ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ ΔΕΛΗΓΙΩΡΓΗ
Η δέση
του δράματος μιας δίχως όρια καταλήστευσης της φύσης και των ανθρώπων
συντελείται σ’ αυτή τη μεταβατική φάση της σύγχρονης ιστορίας. Η λύση του απαιτεί
συνεχή επεξεργασία της κατεύθυνσης που θα μας οδηγήσει σε μια νέα αντίληψη ζωής
και ανάπτυξης. Οι μικροπολιτικοί επιμερισμοί και οι διασπάσεις, αντί των
συγκλίσεων, μας κρατούν αμήχανους κι απροσανατόλιστους. Στην κρισιμότητα των
καιρών, χρειάζεται εντατικοποίηση της παραγωγικότητας και της αυτοσυνειδησίας, με
ατομικές και συλλογικές δράσεις που θα μας κρατήσουν ζωντανούς, δίνοντάς μας τον
αυτοσεβασμό που απαιτεί κάθε μεγάλη προσπάθεια. Σε τέτοιες φάσεις, ο ρόλος της
διανόησης μπορεί να ξαναγίνει ουσιαστικός.
Εδώ και δεκαετίες, διανοούμενοι θεώρησαν πως η
τραγωδία ως λογοτεχνικό είδος (και ως ιστορικό γεγονός) έχει τελειώσει, τη
στιγμή ακριβώς που συντελούνταν, ενώ εμείς αφήναμε το κυνήγι της ψευτο-ευημερίας
να μας ναρκώνει. Ο Μαρξ ήταν σαφέστατος για την παθολογία της αλλοτρίωσης, αλλά
ποιος διάβαζε Μαρξ την εποχή της μεταμοντέρνας κατάστασης; Ωστόσο, με την
κριτική του στη θεμελίωση της ιδεαλιστικής πολιτικής θεωρίας και της
νατουραλιστικής πολιτικής οικονομίας, ο Μαρξ άνοιξε το δρόμο για μια
μοντερνιστική σκέψη ικανή να αναλύσει τη διαβρωμένη μοντερνικότητα, με
κατεύθυνση τον μετασχηματισμό της. Οι μεταμοντέρνοι διανοητές, αντί της
κριτικής θεωρίας, προτίμησαν την σημασιολογική αλλοίωση του λεξιλογίου της∙
τακτική που προκάλεσε διανοητική σύγχυση και αμηχανία στις ανήσυχες συνειδήσεις.
Φυσικά,
η σύγχυση δεν προκαλεί, αλλά τρέφει τα δράματα, αναβάλλοντας τη λύση τους. Στο
διαδίκτυο εκφράζεται η ντροπή για το χάλι της χώρας και η επιθυμία για ετοιμότητα,
όταν θα βγούμε από την πολυδαίδαλη διεφθαρμένη πολιτική για να μπούμε σ’ ένα
δρόμο με ευανάγνωστη κατεύθυνση και ανοιχτό τον ορίζοντα, σε έναν άλλο τρόπο αντιμετώπισης
της παραγωγής και διαχείρισης. Αυτή την οδό, ακόμα κι αν μπορούμε να τη
φανταστούμε, για την ώρα την τρέφει ο πόθος μας για μιαν άλλη ζωή στον πλανήτη.
Αλλά κανείς δεν θα την φτιάξει για μας.
Η
σύγχυση, όμως, για το τι μπορούμε να σκεφτούμε να κάνουμε τα επόμενα χρόνια, εμποδίζει
την ενεργοποίηση του νου που κατευθύνει δράσεις και πράξεις, από γενέσεως κόσμου,
ενώ διαβρώνει την αντοχή και το φρόνημα για τις καλύτερες μέρες. Έτσι, η ελπίδα
εναλλάσσεται με τον φόβο κι από αυτή τη θυμική διακύμανση βγαίνουμε μόνον όσο συμβάλλουμε
στον ερχομό τους.
Αλλά
μέσα στη σύγχυση, και την αμηχανία που προκαλεί, η δημαγωγία μουντζουρώνει τα
οδόσημα. Πραγματιστές που δεν πιστεύουν σε τίποτα, μας λένε να στρίψουμε λίγο πιο
αριστερά ή λίγο πιο δεξιά για να κερδίσουμε τις εκλογές. Ή να ξεχάσουμε τις ιδέες,
αρκεί να φτιάξουμε ένα εκατομμύριο θέσεις εργασίας για να εξαντλήσουμε την
τετραετία της διακυβέρνησής μας. Η δημιουργία τόσων θέσεων εργασίας από μια
κυβέρνηση σημαίνει χρήματα, που το ληστρικό για τους πολίτες κράτος κατέφαγε με
τους δανεισμούς. Και θα πρέπει να ξαναδανειστούμε από αυτούς που, δανείζοντάς
μας, μας οδήγησαν μεθοδικά στην καταστροφή. Αυτοί, όμως, μας δανείζουν για να ξεπληρώσουμε
όσα ήδη χρωστάμε. Πράγμα που κάνουμε, με σταδιακή εξαφάνιση της χώρας.
Με δημαγωγικές
παραινέσεις, μη σκέφτεστε, ή μη σας ενδιαφέρει τι σκέφτονται οι πιο δεξιοί
ή οι πιο αριστεροί σύντροφοί σας, σκοπός είναι οι ψηφοφόροι να
ξαναπιστέψουν σ’ ένα θαύμα που θα μας σώσει. Αλλά η ιστορία του νεοελληνικού
κράτους συνταυτίστηκε με την πίστη σε θαύματα (μεγάλες, δυνάμεις, μεγάλες
ιδέες, μεγάλα δάνεια} που αναζωπυρώνουν φενακισμένους φανατισμούς και μιαν
αυξανόμενη ανασφάλεια που τρέφει την ακραία αντίδραση. Κάποτε, δουλειά των διανοούμενων
ήταν να διαλύουν την σύγχυση, πράγμα ολοένα και πιο δύσκολο, σήμερα.
Η διανοητική σύγχυση κυοφορείται απ’ το ’70 στη
Δύση, για να εισαχθεί στην Ελλάδα, από τα τέλη του ’80, με τη συνέργεια της
εκσυγχρονιστικής διανόησης, και δημοσιογράφων που ευτέλισαν και ευνούχισαν
σκέψη και γλώσσα, από οθόνες και έντυπα, κάνοντάς μας επιρρεπείς σε εύκολους
ελιγμούς. Έτσι, χωρίς να το πάρουμε είδηση, η αντιστροφή των σημασιών εξίσωσε τον
εκσυγχρονισμό με την πρόοδο, την παγκοσμιοποίηση με την οικουμενικότητα, τον
ολοκληρωτισμό με την ολοποίηση, την αύξηση με την ανάπτυξη, την σοβαρότητα με
την σοβαροφάνεια, την ελευθερία με την επιθυμία για το αδύνατο, το εν δυνάμει με
το εικονικό και την προσομοίωση, την πολιτική με το πολιτικό (ως αέναη διαμάχη
με τον εχθρό) την αντι-ηγεμονική δράση με στρατηγικές κατάκτησης της ηγεμονίας,
τον μηδενισμό με την επαναστατικότητα. Σ’ αυτό τον καταιγισμό σημασιολογικών
αλλοιώσεων, με εξασθενημένη την ικανότητα διάκρισης, ο λόγος δεν θέλει πολύ να
περιπέσει σε αφασία ή παραλήρημα.
Έτσι η θεωρία ταυτίστηκε με την αναπαραγωγή
του στάτους κβο, ή με εγκεφαλικούς πειραματισμούς ή με εκδοχές του ποιητικού
λόγου που ανάγουν τη φιλοσοφία σε λογοτεχνία. Πώς έγινε, όμως, και ο αριστερός
διανοούμενος, που είχε μάθει από τον Μαρξ τι θα πει φετιχοποιημένη κι αντεστραμμένη
πραγματικότητα, να παρασύρεται σε ανιστορικές αντιστροφές; Από διάθεση ανανέωσης
μιας σκέψης που λειτούργησε ως δόγμα και όχι ως όργανο ανάλυσης και νοηματοδότησης;
Ή μήπως από μιαν ελαστικότητα που ευνόησε το πνεύμα της μεταμοντέρνας κατάστασης,
όταν κατάργησε την κριτική για να μην επαναλάβει τάχα όσα θα έκρινε;
Έτσι,
είδαμε φιλοσόφους να γίνονται χαϊντεγκεριανοί, χωρίς να προβληματισθούν για το
πώς ο Χάιντεγκερ, θέτοντας την οντολογία στην υπηρεσία του εθνικοσοσιαλισμού, ταύτισε
τη σωτηρία των γερμανών με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, χωρίς ποτέ να δώσει
λόγο γι’ αυτό, αφού οι γερμανοί μπορούσαν να σωθούν καταψηφίζοντας τον Φύρερ.
Είδαμε μεταδομιστές, ανιχνεύοντας απόψεις του ναζιστή Κ. Σμιτ, να γενικεύουν την
κατάσταση εξαίρεσης, με το σαθρό επιχείρημα ότι μια οντολογία που να στηρίζει
την αληθινή δημοκρατία είναι αδύνατη. Είδαμε οπαδούς του Αλτουσσέρ, που, κατά
την ομολογία του, δεν είχε διαβάσει τις κριτικές του Μαρξ, να ανατρέχουν στον σπινοζικό
νατουραλισμό, ένα πεδίο με απείρως ευκολότερη πρόσβαση από το πεδίο της διαλεκτικής
σκέψης όπου ο Μαρξ έδωσε στον αφηρημένο υλισμό το περιεχόμενο μιας συγκεκριμένης
φυσικο-κοινωνικο-ιστορικής πραγματικότητας. Το ζάπιγκ μεταφέρθηκε από την
τηλεοπτική στην φιλοσοφική οθόνη, με θεωρητικές ακροβασίες στη χρήση προβληματικών,
ξεπερασμένων ή αντιδραστικών ιδεών ως εργαλείων πολιτικής ανάλυσης, που μας
αποπροσανατολίζουν, χωρίς να μας βγάζουν από τον λαβύρινθο.
Αντί για
εμπλουτισμό και εμβάθυνση της διαλεκτικής σκέψης, που άνοιξε τον δρόμο στο εργατικό
κίνημα, στο πρόταγμα της χειραφέτησης και στο κοινωνικό κράτος, φτιάχτηκαν δρομάκια
παράκαμψής της, με αποτέλεσμα, μέσα από την αχρήστευση ή την ψευδο-μεταστοιχείωσή
της, ο ριζοσπαστισμός και η αντίδραση να θεωρηθούν ότι επικίνδυνα συμπλησιάζουν,
σαν τεκτονικές πλάκες μετά από ισχυρό σεισμό. Έφτασαν, όσοι δεν διανοούνται την
αλλαγή του στάτους κβο, να πουν πώς όποια κατεύθυνση κι αν έπαιρνες στο ίδιο
σημείο θα κατέληγες: αν ξεκινούσες από το επαναστατικό πρόταγμα, θα κατέληγες στον
ολοκληρωτισμό. Κι αν ξεκινούσες από τον νεοναζισμό, μπορούσες ανεμπόδιστα να
καταλήξεις στο λεξιλόγιο της επαναστατικής ανατροπής. Αλλά η δομική βία του
φασισμού-ναζισμού και η βιβλική εικόνα εξιλαστηρίων θυμάτων, ανίκανων να
αντιδράσουν στην κατάλυση της δημοκρατίας, τι σχέση μπορεί να έχει με την επαναστατικότητα
ενός τρόπου σκέψης που ανοίγει τον δρόμο στην χειραφέτηση που απαιτεί η ουσιαστική
δημοκρατία και η αλλαγή του τρόπου παραγωγής, σκέψης, ζωής;
Διανοούμενοι που διάβασαν Μαρξ λένε πως οι
δράσεις καθορίζουν τα γεγονότα κι όχι οι ιδέες. Σωστά. Αλλά η σκέψη που τις
γεννά , άλλοτε ξεκαθαρίζει τη σημασία και το νόημά των δράσεων κι άλλοτε τις
συσκοτίζει, προκαλώντας την σύγχυση. Αλλιώς, ο Μαρξ δεν θα έγραφε για να την
διαλύσει. Γιατί η σύγχυση εκτός από την αμηχανία, τρέφει και τις απόλυτες
βεβαιότητες του δογματισμού, άλλοθι για την αποφυγή βαρειών , είναι αλήθεια, πολιτικών
ευθυνών.
Η Αλεξάνδρα Δεληγιώργη διδάσκει Φιλοσοφία στο
ΑΠΘ και είναι συγγραφέας
Χωρίς τίτλο,
2011, φωτογραφία, 26Χ38 εκ
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου