ΤΗΣ
ΑΛΙΚΗΣ ΚΟΣΥΦΟΛΟΓΟΥ
ΜΑΡΙΑ
ΓΙΑΓΙΑΝΝΟΥ, ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΜΠΡΑΚΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΝΑΚΟΣ, Μεταμοντέρνος Έρως: Η ερωτική επιθυμία στην σύγχρονη τέχνη,
Επίμετρο: Στέφανος Ροζάνης, Αθήνα: Εκδόσεις Γαβριηλίδης, σελ. 232
Πάκυ Βλασσοπούλου, Art doesn’t last, Life doesn’t last: από την άκρη του μεσαίου δακτύλου μέχρι τον αγκώνα, 2014 |
Γράφει
ο Ντίνος Χριστιανόπουλος στις αρχές της δεκαετίας του πενήντα «Δεν ξέρω πώς
αντιλαμβάνεσαι εσύ τον έρωτα. Δεν είναι μόνο μούσκεμα χειλιών, φυτέματα
αγκαλιασμάτων στις μασχάλες, συσκότιση παραπόνου, παρηγοριά σπασμών. Είναι
προπάντων η επαλήθευση της μοναξιάς μας»*. Μέσα σ’ ένα ρευστό περιβάλλον ο
έρωτας καταλήγει να είναι μία συνεχής αναμέτρηση με τον εαυτό. Η απειλή για τον
έρωτα και την ερωτική σχέση δεν προέρχεται μόνο από «μια φιλελεύθερη λογική
εμπορευματοποίησης και μηδενικού ρίσκου που θεωρεί ως κινητήρια δύναμη της ζωής
το ατομικό συμφέρον» που εντοπίζει ο Αλαίν Μπαντιού αλλά και από την ασταθή
συγκρότηση των υποκειμένων μέσα σε ένα σπαρασσόμενο από κοινωνικές αντιθέσεις
κόσμο. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, ο έρωτας βρίσκεται διαρκώς υπό διακύβευση και
βιώνεται συχνότερα ως «η απουσία του». Άλλωστε, όπως εύλογα διαπιστώνει ο
Στέφανος Ροζάνης στο επίμετρο του βιβλίου (Επίμετρο
περί του ερωτικού φαινομένου) σήμερα «η προβληματική του ερωτικού
φαινομένου έχει καταστεί πλέον μία προβληματική της απώλειας». Η επιθυμία
εκριζωμένη από ένα αποερωτικοποιημένο πλέον σώμα μεταφέρεται στο πεδίο των ιδεών
κι εκεί εξιδανικεύεται ως ανεκπλήρωτη. Ως τέτοια προσλαμβάνεται από τις
σύγχρονες μορφές τέχνης.
Αντιστικτικά
προς την χυμώδη αλλά συνάμα ανδροκεντρική του αναπαράσταση του έρωτα στην
αναγεννησιακή τέχνη αλλά και στον ρομαντισμό του 18ου αιώνα , στα
κοινωνικά ανήσυχα και ριζοσπαστικά καλλιτεχνικά κινήματα που αναδύθηκαν
μεταπολεμικά και με σημείο αναφοράς την δεκαετία του εξήντα στην Ευρώπη και
στις ΗΠΑ κυριαρχεί η αίσθηση της ματαιότητας του. Από τον Φλωμπέρ, τον Στανταλ
ή το μπαλέτο Ζιζέλ του 19ου αιώνα
μέχρι τις περφόρμανς της Μαρίνα Αμπράμοβιτς έχουν διανυθεί πολλά χιλιόμετρα
στον δρόμο της απώλειας του έρωτα. Αυτή ακριβώς η αναπαράσταση ερωτικού
φαινομένου ως κυρίαρχα ελλειπτικού στην σύγχρονη τέχνη αποτελεί τον κοινό άξονα
των τριών δοκιμίων που απαρτίζουν το βιβλίο.
Στο
πρώτο δοκίμιο με τίτλο «Καθαροί πια, με βρώμικα φιλιά» η Μαρία Γιαγιάννου
σχολιάζει μέσα από την ανάλυση συγκεκριμένων παραδειγμάτων την απουσία του
έρωτα από την σύγχρονη τέχνη. Στην λογοτεχνία αλλά πολύ περισσότερο στα
εικαστικά η καλλιτεχνική έκφραση εμφανίζεται να είναι ανοιχτή στην ανάλυση αλλά
φειδωλή στα συναισθήματα. Η αμφισβήτηση των μεγάλων αφηγήσεων, ο
κατακερματισμός της στοχαστικής σκέψης αλλά και η διάθεση κριτικής του
βαθύτατου συντηρητισμού πτυχών της δημοφιλούς κουλτούρας (όπως για παράδειγμα της πορνογραφίας) συνέτειναν
σε μία «αποαισθησιοποιημένη» αναπαράσταση του έρωτα στην υψηλή τέχνη.
Τέτοια
αποδομητικά σαρκαστική είναι η ματιά του τιμημένου με βραβείο Γκονκούρ Μισέλ
Ουέλμπεκ την αντίληψη του οποίου για τον έρωτα μελετά ο Γιώργος Λαμπράκος στο δεύτερο δοκίμιο του
βιβλίου με τίτλο «Το τέλος του έρωτα στο έργο του Μισέλ Ουέλμπεκ». Εν
προκειμένω, η λογοτεχνική αναπαράσταση αναδεικνύει την
εμπειρία του έρωτα ως μια κατά κύριο λόγο πολιτισμική κατάσταση. Το σεξ, η
σεξουαλικότητα και ο ερωτισμός όπως τις διέκρινε ο Παζ στη Διπλή Φλόγα αποτελούν τις διαχρονικές εκφάνσεις του έρωτα ωστόσο
στο βίωμα τους παραμένει εγχαραγμένη η συγκυριακότητα. Το έδαφος χάνεται κάτω
από τα πόδια κι τριπλή ενότητα του ενότητα του έρωτα κατακερματίζεται. Πόσα
τελικά κοινά έχει ο μπερδεμένος και μοναχικός ανώνυμος κεντρικό χαρακτήρας
Ουέλμπεκ στην Επέκταση του πεδίου πάλης
(1994) – δηλαδή του βιβλίου που έκανε ευρύτερα γνωστό τον Ουέλμπεκ- με τον
εθισμένο στην πορνογραφία και την ίδια στιγμή συναισθηματικά ανίκανο Μπράντον
Σάλιβαν του εξαιρετικού Shame
(2011)
του Στηβ Μακ Κουίν;
Aντίθετα
προς τους «απροσάρμοστους» και διαλυμένους από το βάρος της μεταμοντέρνας τους
κατάστασης ήρωες ο Τσαν και η Τσόου της Ερωτικής
Επιθυμίας του Γουονγκ Καρ Βάι (2001) υποφέρουν από την ικανότητα τους να
αγαπούν βαθιά. Πρόκειται για το αρχέγονο διαπολιτισμικό δράμα της ματαίωσης του
έρωτα που δεν είναι αποδεκτός από τις κυρίαρχες κοινωνικές συμβάσεις. Όπως
σημειώνει ο Δημήτρης Νάκος στο τρίτο δοκίμιο με τίτλο «Ο Μυσταγωγικός Έρωτας» ο
Τσαν και η Τσόου «έρχονται σε σύγκρουση μια ηθική καταρχήν απαγόρευση». Αυτή η
έλλειψη ή καλύτερα απουσία του αγαπημένου προσώπου/αντικειμένου του έρωτα
τροφοδοτεί – κρατάει άσβεστη την ερωτική τους επιθυμία. Ωστόσο, αυτή η έλλειψη
αποτελεί ταυτόχρονα και συστατικό στοιχείο του «τελετουργικού» του έρωτα το
οποίο ολοένα και εκλείπει εξαιτίας της επιτακτικής εκπλήρωσης της επιθυμίας
μέσα στις συρρικνωμένες χρονικότητες της σύγχρονης ζωής. Με άλλα λόγια, η
«πορνογραφικοποίηση» του έρωτα είτε μέσα από την αναπαράσταση του στην τέχνη,
είτε μέσα από την καθημερινή ζωή σηματοδοτεί το τέλος του και συνάμα έναν
οδυνηρό αποχαιρετισμό στην Αυτοκρατορία
των αισθήσεων.
Διαβάστε
το βιβλίο ακούγοντας την Σερένατα για την
σεξουαλική απουσία του Μάνου Χατζηδάκη (“Sweet Movie”). Eκτός από μια κατατοπιστική
περιοδολόγηση στην ιστορική εξέλιξη της αναπαράστασης του έρωτα μέσα από την
τέχνη τα κείμενα στρώνουν ευεπίφορο έδαφος για έναν αναστοχασμό πάνω στις
συνθήκες ζωής στις σύγχρονες κρισιακές μεταβιομηχανικές κοινωνίες.
*Ντίνος
Χριστιανόπουλος, Απολογισμός της μοναξιάς,
1953
Η
Αλίκη Κοσυφολόγου δρ. Πανεπιστημίου
Αθηνών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου