ΤΟΥ
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΚΙΟΥΠΚΙΟΛΗ
Η έκκληση
αυτή επαναλαμβάνεται σήμερα από δημοφιλείς ριζοσπάστες θεωρητικούς, όπως ο Alain Badiou και ο Slavoj Zizek. Μας προτρέπουν να κάνουμε άμεσα πράξη μια
εξισωτική δικαιοσύνη ενάντια στον κυρίαρχο «καπιταλο-κοινοβουλευτισμό», με μια
πολιτική δράση που θα συνδυάζει αυστηρή συλλογική πειθαρχία, «συλλογική βία»,
με την έννοια της αυστηρής επιβολής ανατρεπτικών πολιτικών μέτρων, και
βολονταρισμό, με την έννοια συλλογικών αποφάσεων που έρχονται σε ρήξη με την
κρατούσα λογική της καπιταλιστικής «ανάπτυξης».[1]
Στην τρέχουσα
πολιτική συγκυρία, ωστόσο, η αναφορά σε επαναστατικούς βολονταρισμούς είναι
πιθανότερο να προέρχεται από γραφεία καθεστωτικής προπαγάνδας, που θέλουν να
εξορκίσουν το φάντασμα μιας κυβέρνησης
της αριστεράς με τον μπαμπούλα του «σοβιετικού» κινδύνου, από τραγελαφικές
εκδοχές μιας παρωδίας της ένοπλης τρομοκρατίας ή από ρετρό περιθωριακά
απομεινάρια μιας εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς.
Κι όμως, είτε
θέλουμε να εκφωνήσουμε αυτό το επικίνδυνο όνομα είτε όχι, ορισμένες εκδοχές
επαναστατικού βολονταρισμού είναι εκ των ων ουκ άνευ στην Ελλάδα του 2014 και
σε όσες κοινωνίες βρίσκονται σε ανάλογη μοίρα, αν θέλουμε να αλλάξουμε τον ρου
των πραγμάτων, έστω και μόνον με την ανατροπή των μνημονιακών επιταγών. Η
ισχυρή προβολή και πραγμάτωση μιας συλλογικής βούλησης, που θα πηγαίνει κόντρα
στο ρεύμα και θα είναι αποφασισμένη να παλέψει με όλες της τις δυνάμεις για μια
δημιουργική συλλογική αλλαγή, είναι αναγκαία σε συνθήκες όπου τα πλέγματα
οικονομικής και πολιτικής εξουσίας είναι συντριπτικά εναντίον κάθε τέτοιας
αλλαγής, τόσο στο εσωτερικό όσο και διεθνώς. Μόνον η πρόταξη μιας αποφασιστικής
βούλησης ανατροπής, η οποία θα υποστηρίζεται από ανάλογα πολιτικά σχέδια και
πολιτική οργάνωση, μπορεί να πείσει και τους ίδιους τους φορείς της και το
κοινωνικό ακροατήριο στο οποίο απευθύνονται, ότι αυτό που φαντάζει απίθανο,
ανέφικτο, μη ρεαλιστικό στην παρούσα τάξη πραγμάτων, μπορεί να γίνει
πραγματικότητα με τον πολιτικό μετασχηματισμό αυτής της τάξης από συλλογικά
υποκείμενα. Μόνον έτσι, με άλλα λόγια, μπορούν να δημιουργηθούν οι καταστάσεις
και οι πολιτικές που δεν υπάρχουν σήμερα, αλλά και να αναπτυχθούν τα, ισχνά
σήμερα, πολιτικά υποκείμενα που θα τις οικοδομήσουν. Και, φυσικά, η βούληση δεν
είναι επαρκής συνθήκη, και η επιτυχία της κάθε άλλο παρά εγγυημένη είναι, αλλά
η βούληση είναι αναγκαία συνθήκη όταν
το ζητούμενο είναι η ιστορική κατασκευή του καινούριου και διαφορετικού.
Υπάρχουν δύο
τουλάχιστον επίπεδα σήμερα όπου η σκοπιμότητα του επαναστατικού βολονταρισμού
γίνεται εντονότερα αισθητή, και μάλιστα ακριβώς με την πιο γόνιμη μορφή του - όχι
δηλαδή ως υστερική άμετρη βία που είναι πολιτικά ατελέσφορη για την υπόθεση της
ισοελευθερίας, αλλά ως αποφασιστική διάθεση οικοδόμησης του νέου, με πίστη,
σχέδιο και συλλογική στράτευση. Το πρώτο αφορά την ευρωπαϊκή θέση της χώρας και
ένα από τα επιτακτικότερα διλήμματα: πώς και αν είναι δυνατή η παραμονή στην
ευρωζώνη (ή και την ίδια την ΕΕ) αν επιδιώκουμε τη διάλυση των μνημονιακών και
ευρύτερα νεοφιλελεύθερων δεσμών. Μια λογική που μοιάζει να πρυτανεύει, εκκινεί
από την ορθή διάγνωση ότι η κοινωνική πλειοψηφία στην Ελλάδα είναι συντηρητική,
ανασφαλής και φοβισμένη. Συνεπώς, ακόμη και αν η έξοδος από την ευρωζώνη ήταν
οικονομικά συμφέρουσα ή πολιτικά αναγκαία, η αναφορά σε αυτό το ενδεχόμενο,
πόσο μάλλον η ρητή και συστηματική επεξεργασία ενός εναλλακτικού προγράμματος
σε αυτή την κατεύθυνση, πρέπει να αποφεύγεται, γιατί η ελληνική κοινωνία
τρομάζει από τις πιθανές συνέπειες και τους απρόβλεπτους κινδύνους μιας τέτοιας
εξέλιξης.
Η αφετηριακή
διάγνωση δεν είναι καθόλου εσφαλμένη. Αλλά το «ρεαλιστικό» συμπέρασμα που
απορρίπτει κάθε «βολονταρισμό» δεν είναι τόσο ρεαλιστικό όσο φαίνεται.
Βασίζεται σε ένα ανοικτό στοίχημα που είναι πιθανό να χαθεί σε διάφορες φάσεις,
πριν ή μετά από μια εκλογική νίκη της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Με δεδομένη
την ισορροπία δυνάμεων στην ΕΕ, την εδραία ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού και
των πολιτικών λιτότητας στον πυρήνα της, την περιθωριακή θέση της Ελλάδας και την
αποδεδειγμένη αδυναμία όλων των προηγούμενων ελληνικών κυβερνήσεων να προβάλουν
την οποιαδήποτε επιτυχημένη «αντίσταση», ο ρεαλιστικός νους υποθέτει πολύ
εύλογα ότι και οποιαδήποτε άλλη κυβέρνηση θα είναι ομοίως καταδικασμένη να
υποκύψει, ελλείψει ενός ισχυρού διαπραγμευτικού χαρτιού. Ή, αν αντισταθεί μέχρι
τέλους, θα οδηγήσει τη χώρα στο χείλος του γκρεμού, και μάλιστα τυφλά και
απροετοίμαστα, ελλείψει ενός γνωστού, επεξεργασμένου σχεδίου διάσωσης.
Εν ολίγοις, ο
ίδιος φοβισμένος συντηρητισμός που υποδεικνύει έναν συνετό πραγματισμό και την
αποφυγή «υπερεπαναστατικών» εναλλακτικών προγραμμάτων, υποσκάπτει ρεαλιστικά
και την υποστήριξη νέων κυβερνήσεων αντιπαράθεσης με τον μνημονιακό ζόφο. Αυτό
καταγράφεται πολύ εύγλωττα και στη διαστρωμάτωση του εκλογικού σώματος. Τα πιο
φοβικά και συντηρητικά στρώματα στήριξαν και εν πολλοίς στηρίζουν τη μνημονιακή
παράταξη, όχι γιατί δέχονται με αγαλλίαση τις οικονομικές της επιθέσεις αλλά
γιατί δεν μπορούν να διακρίνουν από την οπτική τους καμία ρεαλιστική
εναλλακτική. Απεναντίας, ένας «επαναστατικός βολονταρισμός» που θα προτάσσει
σταθερά και ξεκάθαρα τη βούληση της ρήξης και θα το κάνει αυτό στη βάση ενός
διαρθρωμένου, δημόσιου εναλλακτικού σχεδιασμού, μπορεί να συμβάλλει στην
ανάκτηση της χαμένης κοινωνικής αυτοπεποίθησης. Μερίδες της ελληνικής κοινωνίας
έχουν αντισταθεί και δημιουργήσει σε πολύ δυσχερέστερες συνθήκες στο εσωτερικό
και διεθνώς. Μια κοινωνία με υψηλό μορφωτικό επίπεδο, έμψυχο δυναμικό, υποδομές
και φυσικούς πόρους, με τη δυνατότητα διατροφικής κυριαρχίας, μπορεί να σταθεί
στα πόδια της, να παλέψει, να αυτοσυντηρηθεί και να βρει εποικοδομητικές λύσεις
σε φαινομενικά αδιέξοδα. Για να γίνει αντι-ηγεμονική μια πολιτική δύναμη σήμερα
δεν μπορεί και δεν θα έπρεπε να ποντάρει στον «φόβο των μαζών», τον οποίο ακριβώς
καλλιεργεί και εκμεταλλεύεται το καθεστώς της εξουσίας. Καλείται να συγκροτήσει
αυτό που δεν υπάρχει, ένα νέο συλλογικό υποκείμενο, με αυτοπεποίθηση, με
διάθεση και πρόγραμμα δράσης. Και δύσκολα θα σταθεί στο ύψος μιας τέτοιας
πρόκλησης, αν στοιχηματίζει ως ένα σημείο στη δειλία της κοινωνίας, και βασίζει
σε κενές διακηρύξεις την όποια επίκληση της θέλησής του για αλλαγή και τη
βεβαιότητα ότι θα πετύχει. Αυτό είναι ο ορισμός του κακού βολονταρισμού: «θα
γίνει, γιατί έτσι λέω και έτσι θέλω».
Σε ένα άλλο
επίπεδο, η πραγματική ριζοσπαστική βουλησιαρχία είναι ήδη εδώ, ως έργο μικρών
και ανώνυμων αλλά δυναμικών τμημάτων της ελληνικής κοινωνίας. Στα ποικίλα
συνεργατικά εγχειρήματα και τις δομές της αλληλεγγύης που εξυφαίνονται σε όλη
την επικράτεια τα τελευταία δύο-τρία χρόνια, στα πλαίσια μιας αναδυόμενης
κοινωνικής οικονομίας των αναγκών, των κοινών αγαθών και της συλλογικής
αυτοδιαχείρισης, εντοπίζει κανείς την πραγματωμένη βούληση ατόμων και ομάδων να
αντιταχθούν στις θεμελιώδεις συντεταγμένες της ιστορικής πραγματικότητας: στην
κερδοσκοπική-εγωκεντρική λογική της αγοράς, στη γραφειοκρατική λογική του
κράτους πρόνοιας, στο πελατειακό σύστημα και τη διαφθορά, στη δημοκρατία της
ανάθεσης και της διοίκησης από τα πάνω, στις πλειοψηφικές διαθέσεις του φόβου, της
ανασφάλειας, της αδράνειας και της υποταγής. Η βούληση αυτή κινείται ενάντια
στο ρεύμα, όχι μόνον στα λόγια, σε διακηρύξεις και σε οργανώσεις προετοιμασίας
μιας πολιτικής ανατροπής, αλλά γίνεται εν μέρει πράξη εδώ και τώρα, με τη
συγκρότηση σχημάτων παροχής υπηρεσιών υγείας, παιδείας, κοινωνικής αρωγής,
παραγωγής και διανομής προϊόντων που γίνονται με όρους κοινωνικών αναγκών,
αυτοενδυνάμωσης και αμεσοδημοκρατικής διακυβέρνησης.
Πρόκειται για
ένα άλλο είδος και ήθος επαναστατικού βολονταρισμού, που με αγωνιστική
ταπεινότητα και πειραματικές δοκιμές
τείνει να απαλλαγεί από τις παθολογίες αυτής της πολιτικής στάσης στο παρελθόν:
την αντίληψη της πεφωτισμένης πρωτοπορίας που κατέχει την αλήθεια για την
επανάσταση και καθοδηγεί τις τυφλές μάζες, την πρόταξη μιας αρνητικότητας που
καταστρέφει διά της άμετρης βίας το παρόν και τις δυνάμεις της αντίδρασης
προκειμένου να εφαρμόσει εν συνεχεία πάνω στο καθαρμένο σώμα της κοινωνίας
συνταγές κοινωνικής αναδιάταξης από τα πάνω. Εδώ, η έμφαση πέφτει αντιθέτως στη
θετική δημιουργία στα χάσματα των κοινωνικών δομών και στις εξαρθρώσεις που
γεννά η κρίση. Η αρνητικότητα της απόρριψης του κατεστημένου συνυφαίνεται εξ
αρχής με την οικοδόμηση άλλων σχέσεων, δομών και υποκειμένων που μπορούν να
συντηρήσουν την κοινωνία, να οικοδομήσουν συλλογικά σώματα αλληλοϋποστήριξης
και πίστης, να χαράξουν δρόμους ευρύτερων μετασχηματισμών της κοινωνικότητας
και να διαπαιδαγωγήσουν έμπρακτα νέους ανθρωπότυπους στη θέση των
απαθών-παθητικών καταναλωτών. Η ενίσχυση και εξάπλωση ενός τέτοιου επαναστατικού
βολονταρισμού μπορεί να δημιουργήσει, αργά αλλά σταθερά, τη λιτή ευδαιμονία
μιας εξισωτικής δημοκρατίας που μας λείπει.
Μόνο με
τέτοιους όρους μπορούμε να αναζητήσουμε το νόημα της ευρωπαϊκής προοπτικής,
δηλαδή βγαίνοντας έξω από τη λογική του «πραγματιστικού» συντηρητικού
εκβιασμού: αντιπαραθέτοντας πειστικά, τόσο τακτικά όσο και στρατηγικά, το
αίτημα της χειραφέτησης απέναντι στις κυρίαρχες δομές της Ε.Ε. Μόνο έτσι, η
όποια «διαπραγμάτευση με τους δανειστές» θα μπορούσε να είναι και αποτελεσματική:
όταν υπάρχει η πολιτική βούληση, αποτυπωμένη σε κοινωνικό ρεύμα, για έξοδο από
τη λογική τους και από τις δεσμεύσεις που αυτή επιβάλλει.
Ο Αλέξανδρος
Κιουπκιολής διδάσκει Σύγχρονες πολιτικές θεωρίες στο ΑΠΘ
[1] Βλ. ενδεικτικά S.
Zizek, 2008, In Defense of Lost Causes,
Λονδίνο-Νέα Υόρκη: Verso, σ. 461.
Mama Alien. Χαρτόνι, χρώμα, 2012 |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου