ΤΗΣ ΕΥΓΕΝΙΑΣ ΣΗΦΑΚΗ
ΠΗΤΕΡ ΜΠΑΡΡΥ (PETER BARRY), Γνωριμία με τη θεωρία. Μια εισαγωγή στη λογοτεχνική και πολιτισμική
θεωρία. Μετάφραση Αναστασία Νάτσινα, Εκδόσεις Βιβλιόραμα, σελ. 395
Κωστής Βελώνης, Model for the Prospect of Shipwreck, 2014 |
Οι εκδόσεις Βιβλιόραμα και η
μεταφράστρια Αναστασία Νάτσινα έχουν εμπλουτίσει την ελληνική βιβλιογραφία για
τη θεωρία της λογοτεχνίας με ένα ακόμα χρήσιμο έργο, το Γνωριμία
με τη θεωρία: Μια εισαγωγή στη λογοτεχνική και πολιτισμική θεωρία του Πήτερ
Μπάρρυ. Πρόκειται για ένα βιβλίο που έχει προκύψει μέσα από την πολύχρονη
διδακτική εμπειρία του Μπάρρυ στα πανεπιστήμια του Σαουθάμπτον και της Ουαλίας
(Αμπερίστουιθ) και έχει γραφτεί με τη
ρητή πρόθεση να λειτουργήσει αποτελεσματικά ως διδακτικό εγχειρίδιο και μάλιστα
ως «βιβλίο εργασίας» (σ.24). Έτσι απευθύνεται άμεσα στο αναγνωστικό του κοινό,
το φοιτητικό κοινό, για να το καθησυχάσει να το καθοδηγήσει και, πάνω απ’ όλα,
να το προκαλέσει να συμμετάσχει ενεργά, ακόμα και «βιωματικά», στη διαδικασία
της μελέτης αλλά και της εφαρμογής της θεωρίας στην πράξη της ανάγνωσης. Κάθε
κεφάλαιο του βιβλίου είναι αφιερωμένο σε μία τάση της θεωρίας και είναι
οργανωμένο με παρόμοιο τρόπο, σε υποενότητες: αρχίζει με την εισαγωγή στη
συγκεκριμένη τάση, την οποία τοποθετεί ιστορικά, συνεχίζει με μία πρόσκληση σε
κριτικό αναστοχασμό, κατόπιν απαριθμεί τις συνήθεις στρατηγικές που ακολουθούν οι κριτικοί της εκάστοτε τάσης
και καταλήγει με εφαρμογή σε ένα λογοτεχνικό παράδειγμα. Όπως
γράφει η μεταφράστρια, «η αδρή δομή της παρουσίασης και, κυρίως, τα
παραδείγματα εφαρμογής έχουν φανερά παιδαγωγικά πλεονεκτήματα» (σ.13). Ορισμένα
από τα ερωτήματα που θέτουν τα επιμέρους κεφάλαια αποτελούν ανοικτές
προσκλήσεις για εμπλοκή του αναγνώστη με τα θεωρητικά κείμενα που αναφέρονται
στην αρκετά πλούσια βιβλιογραφία που συμπεριλαμβάνει το βιβλίο. Ο Μπάρρυ σε
καμία περίπτωση δεν παρουσιάζει το πόνημά του ως το σύγγραμμα που περιέχει όλα
όσα θα πρέπει να γνωρίζει ο φοιτητής για το θέμα∙ αντίθετα, το προσδιορίζει ως
τη βάση ενός μαθήματος που οφείλει να οδηγεί σε περαιτέρω μελέτη θεωρητικών,
κριτικών και λογοτεχνικών κειμένων και στη χρήση βιβλίων αφοράς.
Η τρίτη έκδοση του βιβλίου
(2009), που έχουμε τώρα στη διάθεσή μας και στα ελληνικά, έχει ενσωματώσει με
τη μορφή «επεκτάσεων», όπως μας λέει ο συγγραφέας, κεφάλαια για ορισμένες από
τις θεωρητικές επεξεργασίες που εμφανίστηκαν
μετά το 2000, ενώ το εισαγωγικό του κεφάλαιο «λέει την ‘ιστορία’ της
θεωρίας με έναν καινούριο τρόπο, εκμεταλλευόμενο την ευρύτερη προοπτική που
επιτρέπει το πέρασμα του χρόνου» (σ.21). Μακριά από τη δεκαετία του 1980, κατά
την οποία η έλευση της θεωρίας θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα συμβάν που
ταρακούνησε, και σε μεγάλο βαθμό ανέτρεψε, τα δεδομένα στις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες στον
αγγλοσαξονικό πανεπιστημιακό χώρο και όχι μόνο, σήμερα «το θέμα έχει μπει στη
γενική κυκλοφορία της διανοητικής ζωής, ως αυτονόητο μέρος του προγράμματος
σπουδών» (σ. 23) στα φιλολογικά και άλλα πανεπιστημιακά τμήματα. Η θεωρία δεν
πέθανε, όπως πολλοί ευχήθηκαν, αλλά, αντίθετα, ωρίμασε και κατά την «μετά την
θεωρία» εποχή που διανύουμε σήμερα «πολλές από τις ιδέες της έχουν γίνει κοινό
νόμισμα στην πνευματική ατμόσφαιρα στην οποία ζούμε» (σ.23). Τέτοιες ιδέες
είναι, ενδεικτικά και πολύ συνοπτικά, η
αίσθησή μας ότι οι ταυτότητες είναι διαρκώς μεταβαλλόμενες, ότι οι αντιλήψεις
μας για τα λογοτεχνικά κείμενα είναι, ομοίως, ασταθείς, ότι η γλώσσα η ίδια
είναι ασταθής, ότι «δεν είναι δυνατόν να επιλέξει κανείς να μην πάρει θέση,
γιατί κάθε θέση είναι μια οπτική γωνία, με αποτέλεσμα όλες οι διαβεβαιώσεις μας
να είναι αυτοσχεδιαστικές, συγκυριακές και προσωρινές, σαν στοχαστικές επιταγές
μιας πνευματικής και πολιτισμικής τράπεζας, στην οποία δεν γνωρίζουμε ποτέ με
βεβαιότητα τί καταθέσεις έχουμε για να καλύψουν αυτές τις επιταγές» (σ. 339).
Στο εξαιρετικά ενδιαφέρον τελευταίο κεφάλαιο
με τίτλο «Η θεωρία μετά τη ‘θεωρία’» ο Μπάρρυ ισχυρίζεται, ανάμεσα σε άλλα, ότι
η θεωρία σήμερα είναι δύσπιστη απέναντι σε γενικούς και αναπόδεικτους
διανοητικούς ισχυρισμούς και κατά συνέπεια τα ευρήματά της υποστηρίζονται
περισσότερο σχολαστικά από ό,τι παλαιότερα, αλλά και εμπειρικά, μέσα από τη
δοκιμασία της εφαρμογής τους στην κριτική ανάλυση του λογοτεχνικού κειμένου∙
επίσης, ότι η θεωρία έχει αναπτύξει
ακόμη πιο δραστικά την πολιτική της διάσταση, ανταποκρινόμενη σε ακραία
γεγονότα όπως η επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στους δίδυμους
πύργους στη Νέα Υόρκη, αλλά και στην «εντονότερη επίγνωση μιας επαπειλούμενης
παγκόσμιας κρίσης» (σ. 342) γενικότερα.
Οι υποενότητες αυτού του κεφαλαίου, «Παροντισμός», «Διατέμνουσα
ποιητική», «Νέος αισθητισμός», «Ένα σημείωμα για τον ιστορικό φορμαλισμό» και
«Γνωστική ποιητική» παρουσιάζουν, για πρώτη φορά στα ελληνικά, με συνοπτικό
αλλά εμπεριστατωμένο τρόπο τις νέες τάσεις κατά την «μετά τη θεωρία» εποχή.
Εκτός από την τελευταία, αυτές ερμηνεύονται ως συνέχεια ή κριτική στα μετα-μαρξιστικά
ρεύματα του πολιτισμικού υλισμού και του νέου ιστορικισμού, μέσα στα πλαίσια
της χαρακτηριστικής στρατηγικής του Μπάρρυ να εξηγεί κάθε νέα τάση στην ιστορία
της θεωρίας ως αντίδραση ή απόκριση σε μια προηγούμενη κατάσταση. Μάλιστα ο
Μπάρρυ επιχειρεί να ιστορικοποιήσει την
ίδια την εμφάνιση και την πορεία της θεωρίας σε άλλο κεφάλαιο, που
τιτλοφορείται «Λογοτεχνική θεωρία: μια ιστορία σε δέκα συμβάντα», το οποίο
παρακολουθεί «μία σειρά σημαντικών γεγονότων που συνιστούν τη δημόσια ιστορία
της» από τα μέσα του 20ού αιώνα και εξής. Αυτά, είτε αναφέρονται σε
συνέδρια και μελέτες-σταθμούς και τον αντίκτυπό τους μέσα και έξω από τον
ακαδημαϊκό χώρο, είτε σε διαμάχες και πολεμικές στο εσωτερικό φιλολογικών
τμημάτων με διακύβευμα την κατεύθυνση
και τον χαρακτήρα τους σε μεγάλα
πανεπιστήμια όπως το Καίμπριτζ, κ. ά.
Ο Μπάρρυ δεν φιλοδοξεί, βεβαίως,
να καλύψει ολόκληρη την ιστορία της θεωρίας
σε ένα εισαγωγικό βιβλίο περιορισμένης έκτασης∙ τα επιμέρους κεφάλαιά
της που τον απασχολούν είναι τα εξής: «Δομισμός», «Μεταδομισμός και αποδόμηση»,
«Μεταμοντερνισμός», «Ψυχαναλυτική κριτική», «Φεμινιστική κριτική»,
«Λεσβιακή/γκέι κριτική», «Μαρξιστική κριτική», «Νέος ιστορικισμός και
πολιτισμικός υλισμός», «Μετααποικιακή κριτική», «Υφολογία», «Αφηγηματολογία»
και «Οικοκριτική». Όπως παρατηρεί και η μεταφράστρια στον δικό της Πρόλογο, ο
βρετανοκεντρισμός του βιβλίου έχει ως αποτέλεσμα ορισμένες παραλείψεις, σε ότι
αφορά, για παράδειγμα, τις γερμανικές θεωρίες πρόσληψης και αναγνωστικής
ανταπόκρισης. Επίσης, το πρώτο κεφάλαιο με τίτλο «Η θεωρία πριν τη θεωρία»
είναι επικεντρωμένο στις γραμματολογικές σπουδές στη Βρετανία ειδικά, οπότε
έχει περιορισμένο ενδιαφέρον για το ελληνικό φοιτητικό κοινό, τουλάχιστον στο
προπτυχιακό επίπεδο. (Παρεμπιπτόντως, η ανάγνωση του κεφαλαίου αυτού
αποκαλύπτει, ακριβώς, την ανάγκη της συγγραφής μιας αντίστοιχης ιστορίας των
γραμματολογικών σπουδών στην Ελλάδα, υπό το πρίσμα της σύγχρονης θεωρίας.)
Γενικά η παρουσίαση των διαφορετικών
προσεγγίσεων και τάσεων είναι αξιόπιστη, αλλά κάποιες ενότητες επιτυγχάνουν τον
στόχο τους πιο αποτελεσματικά από άλλες. Τα περισσότερο εμπνευσμένα μέρη
αφορούν θεωρητικές και κριτικές προσεγγίσεις που προτιμά ο ίδιος ο Μπάρρυ, και
είναι ο δομισμός, η αφηγηματολογία και ο νέος αισθητισμός. Μία ακατανόητη
μάλλον άρνηση να ασχοληθεί συστηματικά με την έννοια του υποκειμένου έχει ως
αποτέλεσμα την σαφώς αδέξια πραγμάτευση συναφών με το υποκείμενο εννοιών, όπως
η ιδεολογία του Αλτουσέρ και η επιτελεστικότητα της Μπάτλερ. Από την άλλη μεριά, είναι χαρακτηριστική και
αξιέπαινη η προσπάθειά του να «ρίξει γέφυρες» ανάμεσα στους διαφορετικούς
συγγραφείς, παραβάλλοντας, επί παραδείγματι, έννοιες όπως τον «λόγο» του Φουκώ
με τις «δομές του αισθήματος» του Ρέυμοντ Γουίλιαμς∙ αυτού του είδους οι
συγκρίσεις μπορεί να λειτουργήσουν ως αφορμή για πολύ χρήσιμες ακαδημαϊκές
ασκήσεις, αλλά πάντα με μεγάλη προσοχή, καθώς ενέχουν και τον κίνδυνο
καταχρηστικών γενικεύσεων.
Η πολύ καλή μετάφραση της
Αναστασίας Νάτσινα συνάδει με το πνεύμα του πρωτότυπου, να χρησιμοποιεί γλώσσα
«φιλική» προς το φοιτητικό κοινό, και έτσι αποφεύγει το επιτηδευμένο ύφος ή
στριφνές διατυπώσεις, πράγμα που συμβάλει στην καταλληλότητα του βιβλίου ως
διδακτικού εργαλείου. Ως προς την ορολογία, οι μεταφραστικές επιλογές είναι ως
επί το πλείστον ικανοποιητικές, αλλά εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι πάντα
υπάρχουν διαφωνίες ως προς την ελληνική απόδοση επιμέρους όρων της θεωρίας
λογοτεχνίας. Ένας τρόπος αντιμετώπισης
αυτού το προβλήματος θα ήταν η ελληνική έκδοση να συμπεριλαμβάνει ένα γλωσσάρι
με τους θεωρητικούς όρους που χρησιμοποιούνται, τόσο στα ελληνικά όσο και στα
αγγλικά (όπως τους συναντάμε στο αγγλικό κείμενο του Μπάρρυ), αλλά ενδεχομένως
να αναφέρεται και το γαλλικό ή γερμανικό πρωτότυπο της αγγλικής μετάφρασης. Μία
τέτοια πρακτική θα ήταν απολύτως σύμφωνη με τον στόχο του βιβλίου αυτού, που
προορίζεται να λειτουργήσει ως εκπαιδευτικό εργαλείο σε περιβάλλον που προάγει
την ακαδημαϊκή γνώση και τον κριτικό στοχασμό.
Η Ευγενία Σηφάκη διδάσκει Θεωρία
λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου