18/1/14

Ένα πολυσυζητημένο αλλά «άγνωστο» έργο

ΤΟΥ ΖΑΧΑΡΙΑ ΔΕΜΑΘΑ

ΡΟΖΑ ΛΟΥΞΕΜΠΟΥΡΓΚ, Η συσσώρευση του κεφαλαίου - Μια συμβολή στην οικονομική εξήγηση του ιμπεριαλισμού[1]

Η παρουσίαση του έργου των κλασικών του εργατικού κινήματος παρουσιάζει πάντοτε δυσκολίες. Οι δυσκολίες αυτές συνδέονται με τις κατά περιόδους προσλήψεις του έργου αυτού που κινούνται μεταξύ «αγιοποιήσεως» και «δαιμονοποιήσεως» ανάλογα με την πολιτική οπτική αυτών που επιχειρούν την παρουσίαση και με τη σχέση τους με την ιστορία και τους αγώνες του εργατικού κινήματος και σε τελευταία ανάλυση με τον τρόπο που κατανοούν τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, την κίνησή του και κατά συνέπεια και την αντιμετώπισή του.
Μέσα στο πλαίσιο που διαμορφώνεται από τις συγκεκριμένες δυσκολίες οι κίνδυνοι χρήσεων και καταχρήσεων και προσαρμογών σε συγκεκριμένες απόψεις αυξάνονται, καθώς, στις περισσότερες απόψεις, το έργο προσλαμβάνεται τμηματικά και αποκομμένο από το ιστορικό του πλαίσιο, όπως αυτό διαμορφώνεται από τα γενικά και από τα ειδικά του χαρακτηριστικά.
Η περίπτωση του συγκεκριμένου έργου της Ρόζας Λούξεμπουργκ είναι χαρακτηριστική. Επιχειρείται να παρουσιαστεί ως έργο μιας αγωνίστριας, «θεωρητικού», ηρωίδας που τείνει να θεσμοποιηθεί στην πολιτική καθημερινότητα, ενός έργου που, καθώς δεν έχει κυκλοφορήσει ολοκληρωμένο στα ελληνικά, παρά τις προσπάθειες που γίνονται εδώ και 40 χρόνια, «πλανιέται» στην σχετική βιβλιογραφία. Τι μπορεί να περιορίζει αυτές τις δυσκολίες; Μόνο η επιφύλαξη, και η προσπάθεια διαμόρφωσης ίδιας άποψης μέσα από τον προβληματισμό, την όποια πολιτική πρακτική και, μάλιστα, σε συλλογικό και όχι σε ατομικό επίπεδο. Μετά από αυτή την προειδοποίηση μπορούμε να προχωρήσουμε.  

Η Ρόζα Λούξεμπουργκ επιδιώκει περισσότερα με το συγκεκριμένο έργο: α) θέλει να ξεπεράσει ορισμένες δυσκολίες που θεωρεί ότι εντόπισε στις οικονομικές θεωρίες του Μαρξ στην προσπάθεια της να τις καταστήσει ευρύτερα προσιτές. Αυτές σχετίζονται με τα σχήματα αναπαραγωγής του Μαρξ που εκτίθενται στον Δεύτερο Τόμο του Κεφαλαίου[2] όπου η εξετάζονται η απλή και η διευρυμένη αναπαραγωγή κατά την κυκλοφορία του κοινωνικού κεφαλαίου, ενώ αυτό χωρίζεται σε δύο υποδιαιρέσεις ή τομείς τον τομέα Ι, της παραγωγής μέσων παραγωγής; και τον τομέα ΙΙ, της παραγωγής μέσων κατανάλωσης[3], β) ασκεί κριτική σε διάφορες απόψεις που συνδέονται με τις θεωρίες της αναπαραγωγής των κλασικών οικονομολόγων και ορισμένων Γερμανών καθηγητών της εποχής της, με τον τρόπο που οι λεγόμενοι «νόμιμοι μαρξιστές», ο Τουγκάν-Μπαρανόφσκυ και οι μαθητές του κατανοούσαν τα σχήματα του Μαρξ και έφθαναν σε συγκεκριμένα συμπεράσματα, γ) αντιπαρατίθεται στις απόψεις και τις πολιτικές πρακτικές που συνήγαν από αυτές οι παραδοσιακοί ηγέτες της Γερμανικής Σοσιαλδημοκρατίας, ο Μπερνστάιν και ο Κάουτσκυ, αλλά και στους Αυστρομαρξιστές.
Κινείται με άλλα λόγια στην κριτική της στο επίπεδο του έργου το Μαρξ, σε ακαδημαϊκό επίπεδο και της τότε κυρίαρχης θεωρίας, αλλά και συγκεκριμένων μαρξιστικών ερμηνειών και, τέλος, ασκεί και κριτική σε πολιτικό επίπεδο σε σχέση με τον τρόπο πρόσληψης του ιμπεριαλισμού και των συνεπειών του για το εργατικό κίνημα και των αναπτυγμένων, όπως θα λέγαμε σήμερα, ή της μητρόπολης και των χωρών που την εποχή της δεν ήταν καπιταλιστικά αναπτυγμένες και τις οποίες προσπαθούσε να ενσωματώσει στο σύστημά του ο ιμπεριαλισμός, κινούμενη σε μια διεθνιστική γραμμή.
Το βιβλίο αποτελείται από τρία μέρη. Στο πρώτο, που περιλαμβάνει εννέα κεφάλαια, τοποθετείται το πρόβλημα της αναπαραγωγής. Στο δεύτερο, που έχει τίτλο Η ιστορική τοποθέτηση του προβλήματος, ασκείται πολεμική σε τρεις συγκρουσιακές ενότητες, με την έννοια της πολεμικής, που περιλαμβάνουν αντίστοιχα πέντε, τρία και επτά κεφάλαια η καθεμία, στους κλασικούς, στους Γερμανούς «προφεσόρους» και στις μεταξύ τους αντιπαραθέσεις, ενώ στο τρίτο περιλαμβάνονται οι Ρώσοι νομιμόφρονες της σχολής του Τούγκαν-Μπαρανόφσκυ. Τέλος, στο τρίτο μέρος του βιβλίου, που αποτελείται από οκτώ κεφάλαια, αναπτύσσονται κάτω από τον τίτλο Οι ιστορικές συνθήκες της συσσώρευσης οι θέσεις της συγγραφέως. Συνολικά, το έργο αποτελείται από 382 σελίδες, στις οποίες πρέπει να προστεθούν και άλλες 100-110 σελ. της Αντικριτικής του 1915, που γράφτηκε στη φυλακή, και ενός προσαρτήματος το οποίο έχει γραφτεί από άλλο συγγραφέα, τον G. Eckstein, αυστρομαρξιστή, του οποίου την κριτική σκόπευε να συμπεριλάβει η ίδια σε μια επόμενη έκδοση του έργου, μάλλον για να αναδείξει την αδυναμία των επιχειρημάτων των «επιγόνων», όπως τους χαρακτηρίζει[4]. 
Ποιες, όμως, είναι οι βασικές θέσεις της Ρ.Λ; Σε επίπεδο πολύ μεγάλης αφαίρεσης, που σχεδόν καταλήγει να γίνει απλούστευση, μπορεί να υποστηριχθεί ότι εκκινώντας από τα σχήματα αναπαραγωγής Μαρξ, συνεπώς από την κυκλοφορία, στην περίπτωση της διευρυμένης αναπαραγωγής, άρα της συσσώρευσης, οι σχέσεις των δύο τομέων Ι (μέσων παραγωγής) και ΙΙ (ειδών κατανάλωσης) και για τις δύο τάξεις που εμφανίζονται στην προσέγγιση του Μαρξ, των καπιταλιστών και των εργατών, δεν μπορούν να αναπαράγονται στο διηνεκές εντός του συστήματος, μια και χονδρικά η εκμετάλλευση των εργατών τους οδηγεί σε αδυναμία κατανάλωσης (υποκατανάλωση), τέτοια που να μην επιτρέπεται η πραγματοποίηση της υπεραξίας ώστε η κοινωνική αναπαραγωγή του συστήματος να διασφαλίζεται μέσα σε αυτό. Το σύστημα για να επιβιώσει και για να αναπαράγεται διευρυνόμενο είναι υποχρεωμένο να επεκτείνεται σε έναν «τρίτο τομέα», ουσιαστικά προκαπιταλιστικό, εντάσσοντας τον στην κίνηση του κεφαλαίου. Αυτή η δυναμική καθορίζει και την οικονομική βάση του ιμπεριαλισμού. Τα όρια του συστήματος επέρχονται όταν αυτός ο τομέας εξαντληθεί και η αναπαραγωγή επανακάμψει στο αρχικό της περιβάλλον, με τους τομείς Ι και ΙΙ πάλι. Τότε αυτό καταρρέει μέσα από την αδυναμία αναπαραγωγής της κυκλοφορίας. Και αυτό είναι κάτι που θα γίνει κάποτε στο μέλλον. Συγκροτείται, έτσι, μια θεωρία του ιμπεριαλισμού που τοποθετεί τον διεθνισμό σε κεντρικό σημείο της στρατηγικής του εργατικού κινήματος.
Η Ρ. Λ. εκτός από την, ας την πούμε «βελτίωση» ή «συμπλήρωση» των απόψεων του Μαρξ και την κριτική των κλασικών με τις θέσεις αυτές, ασκεί κριτική και στους «νομιμόφρονες μαρξιστές», που θεωρούσαν, αντλώντας αριθμητικά παραδείγματα από τα σχήματα κυκλοφορίας, ότι αν οι δύο τομείς, Ι και ΙΙ, βρίσκονται σε συγκεκριμένη σχέση, η συσσώρευση μπορεί να συνεχίζεται απρόσκοπτα. Επίσης, αντιμετωπίζει και την «ηθική» στάση του Μπερνστάιν και της περί ενσωμάτωσης των εργατών της Γερμανίας, επί του προκειμένου, και βελτίωσης του βιοτικού τους επιπέδου απόψεις του Κάουτσκυ, που οδήγησαν στον «ρεφορμισμό» και στην άποψη της ειρηνικής ανάπτυξης του καπιταλισμού τη συγκεκριμένη περίοδο σε όλο τον κόσμο και σε αυτό που αργότερα θα ονομαστεί «εργατική αριστοκρατία».
Πράγματι, η κριτική αυτή ανταποκρίνονταν στις τάσεις επέκτασης του συστήματος, στην ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση των αποικιών και άλλων εξαρτημένων και κηδεμονευμένων, τυπικά, ανεξάρτητων χωρών, σε μια περίοδο μονοπωλιακού ανταγωνισμού, συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, όλο και συχνότερα εμφανιζόμενων και εντεινόμενων εμπορικών, βιομηχανικών, χρηματιστικών κρίσεων, κερδοσκοπιών, και ανάπτυξης μεγάλων τραπεζικών ιδρυμάτων, τραπεζικών συστημάτων και μεγάλων κινήσεων διεθνώς του κεφαλαίου στις διάφορες μορφές του, όπως η περίοδος από το 1870 μέχρι τον πρώτο πόλεμο, που οδηγούσε όλο και περισσότερο στον προστατευτισμό και στον ανταγωνισμό των κρατών που κορυφώθηκε στον πόλεμο, καθώς ο φιλελευθερισμός ως ιδεολογία έδινε τη θέση του στον εθνικισμό, τον ρατσισμό και τον μιλιταρισμό. Κατά συνέπεια, σε έναν ολοένα αυξανόμενο ρόλο του κράτους στην οικονομία και στην κοινωνία.
Ποια είναι η σχέση του συγκεκριμένου έργου με τον προβληματισμό του Μαρξ; Πάνω στο ζήτημα αυτό έχει χυθεί αρκετή μελάνη και χύνεται ακόμα[5]! Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά εξαρτάται με τη σειρά της: α) από τον τρόπο πρόσληψης των σχετικών με τις αντιφάσεις του συστήματος ιδεών του Μαρξ στη φάση της παραγωγής, β) τη σημασία των σχημάτων αναπαραγωγής του Μαρξ, ειδικά στην  θέση όπου αυτά εμφανίζονται, και γ) τη στάση απέναντι στο έργο του Μαρξ συνολικά, από τον τρόπο πρόσληψης της ιστορικής συγκρότησης, άρα και του πεπερασμένου της κίνησης του κεφαλαίου και της εκμετάλλευσης, άρα της συγκεκριμένης κοινωνικής σχέσης, καθώς και από τους κανόνες κίνησης της ιστορίας, δηλ. της ταξικής πάλης και του ιστορικού υλισμού[6]. Ο σχετικός προβληματισμός δεν μπορεί να αναπαραχθεί εδώ. Φθάνει, πάντως, να αναφερθεί ότι η Ρ.Λ. αντιμετώπισε περισσότερα αναλυτικά, από ό,τι το ίδιο το έργο του Μαρξ απαιτεί και επιτρέπει, τα παιδαγωγικού χαρακτήρα σχήματα κυκλοφορίας του Μαρξ, καθώς και το γεγονός ότι αυτά προέρχονταν από σημειώσεις που εκδόθηκαν μετά τον θάνατό του.
Εδώ, μάλλον, η Ρ. Λ. υπερβάλλει ως προς την «ακαδημαϊκά» επιστημονική πρόσληψη του συγκεκριμένου έργου του Μαρξ από την πλευρά της και μπλέκει τα επίπεδα αφαίρεσης του Πρώτου και του Δεύτερου τόμου του Κεφαλαίου[7]. Μπορούν πάντως να εξαρθούν τρία ακόμα σημεία σχετικά με το συγκεκριμένο έργο της Ρ. Λ: α) η ανάγκη συναγωγής με κάποιο τρόπο συμπερασμάτων από το έργο του Μαρξ στο συνεχώς μεταβαλλόμενο ιστορικό περιβάλλον του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, που βρίσκονταν πια στη φάση του ιμπεριαλισμού, με όλο και περισσότερο αυξανόμενη την κρατική παρέμβαση στην κοινωνική παραγωγική διαδικασία, β) την ανάγκη συναγωγής πρακτικών συμπερασμάτων για την πολιτική πρακτική σε διεθνιστικό, παγκόσμιο επίπεδο σε σχέση με τον ιμπεριαλισμό, γ) τη συγκεκριμένη κίνηση του κεφαλαίου, τις κρίσεις, και την κατάρρευση του συστήματος[8]σε κάθε ιστορική φάση ανάπτυξης του. Και τα τρία  αυτά σημεία εξακολουθούν να είναι ιδιαίτερα κρίσιμα και επίκαιρα, και η σχετική με αυτά συζήτηση περισσότερο από ποτέ αναγκαία,[9] διατηρώντας πάντα στο προσκήνιο και τις παγίδες που συνεπάγεται η «χυδαία[10]» ακαδημαϊκή προσέγγιση του συνολικού έργου του Μαρξ και ο πολιτικός πρακτικισμός που καταλήγει σε ενσωματώσεις διαφόρων τύπων στο κυρίαρχο σύστημα και την ιδεολογία του.[11]
Ας τελειώσουμε αυτό το σημείωμα με την παράθεση του τέλους της Αντικριτικής «Ο μαρξισμός συνιστά μια επαναστατική κοσμοθεωρία η οποία πρέπει να παλεύει συνεχώς για νέες γνώσεις, που δεν σιχαίνεται τίποτα περισσότερο από την απολίθωσή της σε τύπους που ισχύουν μια φορά και διά παντός, που δοκιμάζει τη ζωντανή της δύναμη κατά τον καλύτερο τρόπο στην κλαγγή των όπλων της αυτοκριτικής και στο αστραπόβροντο της ιστορίας»[12].


[1] Rosa Luxemburg Die Akkumulation des Kapitals-Ein Beitrag zur ökonomischen Erklärung des Imperialismus, Frankfurt 1970, τέταρτη έκδοση αναστ. Neue Kritik, 1970 (πρώτη έκδοση Βερολίνο 1913) Βερολίνο 1923, όπου συμπεριλαμβάνεται και η Αντικριτική της συγγραφέως. Στα ελληνικά έχουν κυκλοφορήσει δύο τόμοι (Διεθνής Βιβλιοθήκη, μτφρ. Θ. Μιχαήλ: 1973, 22006, και 1975, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται 24 από τα 36 κεφάλαια του έργου.
[2] Μαρξ Κ. Το Κεφάλαιο, τόμος δεύτερος, (βιβλίο ΙΙ), Το προτσες κυκλοφορίας του κεφαλαίου, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1979, μέρος τρίτο Η αναπαραγωγή και η κυκλοφορία του κοινωνικού κεφαλαίου, Κεφ. 18ο–21ο.
[3] Υπενθυμίζεται ότι ο ίδιος ο Μαρξ επιμελήθηκε την πρώτη και την δεύτερη έκδοση του Πρώτου Τόμου του Κεφαλαίου, ενώ η έκδοση του Δεύτερου και του Τρίτου Τόμου έγιναν από τον Φρ. Ένγκελς μετά τον θάνατο του Μαρξ το 1883, όπως και η τρίτη και τέταρτη έκδοση του Πρώτου Τόμου.
[4] Πρβλ. υποσημείωση 1
[5] Δεν είναι δυνατή εδώ η παρουσίαση μιας έστω και ενδεικτικής βιβλιογραφίας σχετικά με το ζήτημα αυτό. Ενδεικτικά ας αναφερθούν πάντως οι γνωστές απόψεις των:
Cliff T.      Studie über Rosa Luxemburg, Κεφ. VIII Die Akkumulation des Kapitals, 1959.
Mattick P.    Rosa Luxemburg in Retrospect, 1978, στο Paul Mattick Archive (πρβλ. και στο διαδίκτυο)
Pannekoek Ant. Die Zusammenbruchstheorie des Kapitalismus, 1934.
[6] Πρβλ. σχετικά Μαρξ Κ., Ένγκελς Φρ. Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος (1848) και Μαρξ Κ. Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας (1859) Πρόλογος σελ, 18 και 422 κ.ακ. αντίστοιχα στο Μαρξ Κ, Ένγκελς Φρ. Διαλεχτά Έργα Τομος Α΄,  έκδοση ΚΕ του ΚΚΕ ( και σε περισσότερες εκδόσεις και μεταφράσεις).
[7] Πρβλ ως προς το θέμα αυτό τις παρατηρήσεις του R. Rosdolsky στο Zur Entstehungsgeschichte des Marxschen ‘Kapital” Der Rohentwurf des Kapital 1857-1858, Τόμος Ι, Frankfurt a.M. 1974 (1969), Anhang II, σελ.86 κ.ακ. (Μεθοδολογικές παρατηρήσεις στην κριτική της Ρόζας Λουξεμπουργκ στα μαρξικά σχήματα αναπαραγωγής) οι οποίες ουσιαστικά συνηγορούν υπέρ του Μαρξ. Ο συγγραφέας είχε στη διάθεση του όλα τα σχετικά με το Κεφάλαιο κείμενα προεργασίας του Μαρξ που δεν γνώριζε η Ρ. Λ. καθώς πολλά από αυτά δημοσιεύτηκαν πολλά χρόνια μετά την δολοφονία της.
[8] Η θεωρία του ιμπεριαλισμού της Ρ. Λ. χρονολογικά ακολουθεί τον Ιμπεριαλισμό Μια Μελέτη του J. A. Hobson (1902), που μεταφράστηκε πρόσφατα στα ελληνικά και το Finanzkapital  του R. Hilferding (1910) από το οποίο έχει κυκλοφορήσει ελληνικά η μετάφραση των πρώτων επτά κεφαλαίων από τον Κ. Σκλάβο στις εκδόσεις Γκοβόστης-Μπάυρον.
[9] Πρβλ. ενδεικτικά Schmidt Ingo (επιμ.)     Rosa Luxemburg’s “Akkumulation des Kapitals”. Aktualität von ökonomischer Theorie, Imperialismuserklärung  und Klassenanalyse, VSA, Hamburg 2013, και
Soederberg S. Zarembka P. Neoliberalism and Crisis, Accumulation and Rosa Luxemburg’s legacy, (Research in Economic Policy),2004
[10] Με την έννοια της ακαδημαϊκά κυρίαρχης θεωρίας και ιδεολογίας.
[11] Lessing και Reimarus Γερμανοί διαφωτιστές.
[12] Πρβλ ό.π. πρπ. υποσ. 1, σελ. 482 

Δεν υπάρχουν σχόλια: