ΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑΣ ΛΕΔΑΚΗ
Ελένη Μουζακίτη, Breach, 2011, Εκτύπωση Giclee
|
Η προεκλογική περίοδος μας εφοδίασε στο
διαδίκτυο με περάσματα μεταξύ αβρότητας, κοινοτοπίας, μιντιακής λεβεντιάς,
σπανίως κριτικής και παρεμβατικής τομής. Η φραστική επινόηση του τίτλου
συμπυκνώνει μια τέτοια κατάσταση, κατά την οποία αναπαράγεται μια λανθάνουσα
μορφή πολιτειότητας, μια συμμετοχική πολυφωνία δίχως έρεισμα. Θα μπορούσαμε να
την ονομάσουμε pad poll citizenship
και το σύστημα στο οποίο εντάσσεται pad
poll politics. Το pad εκ του
προσφιλούς touch pad, έχει γίνει αναπόσπαστο μέρος της οντότητάς μας, πρόθεμα
και προέκταση του άκρου, κάποτε μόσχευμα της νοητικότητας, μηχανική και πρότυπο
της σκέψης. Το poll χρησιμοποιείται
εδώ σε αναλογία της διαδομένης τακτικής των σύγχρονων μορφών δημοκρατίας, της
λογιστικής των exit polls (το poll μαρτυρείται ήδη από τον 17ο αι.
για να περιγράψει βασικές μορφές ψηφοφορίας που γίνονταν με την καταμέτρηση
κεφαλιών).
Όσο αυθαίρετη κι αν ηχεί η φράση pad
polls, στην πραγματικότητα περιγράφει μια κοινή ανθρώπινη εμπειρία, οριστική
συνθήκη της τρέχουσας πρακτικής του μετέχεσθαι στο κοινωνικοπολιτικό πεδίο.
Είτε το θέλουμε είτε όχι, εν πολλοίς έτσι λογοδοτεί σήμερα η πολιτική των
κοινών και εκεί αντηχεί η φωνή της από-τα-κάτω συμμετοχικότητας και του
πολιτικού ενεργήματος: σε μια προσθετική τακτική. Η πολιτική στάση σημειώνεται
και σφυγμομετρείται στα pad polls πριν ανακοινωθεί στην τετραετή χειρονομία της
εξόδου από τις κάλπες.
Pad polls: no exit
Δεν υπάρχει διέξοδος σε αυτό το μονοπάτι
(ετυμολογική προέλευση του pad: path, μονοπάτι ή προσωρινό κρησφύγετο), είναι μια
πρακτική η οποία δεν είναι ούτε σωματική, ούτε επαρκώς δημόσια, ουσιαστικά ούτε
διανοητική καθώς εξαντλείται σε πρόχειρες εναντιολογήσεις και παραμένει μετέωρη
και αθεμελίωτη. Είναι εν τελεί μια μη βιώσιμη πρακτική, μία συνήθεια που δεν
οικοδομεί κανένα πρότυπο συνδιαμόρφωσης ή ενδεχομενικότητας κι αν μη τι άλλο
δεν κατορθώνει να συστήσει μια οργανική διαδικασία.
Η διατύπωση γνώμης στο διαδίκτυο και τα
social media συνιστά μια συμμετοχικότητα προσομοιωτική, μια κατ' επίφαση
πολιτική άρθρωση. Το γεγονός ότι η επαναληπτική κίνηση του δακτύλου παράγει
νόημα σε μια σφαίρα του φανερού (ας αποφύγουμε να το ονομάσουμε δημόσιο), η
οποία διατρέχεται από πολλαπλασιαστικές μεταβλητές ορατότητας, αποτελεί ένα ανεκδοτολογικά
ενδιαφέρον και ελλειπτικό επικοινωνιακό φαινόμενο. Στο facebook το θέμα της επιδοκιμασίας στις περισσότερες περιπτώσεις
δε διακυβεύεται μεταξύ του «like» και του «όχι like». Το σχήμα στο οποίο
εντάσσονται και μέσα από το οποίο λαμβάνουν σημασία οι δύο αυτές επικοινωνιακές
συμβάσεις είναι το «like σε όλα που αφορούν μια κατηγορία» ή «όχι like σε όλα».
Πρόκειται για έναν συμβολισμό γενικής επιδοκιμασίας και τον παρεπόμενό της
αποδοκιμαστικό λόγο της απουσίας επιδοκιμασίας. Αν είναι γενικευμένο το μη
«like» μπορεί να εκληφθεί ως άρνηση του ίδιου του μέσου συμμετοχής, ένα
παράδοξο αντίστοιχο της αποχής από την εκλογική διαδικασία. Το «like»
υποδηλώνει τι κάνουμε και τι δεν κάνουμε γούστο. Είναι θέμα γούστου λοιπόν η
πολιτική των κοινωνικών μέσων δικτύωσης. Και το γούστο εδώ επιτρέπει τη θυμική
επιτέλεση, γίνεται πεδίο μιας επιμελούς, οριακά αυθόρμητης, επιλεκτικά
δημόσιας, θυμικής εκφόρτισης.
Έχοντας διαλέξει το κοινό της απεύθυνσής μας (π.χ. τους
φίλους στο facebook) και έχοντας συνθέσει –λιγότερο ή περισσότερο περίτεχνα– τη
θυμική συγκρότηση σε γνώμη, πατάμε το πλήκτρο enter και οι φράσεις αναρτώνται
στο διαδικτυακό τοίχο. Τότε κάποιοι χειρονομούν ακουμπώντας ελαφρά το δάκτυλο
στο pad: η ανεπαίσθητη κίνηση -ένας αόρατος νευρώνας κινεί τη μηχανική αυτής
της επιδοκιμασίας- μεταφράζεται αυτόματα στην οθόνη σε «like» και εισφέρει μιαν
ανακούφιση που ανταποκρίνεται στην αίσθηση του ανήκειν. Το «like» αντανακλά μία
σκέψη, ίσως μια στρατηγική συμμαχία που εξωτερικεύεται, διαφεύγει στον έξω
κόσμο και αποτιμάται αναλόγως. Κι όλα αυτά συμβαίνουν με την επένδυση μιας
ελάχιστης κίνησης, μέσα από μία συνθήκη μεγιστοποίησης της επικοινωνιακής
οικονομίας. Πρόκειται για μια μορφή λακωνίζειν που στερείται βεβαίως την
εννοιολογική συμπύκνωση, διατηρεί όμως τη συντομία.
Στα social media καθημερινά θετόμαστε σε αποσπάσματα
λόγου και ρητορικής, αναγωγές της λογικής, παραδειγματικές περιπτώσεις
τετριμμένου οι οποίες λαμβάνουν διαστάσεις και γίνονται αντικείμενο κοινότοπων
debate. Είναι ψευδής η εντύπωση ότι μέσα από την παρουσία μας στα social media
αρθρώνουμε πολιτικό λόγο και συντάσσουμε κάποια μορφή πολιτειότητας. Αυτό που
κυρίως κάνουμε είναι ότι δίνουμε το παρόν, επισημαίνουμε την παρουσία μας και
διεκδικούμε μερίδιο προσοχής. Το ευφυολόγημα και το γύρισμα –αυτό που η Donna
Haraway ονομάζει “τρέπειν της επικοινωνίας” – είναι κυρίαρχες τακτικές
επισήμανσης στο διαδίκτυο. Κάποτε χάριν της ασυγκράτητης ορμής για
αναγνωρισιμότητα εκτρέπουμε το επιχείρημα έξω από την αρχική πεποίθηση σε μια
συγκρότηση εύσχημη και ευφυολογική. Είναι αυτό το πλαίσιο που προάγουν τα
social media: μία οικονομία των εντυπώσεων. Κάτω από αυτές τις συνθήκες είναι
σαφές πως το επικοινωνιακό διακύβευμα εδώ είναι επιφανειακά μόνο εννοιολογικό,
δεν παραθέτει ιδέες, δεν εξηγεί, είναι προπαντός μεταφορικό: προπαγανδίζει την
ίδια την παρουσία. Έχοντας παρεκβάλλει από τη συνάρτηση της σωματικότητας και
του χώρου ολισθαίνουμε στην πεποίθηση ότι βρισκόμαστε παρόντες, ενώ αντί αυτού
έχουμε υποχωρήσει σε μια θέση φασματική.
Σε μια στιγμή διάτρησης της συμβατικής πειθούς, όμως, αντιλαμβανόμαστε
ότι είμαστε εγκιβωτισμένοι όπως ο ήρωας του βιβλίου και ταινίας του Dalton
Trumbo, Ο Τζόνι πήρε το όπλο του.
Ισχύει ότι ως ατομικότητες που συντάσσονται μέσα σε ένα συστηματοποιημένο και
απονευρωμένο κόσμο έχουμε την ευκολία να αποσυνδεόμαστε από τη σωματικότητά
μας· σε αυτήν τη χειρονομία (η οποία είναι κυριολεκτικά διανεμόμενη από το
χέρι) γινόμαστε πρωτίστως παλαμικότητες, οργανικότητες της παλάμης και των
δακτύλων. Σωματικότητες καθιστικές και πνευματικότητες καθεστηκυίες,
αναπαράγουσες δίχως συνειδητότητα ένα σύστημα που προσφέρει πολλαπλές
δυνατότητες εκφοράς απόψεων, οι οποίες προσομοιάζουν την πολιτική συνδιαμόρφωση
δίχως να εξυπηρετούν τίποτα παραπάνω από την σφυγμομέτρηση της κοινής γνώμης. Η
κατ’ επίφαση συμμετοχή του διαδικτύου είναι μία κατακερματισμένη και ασώματη
διατύπωση, ένα ακόμα poll το οποίο μάλιστα δεν πραγματοποιείται κατά την έξοδο
από την κάλπη, ούτε προϋποθέτει την εκλογική πράξη· συμβαίνει μέσα στο
περιχαρακωμένο, ιδιωτικό πεδίο του οικιακού και μας αναπαράγει ως οντότητες έωλες. Το
πολιτικό υποκείμενο του δημόσιου χώρου και το υποκείμενο της
παλάμης-νοητικότητας διαφέρουν. Το μεν πρώτο εκτίθεται στο τρισδιάστατο πεδίο,
ως σωματικότητα και ως πνευματικότητα ολόκληρη, ως συνεχής δημόσια οντότητα, το
μεν δεύτερο εκτίθεται μερικώς και συγκαλυμμένα. Το υποκείμενο της
παλάμης-νοητικότητας αναπαράγεται ως πλάνη. Ιδιότητα θραυσματική, η κατ’
επίφαση πολιτειότητα των pad polls επιπλέον διαφεύγει την πιθανότητα να
απολογηθεί, καθώς στερείται τη δυνατότητα να το κάνει. Η δυνατότητα της
συνέπειας και της απολογίας παρέχεται αποκλειστικά μέσα από την ενσώματη
παρουσία στις συνθήκες ευαλωτότητας που επικρατούν στο δημόσιο χώρο. Ανθεί
λοιπόν μια στρεβλή, αλά Ντάλτον Τράμπο, συσχέτιση όπου το υποκείμενο, ένας ετερώνυμος
Τζόνι, ελπίζει να μετέχει πολιτικά μέσα από τη δικτύωσή του στον παγκόσμιο
ιστό. Μία πολιτική του ασώματου; Πράγματι, πολιτική στο διαδίκτυο σημαίνει
νόηση· νόηση, παλάμη και δάκτυλα σε αρραγή συνεργασία. Μια τακτική του κατακερματισμού.
Συνοψίζοντας, η συμμετοχικότητα του διαδικτύου δεν μπορεί να εμπίπτει
στους απαρέγκλιτα φυσικοποιημένους όρους της πολιτειακής ιδιότητας. Διαμορφώνει,
ωστόσο, τις συνθήκες εμπέδωσης μιας πρακτικής που θα μπορούσε να ονομαστεί
δημοκρατία της συγκίνησης. Αυτή η τροπικότητα εγκαθιστά ως αυτονόητη την έκθεση
σε ένα εποπτικό σύστημα το οποίο έχει εισάγει την περιληπτικότητα διά της θυμικής
εκφοράς και ενθαρρύνει την ανεξαρτήτως δέκτη γνωμοδότηση. Ας διασκεδάσουμε λοιπόν
τη δημοκρατία της συγκίνησης, μένοντας όμως σε διαρκή εγρήγορση και δίχως να
παραδινόμαστε σε παρηγορητικές αυταπάτες.
Η Ευαγyελία Λεδάκη είναι ανθρωπολόγος και επιμελήτρια εκθέσεων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου