8/3/14

Η εικόνα της κολάσεως

ΤΗΣ ΧΑΝΝΑ ΑΡΕΝΤ

[Το κείμενο της Άρεντ Η εικόνα της κολάσεως είναι απόσπασμα μιας βιβλιοκριτικής για το Black Book: The Nazi Crime Against the Jewish People, που συντάχθηκε κι εκδόθηκε από τους World Jewish Congress, Jewish Anti-Fascist Comittee, Vaad Leumi, American Comittee of Jewish Writers, Artists and Scientists, στη Νέα Υόρκη το 1946]

«Ως οι επίσημοι κατήγοροι του γερμανικού λαού μπροστά στο δικαστήριο του πολιτισμένου κόσμου, είναι λογικό να απαιτείται από τους Εβραίους να έχουν προετοιμάσει … ένα κατηγορητήριο. Αυτό είναι εύκολο να γίνει … Το αίμα των θυμάτων του Χίτλερ κραυγάζει από το χώμα. Ο στόχος του κατηγορητηρίου μας είναι να αρθρώσουμε την κραυγή». Αλλά εάν οι συγγραφείς της Μαύρης Βίβλου νόμιζαν πως το ιστορικό της τελευταίας δεκαετίας είναι εύκολο να λεχθεί, κάνουν μεγάλο λάθος. Η αδεξιότητα του βιβλίου τους, παρά τις καλές προθέσεις τους, είναι μια επαρκής απόδειξη γι’ αυτό. Ωστόσο, δεν πρόκειται απλώς για ένα ζήτημα τεχνικής ικανότητας. Πράγματι, το υλικό θα μπορούσε να ήταν καλύτερα οργανωμένο, το στυλ λιγότερο δημοσιογραφικό, και οι πηγές να έχουν επιλεγεί με πιο επιστημονικά κριτήρια. Αλλά αυτές μαζί με άλλες βελτιώσεις θα έκαναν ακόμη πιο φανερή την ασυμφωνία μεταξύ των ίδιων των γεγονότων και της οποιασδήποτε πιθανής χρήσης τους για πολιτικούς σκοπούς. Η Μαύρη Βίβλος έχει αποτύχει επειδή οι συγγραφείς της, έχοντας χαθεί σ’ ένα πλήθος λεπτομερειών, δεν μπόρεσαν να κατανοήσουν ή να ξεκαθαρίσουν τη φύση όσων γεγονότων αντιμετώπιζαν.
Τα γεγονότα είναι ότι έξι εκατομμύρια Εβραίοι, έξι εκατομμύρια ανθρώπων, σύρθηκαν ανήμποροι, και στις περισσότερες περιπτώσεις ανυποψίαστοι, στον θάνατό τους. Η μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε ήταν εκείνη του συσσωρευμένου τρόμου. Πρώτα ήταν η υπολογισμένη παραμέληση, στέρηση, και ντροπή, όταν οι αδύναμοι σωματικά πέθαιναν μαζί με όσους ήσαν αρκετά γεροί και απείθαρχοι ώστε να δώσουν ένα τέλος στη ζωή τους. Δεύτερον ήταν η απόλυτη ασιτία, σε συνδυασμό με αναγκαστική εργασία, οπότε οι άνθρωποι πέθαιναν κατά χιλιάδες αν και σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, ανάλογα με τις αντοχές τους. Τέλος ήταν οι βιομηχανίες θανάτου –και όλοι πέθαιναν μαζί, νέοι και γέροι, αδύναμοι και δυνατοί, άρρωστοι και υγιείς∙ όχι σαν άνθρωποι, όχι σαν άντρες και γυναίκες, παιδιά κι ενήλικοι, αγόρια και κορίτσια, όχι σαν καλοί και κακοί, όμορφοι και άσχημοι – αλλά υποβιβάζονταν στον χαμηλότερο κοινό παρονομαστή της ίδιας της οργανικής ζωής, ριγμένοι στη σκοτεινότερη και βαθύτερη άβυσσο της πρωτογενούς ισότητας, σαν κτήνη, σαν ύλη, σαν πράγματα που δεν είχαν σώμα ή ψυχή, ούτε καν μια φυσιογνωμία πάνω στην οποία ο θάνατος θα μπορούσε να θέσει τη σφραγίδα του.

Σε τούτη την τερατώδη ισότητα δίχως αδελφοσύνη ή ανθρωπιά –μια ισότητα την οποία θα μπορούσαν να μοιράζονται οι γάτες και οι σκύλοι- αντικρίζουμε, σαν σε καθρέφτη, την εικόνα της κολάσεως. Πέραν των ικανοτήτων της ανθρώπινης κατανόησης βρίσκεται η παραμορφωμένη κακία όσων καθίδρυσαν μια τέτοια ισότητα. Ωστόσο εξ ίσου παραμορφωμένη και πέραν των ορίων της ανθρώπινης δικαιοσύνης είναι η αθωότητα όσων πέθαναν σ’ αυτήν την ισότιμη βάση. Οι θάλαμοι αερίων ήσαν κάτι παραπάνω απ’ ό,τι καθένας θα μπορούσε να αξίζει, και μπροστά σ’ αυτό ο χειρότερος εγκληματίας ήταν τόσο αθώος όσο κι ένα νεογέννητο μωρό. Ούτε η τερατωδία αυτής της αθωότητας έγινε πιο υποφερτή με βάση γνωμικά όπως «καλύτερα να υποφέρω το κακό παρά να κάνω κακό». Ό,τι είχε σημασία δεν ήταν πως εκείνους, που ένα τυχαίο συμβάν της γέννησης καταδίκασε σε θάνατο, υπάκουαν και λειτουργούσαν μέχρι την τελευταία στιγμή χωρίς να προβάλλουν αντίσταση, κατά παρόμοιο τρόπο με όσους ένα τυχαίο συμβάν της γέννησης τους καταδίκασε να ζουν (αυτό είναι τόσο πασίγνωστο ώστε δεν χρειάζεται να το κρύβουμε). Μα και πέραν αυτού ήταν το γεγονός ότι αθωότητα και ενοχή δεν ήσαν πλέον προϊόντα της ανθρώπινης συμπεριφοράς∙ ότι κανένα πιθανό ανθρώπινο έγκλημα δεν άξιζε αυτήν την τιμωρία, κανένα νοητό αμάρτημα δεν δικαιολογούσε αυτήν την κόλαση όπου ο άγιος κι ο αμαρτωλός υποβιβάζονταν στη θέση των ενδεχόμενων πτωμάτων. Στο εσωτερικό των βιομηχανιών θανάτου, κάθε τι έγινε ένα τυχαίο γεγονός εντελώς εκτός του ελέγχου όσων υπέμεναν τα δεινά μα και όσων τα προξενούσαν. Και σε πολλές περιπτώσεις εκείνοι που προξενούσαν τα δεινά τη μια μέρα γίνονταν αυτοί που τα υπέφεραν την άλλη.
Η ανθρώπινη ιστορία δεν γνωρίζει κάποιο ιστόρημα που νάναι πιο δύσκολο να ειπωθεί. Η τερατώδης ισότητα στην αθωότητα είναι το αναπόφευκτο καθοδηγητικό μοτίβο της, και καταστρέφει την ίδια τη βάση πάνω στην οποία στηρίζεται η ιστορία – που είναι η ικανότητά μας να κατανοούμε ένα συμβάν ανεξαρτήτως πόσο απόμακρο είναι από μας. Τα μάγια λύνονται μόνον όταν ερχόμαστε στην ιστορία της εβραϊκής αντίστασης και στη μάχη του γκέτο της Βαρσοβίας. Ωστόσο Η Μαύρη Βίβλος διαπραγματεύεται αυτά τα γεγονότα ακόμη πιο ανεπαρκώς απ’ ό,τι άλλα, αφιερώνοντας μόνον εννιά κακογραμμένες σελίδες στη μάχη του γκέτο – και χωρίς να μνημονεύει την εξαιρετική ανάλυση του Shlomo Mendelsohn για το συμβάν που παρουσιάστηκε στο Menorah Journal  την άνοιξη του 1944. Κανένα νοητό χρονικό οποιουδήποτε είδους δεν θα μπορούσε να μετατρέψει έξι εκατομμύρια νεκρούς ανθρώπους σε πολιτικό επιχείρημα. Η απόπειρα των ναζί να χαλκεύσουν μιαν αχρειότητα πέραν της κακίας δεν έκανε τίποτα παραπάνω από το να καθιδρύσει μιαν αθωότητα πέραν της αρετής. Αυτή η αχρειότητα και η αθωότητα δεν έχουν καμμία σχέση με την πραγματικότητα στην οποία υφίσταται η πολιτική.
Ωστόσο η ναζιστική πολιτική, που πραγματώθηκε τέλεια στον κίβδηλο κόσμο της προπαγάνδας, εξυπηρετήθηκε με τον καλύτερο τρόπο από τη χάλκευση. Εάν οι ναζί είχαν περιοριστεί μόνον να συντάξουν ένα κατηγορητήριο εναντίον των Εβραίων και να προπαγανδίζουν την ιδέα ότι υπάρχουν υπάνθρωποι και υπεράνθρωποι, δεν θα ήταν εύκολο να πείσουν την κοινή γνώμη ότι οι Εβραίοι ήσαν υπάνθρωποι. Το ψεύδος δεν αρκούσε. Προκειμένου να γίνουν πειστικοί, οι ναζί έπρεπε να χαλκεύσουν την  πραγματικότητα και να κάνουν τους Εβραίους να φαίνονται υπάνθρωποι. Το αποτέλεσμα είναι ότι ακόμη και σήμερα, όταν εμφανίζονται στις κινηματογραφικές ταινίες για τη θηριωδία, ο κοινός νους θα πει: «Μα δεν μοιάζουν σαν εγκληματίες;» Ή, εάν δεν είναι σε θέση να συλλάβουν μιαν αθωότητα πέραν της αρετής και της κακίας, οι άνθρωποι θα πουν: «Τι φοβερά πράγματα αυτοί οι Εβραίοι θα πρέπει να έχουν κάνει στους Γερμανούς για να τους κάνουν κάτι τέτοιο!»
Για να συντάξουν ένα κατηγορητήριο από την πλευρά του απόλυτα αθώου εβραϊκού λαού εναντίον του απόλυτα ένοχου γερμανικού λαού, οι συγγραφείς της Μαύρης Βίβλου παρέβλεψαν το γεγονός ότι δεν είχαν τη δύναμη να κάνουν όλο το γερμανικό έθνος να φαίνεται ένοχο με τον ίδιο τρόπο που οι ναζί έκαναν τους Εβραίους να φαίνονται – και Θεός να μας φυλάει από το να έχει κανείς ξανά τέτοια δύναμη! Γιατί το να καθιδρυθούν και να διατηρηθούν τέτοιες διακρίσεις θα σήμαινε ότι θα εγκατασταθεί μόνιμα η κόλαση στη γη. Χωρίς μια τέτοια δύναμη, χωρίς τα μέσα να χαλκευτεί μια ψεύτικη πραγματικότητα σε συμφωνία με μια ψευδόμενη ιδεολογία, η προπαγάνδα και η δημοσιότητα του στυλ που ενσαρκώνεται σε αυτό το βιβλίο το μόνο που πετυχαίνει είναι μια αληθινή ιστορία να μην γίνεται πιστευτή. Και η έκθεση γίνεται ακόμη λιγότερο πειστική καθώς τα γεγονότα γίνονται πιο στυγερά. Επειδή η αφήγηση έχει το στυλ της προπαγάνδας, η όλη ιστορία όχι μόνον αποτυγχάνει να γίνει πολιτικό επιχείρημα – δεν ακούγεται καν σαν αληθινή.
Με πολιτικούς όρους, οι βιομηχανίες θανάτου αποτελούν ένα «έγκλημα κατά της ανθρωπότητας» που διαπράχθηκε πάνω στα σώματα του εβραϊκού λαού∙ και εάν οι ναζί δεν είχαν συντριβεί, οι βιομηχανίες θανάτου θα καταβρόχθιζαν τα σώματα ενός σημαντικού αριθμού άλλων λαών (στην πραγματικότητα, οι Τσιγγάνοι εξολοθρεύτηκαν μαζί με του Εβραίους για μέσες άκρες ίδιους ιδεολογικούς λόγους). Ο εβραϊκός λαός έχει πράγματι το δικαίωμα να απευθύνει αυτό το κατηγορητήριο εναντίον των Γερμανών, υπό την προϋπόθεση ότι δεν λησμονεί πως σ’ αυτήν την περίπτωση ομιλεί για λογαριασμό όλων των λαών της γης. Είναι τόσο αναγκαίο να τιμωρηθεί η ενοχή όσο και να θυμόμαστε ότι δεν υπάρχει τιμωρία που να ταιριάζει στα εγκλήματά τους. Για τον Γκαίρινγκ η θανατική ποινή είναι σχεδόν ένα αστείο, κι ο ίδιος, όπως όλοι οι συγκατηγορούμενοί του στη Νυρεμβέργη, γνωρίζει ότι δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα παραπάνω από το να τον θανατώσουμε λίγο νωρίτερα από τη στιγμή που ούτως ή άλλως θα ερχόταν.
Από την αθωότητα πέραν της αρετής και από την ενοχή πέραν της κακίας, από μια κόλαση όπου όλοι οι Εβραίοι ήσαν κατ’ ανάγκη αγγελικοί και όλοι οι Γερμανοί κατ’ ανάγκη διαβολικοί, πρέπει να επιστρέψουμε στην πραγματικότητα της πολιτικής. Η πραγματική ιστορία της κατασκευασμένης από τους ναζί κόλασης είναι απολύτως αναγκαία για το μέλλον. Όχι μόνον επειδή αυτά τα γεγονότα άλλαξαν και δηλητηρίασαν τον αέρα που αναπνέουμε, όχι μόνον επειδή τώρα στοιχειώνουν τα όνειρά μας τη νύχτα και διαπερνούν τις σκέψεις μας στη διάρκεια της μέρας – μα κι επειδή έχουν γίνει η βασική εμπειρία και η βασική δυστυχία του καιρού μας. Οι νέες ενοράσεις μας, οι νέες μνήμες μας, τα νέα έργα μας μόνον αυτήν τη βάση μπορεί να έχουν ως αφετηρία, πάνω στην οποία θα στηριχτεί μια νέα γνώση για τον άνθρωπο. Ωστόσο, εκείνοι που μια μέρα ίσως αισθανθούν αρκετά δυνατοί να αφηγηθούν την όλη ιστορία θα πρέπει να αναγνωρίζουν ότι η ιστορία καθ’ αυτή δεν μπορεί να αποφέρει τίποτα άλλο παρά μόνον θλίψη και απελπισία – και λιγότερο απ’ όλα, επιχειρήματα για κάποιον ιδιαίτερο πολιτικό σκοπό…


Μετάφραση: Γιώργος Μερτίκας

Δεν υπάρχουν σχόλια: