Η συζήτηση σήμερα για μεταρρύθμιση γίνεται σε ένα πλαίσιο
που ορίζεται από την προσμονή ότι στο σχετικά σύντομο μέλλον υπάρχουν οι δυνατότητες για μια αριστερή κυβέρνηση. Επίσης, γνωρίζουμε, όλοι και όλες, ότι μια τέτοια
κυβέρνηση δεν μπορεί να κάνει πολλά
περισσότερα από το να ξαναφέρει μέτρα που η σοσιαλδημοκρατία, στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν, είχε ως προτεραιότητές της. Πώς, λοιπόν, συζητάμε το πρόβλημα των μεταρρυθμίσεων
από αριστερή σκοπιά, όταν, στην καλύτερη περίπτωση, μια μελλοντική κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ θα έχει ως
βασικό της στόχο να επαναφέρει αυτά που ήταν αδιαπραγμάτευτα για την σοσιαλδημοκρατία;
Σε μία συνέντευξή της, η Νόρα Αναγνωστάκη έλεγε: “Οι λέξεις έχουν φτάσει ... στο τελευταίο στάδιο της φθοράς. Έχουν
γελοιοποιηθεί σε σημείο που πρέπει να ντρέπεσαι πια ή να φοβάσαι να τις
χρησιμοποιήσεις.” Σήμερα, λοιπόν, που οι συντηρητικές δυνάμεις έχουν
λεηλατήσει και οικειοποιηθεί όλες τις λέξεις της αριστεράς, το κρίσιμο ερώτημα
είναι αν μπορεί να επικαιροποιηθεί
μια τέτοια έννοια όπως η μεταρρύθμιση, διερευνώντας τις δυνατότητες σύνθεσης ενός
πολύπλευρου και ετερόκλητου φάσματος νέων πρακτικών που ήδη διαμορφώνονται στην
κοινωνία. Αν, δηλαδή, η μεταρρύθμιση μπορεί να επανανοηματοδοτηθεί ως μια
διαδικασία που θα ενσωματώνει όσα εναλλακτικά πραγματοποιούνται σε μικρή κλίμακα
και τοπικά, και να τα προβαλλει ως πρακτικές που αποκτούν μια γενικότερη
παρουσία.
Είμαι σίγουρος, χωρίς να μπορώ να το
στοιχειοθετήσω με έναν συστηματικό τρόπο, ότι πολλά καινούργια πράγματα
“συμβαίνουν” γύρω μας, τα οποία ξεφεύγουν της προσοχής μας. Συνήθως τα θεωρούμε
ως δημιουργικές αντιστάσεις στην κρίση και τα αφήνουμε εκεί. Αυτές, όμως, οι
αντιστάσεις διαμορφώνουν νέες πρακτικές, νέες νοοτροπίες, νέα γνώση, νέες
συλλογικότητες, νέους τρόπους λήψης αποφάσεων. Διερευνούν νέες καθημερινότητες.
Στοιχειοθετούν ριζοσπαστικές κριτικές σε όσα γίνονται. Αχνά, με αντιφάσεις και
πισωγυρίσματα, διαγράφουν τα στοιχεία νέων δυνατοτήτων – πολιτικών, κοινωνικών,
ιδεολογικών. Σαν ένα ψηφιδωτό που πρέπει να ρίξει κανείς αρκετό νερό πάνω του, ώστε
να καταλάβει τι απεικονίζει.
Είναι δυνατόν να συγκροτήσουμε μια
αντίληψη για το κυβερνητικό πρόγραμμα της αριστεράς, που ο πυρήνας της θα
αποτελείται από τη σύνθεση αυτών των πρακτικών που τελικά εκφράζουν μια νέα
καθημερινότητα, νέους εναλλακτικούς τρόπους ζωής; Το πρόβλημα,
λοιπόν, δεν είναι να πάρουμε πίσω τις λέξεις “μας” αλλά να καταφέρουμε να τις
επανανοηματήσουμε. Και η επανανοηματοδότηση δεν είναι ένα αποκλειστικά θεωρητικό
εγχείρημα.
Ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα στην
αριστερά σήμερα είναι η τεράστια διαφορά αντιλήψεων και νοοτροπιών, για το πώς
συγκροτείται η πολιτική, πώς διαμορφώνονται οι προτάσεις που θα απαρτίζουν τις
μεταρρυθμιστικές στρατηγικές. Στην αριστερά, και το λέω σχηματικά, συνυπάρχουν
δύο ακραίες τάσεις: εκείνοι που θέτουν την προτεραιότητα της θεωρίας και εκείνοι
που επιμένουν στην προτεραιότητα της καθημερινής πρακτικής. Οι πρώτοι
σνομπάρουν τους δε, οι δεύτεροι αγνοούν τους πρώτους. Τα άτομα με αυτές τις
νοοτροπίες συνυπάρχουν σχεδόν από ανάγκη, και η συνύπαρξή τους εκφράζει μια
ανοχή παρά μια προσπάθεια σύνθεσης των διαφορετικών προσεγγίσεων, για το πώς
κατανοούμε τον κόσμο γύρω μας και διαμορφώνουμε πολιτικές απόψεις.
Γύρω μας, λοιπόν, γίνονται πολλά πράγματα. Πράγματα που αποτελούν νέες
προτάσεις για πολλές όψεις της καθημερινότητας. Συνεργατικές πρωτοβουλίες, ιατρεία
που προβάλλουν μια διαφορετική προσέγγιση για το ανθρώπινο σώμα, μουσικά και
θεατρικά σχήματα που παράγουν μια διαφορετική παιδεία, συλλογικότητες που
διατυπώνουν μια ριζοσπαστική κριτική στον ακαδημαϊσμό αναζητώντας, ταυτόχρονα, τρόπους
παρέμβασης σε θέματα που μέχρι τώρα ήταν αποκλειστικά στη δικαιοδοσία των
πανεπιστημίων, πολύπλευρες διεκδικήσεις δημόσιων χώρων και άλλα πολλά. Πράγματα
που ακόμη δεν μπόρεσαν να αποκτήσουν έναν σαφή χαρακτήρα, που δεν έγινε δυνατό να
αναλυθούν σε βάθος. Πράγματα που είναι εν τω γίγνεσθαι, και που δεν είναι
καθόλου σίγουρο ότι θα συνεχίσουν να υπάρχουν, χωρίς κάποιοι να δώσουν τις
εξαιρετικά δύσκολες μάχες που απαιτούνται για να διαφυλαχτούν οι «χώροι» που
ορίζουν και διεκδικούν αυτά τα πράγματα. Πράγματα με αντιφάσεις αλλά και με την
υπόσχεση του καινούργιου και ριζοσπαστικού.
Η πολιτική μας κουλτούρα δεν ενθαρρύνει μια ουσιαστική εμπλοκή με τέτοιες
καταστάσεις. Περισσότερο μας ενθαρρύνει να είμαστε παρατηρητές, που παρατηρούν από
κάποια απόσταση, και με μια κάποια συμπάθεια, τα τεκταινόμενα. Και αυτό γιατί η
«εκτίναξη», στα συγκεκριμένα εκλογικά ποσοστά, ενώ ήταν αποτέλεσμα των
«πλατειών», με την πιο πλατιά έννοια του όρου, ουσιαστικά οδήγησε στην
απομάκρυνση από αυτές. Είναι διάχυτη η αίσθηση ότι τα εκλογικά ποσοστά οδηγούν
ολοένα και περισσότερο στην αυτονόμηση της πολιτικής αριστεράς. Και μπορεί η
πολιτική αριστερά να ευημερεί, αλλά φαίνεται ότι αυτό έχει επιτευχθεί, εν μέρει
τουλάχιστον, ως αποτέλεσμα της αδιαφορίας όλων μας -στην πράξη και όχι στα
λόγια- για την κοινωνική αριστερά. Η ύπαρξη και η δραστηριότητα της κοινωνικής
αριστεράς είναι αρκετά ανεξάρτητη από τις προθέσεις της υπόλοιπης αριστεράς.
Και εδώ τα προβλήματα πυκνώνουν, μιας και ηγεμονεύει η αντίληψη ότι όλα πρέπει
να υποτάσσονται στον μεγάλο στόχο, αγνοώντας πολλά από τα αυτονόητα, τα οποία και
«θυσιάζονται» στην παραζάλη του μεγάλου στόχου.
Θα έχει ενδιαφέρον, λοιπόν, να συζητηθούν οι πρωτοβουλίες που αναπτύσσονται και οι πρακτικές που διαμορφώνονται από τους πολίτες για να αντιμετωπίσουν όσα θεωρούν δικά τους και τους τα στερεί το κράτος. Από όσους
αισθάνονται να ισοπεδόνωνται και αντιδρούν έστω χλιαρά, έστω αποσπασματικά,
αλλά με πρωτόγνωρα ριζοσπαστικούς και δημιουργικούς τρόπους. Τέτοιες πρακτικές
ορίζουν διαφορετικές καθημερινότητες, και για την αριστερά αυτό αποτελεί μείζον
ερώτημα: Πώς θα καταφέρει να ενισχύσει τέτοιες πρακτικές; Πώς θα καταφέρει να
προβάλει τέτοιες πρωτοβουλίες, όχι ως συμπαθείς και γραφικές αλλά ως συγκεκριμένες
εναλλακτικές προτάσεις στις κυρίαρχες πολιτικές; Θα υπάρξει, άραγε, η πρόθεση
από μια αριστερή διακυβέρνηση να αφήσει χώρο για να μπορέσουν να συντίθενται
πολύμορφες πρακτικές και να μετατρέπονται σε κεντρική πολιτική πρόταση; Θα
είναι δυνατόν τέτοιες συνθέσεις να υιοθετηθούν από μια κυβέρνηση και να μην
αφεθούν στη διακριτική ευχέρεια πρωτοβουλιών, συλλογικοτήτων, ατόμων και ΜΚΟ;
Το ερώτημα, λοιπόν, που
τίθεται είναι αν στις απίστευτα δραματικές συνθήκες κάτω από τις οποίες μπορεί
να υπάρξει αριστερή κυβέρνηση, η κυβέρνηση αυτή θα είναι σε θέση να προχωρήσει
σε τέτοιου τύπου συνθέσεις, ή αυτές θα θεωρηθούν πολυτέλειες –ή και απειλές-
που θα έπρεπε να παραπεμφθούν στο μέλλον. Η δύναμη της αδράνειας μας οδηγεί με
σιγουριά στο δεύτερο, για αυτό και έχει σημασία από τώρα να συμβάλλουμε όλοι
στη δημιουργία αυτών των ζωτικών χώρων -στα έντυπα, στα θέατρα, στα
πανεπιστήμια, στα σχολεία, στις πλατείες, στα εγκαταλελειμένα σπίτια, στους
δήμους, στα δίκτυα αλληλεγγύης— και στην υπεράσπιση τους. Όχι μέσα από την
εκδικητική μανία όσων θεωρούν εχθρούς όλους τους άλλους εκτός από τους
κολλητούς τους, αλλά μέσα από την αλλαγή δικών μας νοοτροπιών. Σίγουρα πολλά
από όσα γίνονται δεν έχουμε λόγο να τα υιοθετήσουμε ή και να υπερασπιστούμε.
Και επειδή πολλά από όσα παρουσιάζουν τεράστιο ενδιαφέρον φαίνονται απειλητικά
για τις τις δικές μας βεβαιότητες, το αίτημα για μεταρρυθμίσεις γίνεται και ένα
αίτημα για να επαναπροσδιοριστούν νοοτροπίες και να βγούμε από το δίλημμα αν η
θεωρία προηγείται της πράξης ή αν ισχύει το αντίστροφο – ένα δίλημμα που πολλά
από όσα γίνοντα γύρω μας δείχνουν ότι ανήκει σε μια άλλη εποχή.
Hail Diver, 2014, Λαδομπογιά σε ξύλο, 69,5 x 56 εκ. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου