21/6/14

Ο καλλιτέχνης ως ναυαγός/ Ο καλλιτέχνης ως ναυαγοσώστης

ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΝΑΣ ΣΓΟΥΡΟΜΥΤΗ

Κώστας Μπασάνος, Χωρίς τίτλο (αλάτι), 2013, αλάτι, ξύλινη παλέτα, μελάνι
Τι μπορεί να σημαίνει αυτός ο διπλός προβοκατόρικος τίτλος; Σίγουρα όχι ότι το καλλιτεχνικό «πεδίο» έχει σε τέτοιο βαθμό διογκωθεί, ώστε να παρεμβαίνει σωστικά στα κακώς κείμενα της κοινωνίας. Ο παραπάνω δυϊσμός περιορίζεται, λοιπόν, εξαρχής στα σύνορα που περικλείουν τα υποκείμενα, τα προϊόντα/καλλιτεχνικά αντικείμενα και τις δομές παραγωγής της σύγχρονης τέχνης.
Θέση πρώτη: ο καλλιτέχνης, δηλαδή οι καλλιτέχνες. Πρόκειται για κοινό τόπο ότι από την περίοδο του Διαφωτισμού (για άλλους του Ρομαντισμού) το καλλιτεχνικό υποκείμενο απολαμβάνει τη συνείδηση και τις ελευθερίες που του παρέχει η αναγνώριση του κοινωνικού του ρόλου. Η ευρυμάθεια του «παλιού κόσμου» έδωσε προοδευτικά τη θέση της στην εξειδίκευση και την ανάδειξη μιας προσεκτικά συγκροτημένης ταυτότητας, ενός κοινωνικού προφίλ, που μοιράζεται την ίδια –αν όχι μεγαλύτερη- αναγνωρισιμότητα με το καλλιτεχνικό αντικείμενο. Μια συνθήκη που εδραιώνεται ταυτόχρονα με την καπιταλιστική ακμή, επιτρέπει στον καλλιτέχνη να αφοσιωθεί στη «δημιουργική» του ιδιότητα, ενώ κινείται με άνεση στο μέσο ενός πλήθους «ειδικών» που φροντίζει για την επικοινωνία και διακίνηση του έργου του: ο διευθυντής μουσείου, ο έμπορος τέχνης, αργότερα ο επιμελητής, συγκροτούν ένα καλλιτεχνικό milieu το οποίο στηρίζεται πρωτίστως στις κρατικές πολιτιστικές δομές και δευτερευόντως στους συλλέκτες και χορηγούς της τέχνης. Οι γενικεύσεις αυτές, που δεν θα είχαν λόγο να υφίστανται στο παρόν πλαίσιο, προσφέρονται ως αντιστροφή του παραδείγματος υπό τη νέα οικονομική και πολιτική κρίση.

Με την απόσυρση του ιδιώτη χορηγού και των κρατικών οικονομικών πόρων προς τον πολιτισμό, το εύρος της αγοράς της τέχνης συρρικνώθηκε σε λίγες μητροπόλεις, προκαλώντας αλυσιδωτές δονήσεις στα θεμέλια του «συστήματος» της τέχνης. Ιδιαιτέρως στα καθ’ ημάς, η παραγωγή περιορίστηκε ευθέως ανάλογα με το δυναμικό που στράφηκε προς άλλες σφαίρες εργασίας, πιο άμεσης ανταποδοτικότητας. Ταυτόχρονα, όμως, οι καλλιτεχνικές πρωτοβουλίες, οι καλλιτεχνικοί συνασπισμοί και μη κερδοσκοπικοί πολιτιστικοί οργανισμοί (θεμελιωμένοι από καλλιτέχνες και θεωρητικούς) φαίνεται να εντατικοποίησαν την παραγωγή τους. Τα σύγχρονα καλλιτεχνικά υποκείμενα αναγκάστηκαν να συνταχθούν σε καλλιτεχνικές κοινότητες (μικρό-ομάδες, θα λέγαμε, σε αντίθεση με τις πρωθύστερες «παρέες»). Από την άλλη πλευρά, το ίδιο το καλλιτεχνικό υποκείμενο κλήθηκε να αναλάβει μια σειρά από διαφορετικούς ρόλους, υιοθετώντας μια πλειάδα νέων ταυτοτήτων. Καθώς η υποχώρηση του κράτους-πρόνοιας συνοδεύτηκε από την «εξαφάνιση» των κρατικών δομών από τις τέχνες, ένα μεγάλο μέρος των λειτουργιών που συντηρούσε η κρατική επιτελεστικότητα πέρασε στο χώρο των «αμιγώς» καλλιτεχνικών παραγωγών -τους ίδιους τους καλλιτέχνες.
Και στις δύο περιπτώσεις, οι καλλιτεχνικές δράσεις ωθούνται να λάβουν έναν διυποκειμενικό χαρακτήρα∙ το καλλιτεχνικό υποκείμενο προσλαμβάνεται πλέον ως καλλιτέχνης-μοναδικότητα που ναυαγεί στον απόηχο μιας κοινωνικής κατάρρευσης και συσπειρώνει πάνω του, σε αλληλεπίδραση με αυτόν, πολλαπλές μοναδικότητες. Με αυτή την έννοια, η διάσπαση του «πεδίου» δεν επιφυλάσσει μια προνομιακή θέση για τον καλλιτέχνη. Ενδεχομένως να δημιουργεί νέες συγκρουσιακές καταστάσεις, όπου ο επανακαθορισμός των ορίων από τον ίδιο τον δρώντα, σε μια διαρκή βάση, να είναι εφεξής το ζητούμενο.
Θέση δεύτερη (επεξηγηματική): ο καλλιτέχνης ως ναυαγοσώστης. Το φαινόμενο των πολλαπλών ταυτοτήτων του καλλιτέχνη που αντιμετωπίζουμε σήμερα, θα μπορούσε, ως ένα βαθμό, να συνδεθεί με την ανάδυση του «καλλιτέχνη ως θεωρητικού» στην Αμερική και της «θεσμικής κριτικής» αντίστοιχα στην Ευρώπη, κατά τη δεκαετία του 1960.[i] Σε μια, ενδεχομένως πεπερασμένη, «μεταμοντέρνα συνθήκη» με την έννοια ενός πολιτιστικά κατασκευασμένου περιβάλλοντος που έχει αφήσει τα ίχνη του τόσο στον τρόπο πρόσληψης όσο και σε αυτούς τους όρους παραγωγής της τέχνης, η τωρινή στιγμή μοιάζει να εκφράζει «τη στιγμή της νεύρωσης, όταν η δομή Άλλος λειτουργεί ακόμα, παρότι δεν υπάρχει πια κανένας για να τη γεμίσει, για να την πραγματώσει».[ii] Η θεωρητική υποστήριξη του έργου τέχνης από τον ίδιο τον καλλιτέχνη, αναπτύχθηκε στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια και εδραιώθηκε ως μέρος της πρακτικής, κυρίως στα αγγλοσαξονικά κέντρα, κατά τις δεκαετίες 1980-1990. Το κενό που δημιούργησε η ανάπτυξη άυλων καλλιτεχνικών «αντικειμένων» επέβαλλε αρχικά την αιτιολόγησή τους∙ στην παρούσα συνθήκη, ο μετασχηματισμός που διαφαίνεται προ των πυλών «επιβάλλει» στον καλλιτέχνη να λειτουργήσει ως έμπορος, διοργανωτής, επιμελητής και παραγωγός –όχι του αντικειμένου- αλλά των ίδιων των υποστηρικτικών δομών που συγκροτούσαν τον χώρο του έως πρόσφατα νοούμενου πολιτισμού. Καθώς θα ήταν πρώιμο να επιχειρήσουμε μια ανάγνωση της διαφοροποίησης που επισύρουν οι νέοι όροι στο ίδιο το καλλιτεχνικό αντικείμενο, το ενδιαφέρον μας εστιάζεται στη συνθήκη, η οποία συνοψίζει το σύνολο των προαναφερθέντων διεργασιών. Στο ότι δηλαδή, είναι σχεδόν αδύνατον να μην επέλθει ένας νέος μετασχηματισμός, όχι μόνο στη συγκρότηση νοήματος γύρω από το έργο τέχνης, αλλά και στους τρόπους παραγωγής, και εν τέλει στην ίδια την πρόσληψη του καλλιτέχνη ως δρώντος υποκειμένου μέσα στο ιστορικό του συμφραζόμενο. Η επιλογή αυτή δεν παραγνωρίζει την τάση που προωθεί συστηματικά την άμισθη (και διευρυμένη) καλλιτεχνική εργασία, ενώ καλλιεργεί την προσδοκία μιας αναδρομικής «αποπληρωμής» του καλλιτέχνη, αντίστοιχης με τη συμβολική υπεραξία των προσπαθειών του. Αντίθετα, η έμφαση δίνεται εδώ στην αναγκαιότητα ενός μετασχηματισμού, προερχόμενου πρωτίστως από τον ίδιο τον καλλιτέχνη, στο βαθμό των δυνατοτήτων του, ο οποίος θα αφήνει εκτός πεδίου τέτοιες «θεωρήσεις». Ο μετασχηματισμός της κοινωνικής οργάνωσης έφερε στο προσκήνιο εντάσεις που συνδέονται με το πρόβλημα της παραγωγής νέου νοήματος, αντίστοιχου προς τις σχέσεις και πρακτικές που σχηματίζονται από την αναμόρφωση του πεδίου που τις γεννά. Οι καλλιτεχνικές δυνάμεις διαθέτουν τα εργαλεία να εκφράσουν μια εννοιακή δημιουργικότητα επεμβαίνοντας δραστικά στην παραγωγή νοήματος, μεταφρασμένου σε μια «τροποποίηση της πρακτικής».
Αναμενόμενο είναι ότι η «αλλαγή του κανόνα» δεν μπορεί να αφήσει ανεπηρέαστες αντίστροφες διεργασίες στον χώρο του πολιτισμού: εάν οι κοινωνικές ζυμώσεις οδηγούν σε μια αναθεωρημένη, πολύ-εστιακή συγκρότηση του έργου από τον καλλιτέχνη, οι επιμελητικές προτάσεις μπορεί να λειτουργούν οι ίδιες ως έργο τέχνης, όπως συνέβη πρόσφατα στην έκθεση A Thousand Doors, σε επιμέλεια της Iwona Blazwick, διευθύντριας της Whitechapel Gallery και διοργάνωση του πολιτιστικού οργανισμού ΝΕΟΝ. Ανεξαρτήτως των προθέσεων, τις εντυπώσεις έκλεψε η ίδια η επιμέλεια (π.χ. η Γεννάδειος Βιβλιοθήκη ως χώρος έκθεσης με ιστορικό και συμβολικό χαρακτήρα και η αξεδιάλυτη σχεδόν πλέξη σύγχρονων έργων με το αρχειακό υλικό και την αρχιτεκτονική). Οι συσχετισμοί με τη ριζοσπαστική δεκαετία του 1960, στα τέλη της οποίας ο μουσειακός χώρος ανάγεται σε σημαίνον στοιχείο της επιμελητικής πρότασης, είναι εντούτοις παρόντες.
Σε μια διαλογική συζήτηση από το 2009 μεταξύ του καλλιτέχνη Andro Wekua και του φιλόσοφου και θεωρητικού της τέχνης Boris Groys, ο τελευταίος δίνει ιδιαίτερη έμφαση στη δυναμική που σπρώχνει νέους καλλιτέχνες να καταλαμβάνουν «κάθε δυνατή θέση στο καλλιτεχνικό σύστημα, σαν μια προσπάθεια να δημιουργήσουν ένα εξολοκλήρου δικό τους σύστημα, αρνούμενοι πλέον να αποτελούν μέρος του συστήματος».[iii] Πρόκειται, βέβαια, για μια εξαιρετικά ευοίωνη πρόβλεψη, η οποία εκτίθεται σε πολλές, καθ’ όλα έγκυρες ενστάσεις –αποτελεί ίσως, όμως, αναγκαία εναλλακτική στο θεσμικό «ναυάγιο» της τέχνης.

Η Χριστίνα Σγουρομύτη είναι εικαστικός


[i] Για τη συστηματική εισαγωγή της θεωρίας στην καλλιτεχνική πρακτική βλ. Νίκος Δασκαλοθανάσης (επιστ. επιμ.-εισαγωγή), Από τη μινιμαλιστική στην εννοιολογική τέχνη. Μια κριτική ανθολογία, Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, 2006
[ii] Gilles Deleuze, από τη Λογική του Νοήματος, (Minuit, 1969). Εδώ στο επίμετρο του Michel Tournier, Παρασκευάς ή στις Μονές του Ειρηνικού, μτφ. Χρήστος Λάζος, Εξάντας 1986, σ. 325
[iii] Boris Groys, “Wait to Wait-Boris Groys with Andro Wekua”, fillip 9, Winter 2009, pp.8-10 (μετάφραση της γράφουσας)

Δεν υπάρχουν σχόλια: