ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΑΛΛΑΣ,
Ποιήματα 1988-2013, εκδόσεις
Νεφέλη, σελ. 332
Σύμμεικτα. Μελετήματα, δοκίμια,
κριτικές, εκδόσεις Gutenberg, σελ. 256
Dino Valls, Nuditas, λάδι σε ξύλο, 2010
|
Στο ερώτημα ποιο είναι το ιδιαίτερο στίγμα του Δάλλα ως ποιητή, θα
προτάξω ένα «εξωποιητικό» στοιχείο. Δηλαδή, τη χειραφέτηση του Δάλλα από τις
κοινωνικές αξιώσεις της ποιητικής ιδιότητας. Η πιο εμφανής απόδειξη είναι η
συστηματική ενασχόλησή του με την ποίηση συνομηλίκων του, όπως του Μίλτου
Σαχτούρη, του Μανόλη Αναγνωστάκη, του Τάκη Σινόπουλου, και τόσων άλλων. Μάλιστα,
τον Σαχτούρη θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν ο Δάλλας αυτός που τον επέβαλε ως
σημαντικό ποιητή. Κι όμως εδώ δεν έχουμε να κάνουμε μόνο με τη μεγαλοσύνη του ανδρός,
που κι αυτή πρέπει να προσμετρηθεί στον Δάλλα. Δεν πρόκειται ακριβώς περί
γενναιοδωρίας, αλλά για την οργάνωση του ποιητικού σύμπαντος των μεταπολεμικών
ποιητών, σύμπαν μέσα στο οποίο και η ποίηση του Δάλλα αναπνέει. Μάλιστα, δεν
είναι αυτό το κύριο πεδίο όπου ο Δάλλας δοκιμάστηκε ως κριτικός και ως
φιλόλογος, αφού η σημαντικότερη σχετική εργασία του εντοπίζεται στον Σολωμό,
στον Καβάφη, στον Βάρναλη, αλλά και στη μετάφραση των αρχαίων λυρικών.
Δεν ήταν λοιπόν ούτε η διεκδίκηση της ιδιότητας του κριτικού, που
οδήγησε τον Δάλλα στην ενασχόληση με το έργο των συνομηλίκων του, αλλά η
επιλογή του να εντάξει τη δική του φωνή μέσα σε ευρύτερα συμφραζόμενα. Έτσι
άλλωστε μπορούμε να κατανοήσουμε γιατί οι πεζόμορφοι Χρονοδείκτες ενσωματώνονται στο τέλος της συγκεντρωτικής ανά χείρας
έκδοσης ποιημάτων του Δάλλα. Είναι η αποτύπωση των ιστορικών συμφραζόμενων,
μέσα στα οποία διαμορφώθηκε η ποιητική φωνή του Δάλλα. Έστω και αν οι Χρονοδείκτες είναι πεζά κείμενα, αλλά με
έντονα ποιητική εκφορά του λόγου. Θα πρέπει όμως να προσθέσουμε ότι η πεζογραφία
του Δάλλα είναι κι αυτή συστηματική, και μάλιστα ο Δάλλας εμφανίζεται πρώτα ως
πεζογράφος και μετά ως ποιητής, αφού το πεζό του Η σφαγή του Κομμένου δημοσιεύεται το 1947, και ακολουθεί το 1948 η
πρώτη του ποιητική συλλογή, Federico
Garcia Lorca.
Τα διαρκέστερα όμως συμφραζόμενα, με τα οποία συνομιλεί συστηματικά η
ποίηση του Δάλλα, ταυτίζονται με εκείνα τα πεδία όπου δοκιμάστηκε ως κριτικός
και ως φιλόλογος, δηλαδή με τα σολωμικά, τα καβαφικά, τα βαρναλικά μεταλλεία.
Σε μια ευρύτερη, σπάνια προοπτική, ο Δάλλας διευρύνει αναπάντεχα το πεδίο της
έρευνάς του, μη διαχωρίζοντας την ιδιότητα του κριτικού από αυτή του ποιητή.
Έτσι, οι ποιητικές συνομιλίες του, με το
έργο του Σολωμού και των υπολοίπων, φωτίζουν και συμπληρώνουν το έργο του
κριτικού, ενώ και το κριτικό του έργο φωτίζει και συμπληρώνει εκείνο του
ποιητή. Αυτή η αμφίδρομη διαδικασία είναι περισσότερο εμφανής στις μεταφράσεις
των αρχαίων λυρικών, οι οποίες βεβαίως γίνονται πάνω στην ποιητική του Δάλλα, η
οποία όμως ποιητική έχει ήδη αρδευτεί πλουσιοπάροχα απ’ τον λόγο των αρχαίων
λυρικών. Όπως το λέει ο ίδιος ο Δάλλας: λαξεύω ένα κομμάτι πέτρας και δεν βλέπω ποια
μορφή μέσα της κρύβεται/ δουλεύω το νταμάρι και δεν ξέρω τι θα βγει// Ο Αντρέας
Εμπειρίκος ή ο Ανδρέας Κάλβος;
Τι μας λένε όλα αυτά; Ότι η ποίηση του Δάλλα συνομιλεί συστηματικά με
την ποιητική μας παράδοση, με το έργο των συνομηλίκων του ποιητών, με το
πεζογραφικό του έργο, με την ποίηση των αρχαίων λυρικών. Η ποίηση του Γιάννη
Δάλλα είναι ένα απέραντο διακείμενο.
Εδώ θα πρέπει να βάλουμε στο λογαριασμό και την τεχνική του Δάλλα, η
οποία δεν φέρει το άγχος να «χωνέψει» τις επιρροές, τις επιδράσεις, τα δάνεια·
δεν τα κρύβει, δεν τα οδηγεί στην τόσο γνωστή και συνήθως αδέξια διαδικασία ομογενοποίησης,
αλλά τα δείχνει, σε πρώτο πλάνο, τα δηλώνει, τα αφήνει να λειτουργούν,
μετατοπίζοντας το αισθητικό στοίχημα από την «επίδραση» στην οικειοποίηση και
στην επαναγραφή. Νομίζω πως εδώ φτάνουμε στον χαρακτήρα της ποίησης του Δάλλα.
Όλα αυτά που περιέγραψα, διαμορφώνουν μια ποίηση μπαχτινικά διαλογική,
πολυστρωματική, πολυποίκιλη, δηλαδή ουσιωδώς ανομοιογενή, και άρα πολυφωνική.
Μετά το 1968, που δημοσιεύεται το περιβόητο δοκίμιο του Ρολάν Μπαρτ,
«Ο θάνατος στου συγγραφέα», η συζήτηση για τη λογοτεχνία περιστρέφεται γύρω από
αυτά τα ζητήματα, έχοντάς μας δώσει καινούρια θεωρητικά και κριτικά εργαλεία,
καινούριες κατηγοριοποιήσεις της
λογοτεχνίας, καινούριες διακρίσεις του παλιού και του νέου, δηλαδή καινούρια νοηματοδότηση
του σύγχρονου. Η ποίηση του Δάλλα είναι
σύγχρονη ποίηση. Έχει αφήσει προ πολλού πίσω της τη μονολογική ποίηση, που
ακόμα καλά κρατεί στον ποιητικό μας χάρτη, ακόμα και μεταξύ των νεαρότερων
ποιητών και ποιητριών, που οι περισσότεροι αναλώνονται σε αδιάφορες δοκιμές,
κυρίως μετασεφερικής διάθεσης.
Μη βιαστεί κανείς να κολλήσει τη ρετσέτα του «μεταμοντέρνου», είτε σε
αυτά που λέω για την ποίηση του Δάλλα είτε στην ίδια την ποίηση του Δάλλα. Αυτό
που υποστηρίζω είναι πως η ποίηση του Δάλλα, ιδιαίτερα αυτή των τελευταίων
δεκαετιών, δεν χωρά στις τυποποιημένες προδιαγραφές της ποίησης του κυρίαρχου μοντερνισμού
μας. Είναι μια ποίηση τόσο συστηματικά και λειτουργικά ανοιχτή και πολυφωνική,
που η μορφική/αισθητική συνάφειά της διαπιστώνεται στις αναλογίες της με την
ποίηση του Ηλία Λάγιου ή με αυτή των Ευγένιου Αρανίτση, Γιώργου Μπλάνα, Σπύρου
Βρεττού, με εκείνη του Εγγονόπουλου ή
πιο δίπλα με εκείνη του Ροζάνη, και φυσικά με την καταγωγική μήτρα της
σολωμικής ποίησης. Εδώ, θα παραθέσω ένα ποίημα, όπου ο Δάλλας αφηγείται
ποιητικά την ίδια τη θεωρητική περιπέτεια με την οποία συνδέεται η ποίησή του.
Το ποίημα επιγράφεται «Γοργώ» και αποτελείται από δύο μέρη. Το πρώτο:
Τι πλατυπρόσωπη που είναι η
Γοργώ
τι προσωπίδα!
με μάτια και με χείλια
τραβηγμένα
σαν τις αναγελάστρες των νησιών
μας
(Ή να ’ναι αυτές δικά της
εκμαγεία;)
Εδώ, γίνεται λόγος για την επίδραση, με τόνο θα έλεγα καθησυχαστικό
για τον αναγνώστη. Πάμε όμως στο δεύτερο μέρος, όπου τα πράγματα σοβαρεύουν
απροσδόκητα:
Ξένε, αν ρωτάς γιατί η Μορφή που
θα αντικρύσεις
αυτή η δική μας η Γοργώ βγάζει
τη γλώσσα
πριν μπεις στις αίθουσες με τ’
άλλα προσωπεία
στάσου ενεός μπροστά στην πύλη
του Μουσείου
να δεις πως και οι νεκροί μάς
ειρωνεύονται
(Μας ειρωνεύονται ή μας
αντιγράφουν;)
Η ποίηση δεν είναι πλέον «δημιουργία» αλλά ταυτίζεται με τη διαδικασία
που περιγράφει αυτό το ποίημα, μια διαδικασία στην οποία κυριαρχούν όχι τα
πρόσωπα, όχι η «μοναδική» φωνή του ποιητή, αλλά τα προσωπεία και οι βουβοί ήχοι
τους, οι φωνές της ιστορίας. Εδώ, ο συγγραφέας, ο ποιητής, έχει «πεθάνει», δεν
υφίσταται ως κακέκτυπο του θεού, ως ένας μικρός δημιουργός κι αυτός. Εδώ, η
χρονική ακολουθία έχει πάψει να είναι ευθύγραμμη ή έστω εξελικτική. Ο χρόνος
συστρέφεται, εντός μιας αέναης παροντικότητας. Το ποίημα απλώς μετέχει σε έναν
ωκεανό λέξεων, σημασιών και ποιημάτων, όπου η θέση του ούτε για μια στιγμή δεν
είναι οριστική και δεδομένη. Όταν λοιπόν γράφει ποιήματα ο Δάλλας, γράφει
ταυτοχρόνως ως ποιητής, ως κριτικός, ως φιλόλογος, ως μεταφραστής. Ό,τι κείμενο
κι αν γράφει, όλες αυτές οι ιδιότητες συλλειτουργούν. Τελικά, ο Δάλλας δεν γράφει
ως «συγγραφέας» αλλά ως γραφέας. Αυτή είναι η γνώμη μου για το ποιητικό έργο
του Γιάννη Δάλλα. Πάσα αντίρρηση δεκτή, όμως θα παρακαλούσα να συνοδεύεται από
ένα συγκεκριμένο κριτικό σχήμα. Τα λυρικά να λείπουνε, όπως έλεγε ένας ακόμη
στενός φίλος και συνοδοιπόρος του Δάλλα, ο Τάκης Σινόπουλος.
***
Εδώ ας μου επιτραπεί μία μικρή παρέκβαση, νομίζω συμβατή με όσα
υποστήριξα για το ποιητικό προφίλ του Δάλλα. Αναφέρομαι σε ένα μη ποιητικό
βιβλίο του, δηλαδή στον μόλις εκδοθέντα από τις εκδόσεις Gutenberg τόμο δοκιμίων του Γιάννη
Δάλλα, υπό τον τίτλο Σύμμεικτα, ο
οποίος τόμος υλοποιεί την ίδια πρακτική του Δάλλα, τώρα στο πεδίο της κριτικής.
Τελείως επιγραμματικά, θα πω ότι ο τόμος ανοίγει με την ενότητα «Εμείς και οι
αρχαίοι» (τίτλος που παραπέμπει στον Λουτσιάνο Κάνφορα), όπου η Σαπφώ τοποθετείται
μέσα στα συμφραζόμενα της αρχαίας λυρικής ποίησης, υπό την προοπτική όμως της
διδασκαλίας της στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Αλλά σιγά μην έμενε εκεί ο
Δάλλας, σιγά μην έρεπε στον διδακτισμό. Ακολουθεί ένα δεύτερο δοκίμιο, με την
Σαπφώ ως μορφή ή ως θεματική, ή τα κείμενά της ως ποιητική αφετηρία, όπως
εμφανίζονται σε όλη τη νεοελληνική ποίηση, απ’ τον Σολωμό και τον Κάλβο μέχρι
τις μέρες μας.
Στη δεύτερη ενότητα ο τίτλος μάς πηγαίνει μετωπικά στο μείζον και
χρονίζον, μέσα στη φεουδαρχική φιλολογική μακαριότητά μας, θέμα της
περιοδολόγησης της νεοελληνικής λογοτεχνίας, και εν προκειμένω στο ερώτημα πότε
συμβαίνει η περιλάλητη νεωτερική τομή. Το κεφάλαιο επιγράφεται «Οι νέοι καιροί:
Ιδεολογία και ποίηση», και περιλαμβάνει δοκίμια για τον Βάρναλη και τον
Καρυωτάκη. Υπάρχει κανείς που δεν αντιλαμβάνεται σε τι αντιπαρατίθεται εδώ ο
Δάλλας; Σχεδόν, σε όλους και στα πάντα. Σημασία έχει βέβαια και ο τρόπος της
αντιπαράθεσης. Θέλω να πω, ότι η επανάπαυση δεν ταιριάζει στον Δάλλα, αλλά τον
χαρακτηρίζει η εγρήγορση, βεβαίως και η θεωρητική εγρήγορση. Έτσι, επιχειρεί
μια ρηξικέλευθη, μπαχτινική ανάγνωση του Βάρναλη, με βάση το καρναβαλικό
στοιχείο που κυριαρχεί στο έργο του.
Αλλά ο τόμος περνά και στη μεταπολεμική πεζογραφία, όπου
επικεντρώνεται στην «Ποιητική των αφηγηματικών δομών», φθάνοντας να συζητά τις
πιο προωθημένες εκφάνσεις, όπως είναι αυτές του Γιάννη Πάνου, στη Remington και στις Μεταμορφώσεις, καταλήγοντας στον Χειμωνά και στον Βαλτινό, σχεδόν ψαύοντας τον πυρήνα
της τεχνικής τους. Κι αν δεν προχωρά στις αναγκαίες συνεπαγωγές και
ολοκληρώσεις, ακόμα κι αν διστάζει να κάνει λόγο περί μεταμυθοπλασίας, ο Δάλλας
έχει ήδη δημιουργήσει ισχυρά ερείσματα, για να πατήσουν οι επόμενοι.
Το κείμενο, στην ολοκληρωμένη μορφή του, δημοσιεύεται στο ηλεκτρονικό
περιοδικό http://www.poema.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου