21/12/13

Henry James, Το Θηρίο μέσα στη Ζούγκλα

ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΝΑΣ ΣΓΟΥΡΟΜΥΤΗ

Narcissus, 2005, 160 x 140 cm
«Σας συνάντησα στη Ρώμη πριν από πολλά χρόνια. Θυμάμαι τα πάντα.» Με αυτή τη δήλωση αυτοπεποίθησης, ο Χένρυ Τζέημς μας εισαγάγει με τρόπο αιχμηρό στον κόσμο του Τζων Μάρτσερ. Στην εξέλιξη του κειμένου θα γίνουμε αυτόπτες μάρτυρες μιας αργής και βασανιστικής ψυχολογικής μετατόπισης, εκκινώντας από την πιο ακραία αλαζονική στάση∙ αυτή που επιτρέπει στον πρωταγωνιστή την πεποίθηση μιας ιδιαιτερότητας, τέτοιας ώστε να είναι αδύνατο να κατονομαστεί. Η αίσθηση μοναδικότητας που διακατέχει τα πολύ μικρά παιδιά, εδώ έχει εισχωρήσει στον εγωισμό ενός μεσήλικα. Καθώς ο Μάρτσερ είναι πεπεισμένος πως είναι προορισμένος για μια ιδιαίτερη αποστολή, θα έρθει η στιγμή να μοιραστεί το μυστικό του με έναν άλλον άνθρωπο. Οι εκμυστηρεύσεις του, ωστόσο, μοιάζουν εκ των πραγμάτων επιβεβλημένες, καθώς η Μαίη Μπάρτραμ θα λειτουργήσει έως το τέλος σαν επιβεβαίωση της «τρομερής αλήθειας». Η θηριώδης εγωπάθεια του Μάρτσερ, το μυστικό βάρος που τον συνοδεύει στην κοινωνική του ζωή  και το οποίο είναι αναγκασμένος να κρύβει επιμελώς πίσω από μια μάσκα καθωσπρεπισμού κα αδιαφορίας, αντλούν τη νομιμοποίησή τους από τη σύμφωνη στάση της Μαίη. Ένα ιδιόρρυθμο συμβόλαιο έχει ενεργοποιηθεί μεταξύ τους, όπου εκείνη αναλαμβάνει να επικυρώσει με την ίδια της την ύπαρξη αυτό το οποίο οι λέξεις αδυνατούν να κατονομάσουν.

Ο Τζέημς μοιάζει να επαναφέρει εδώ το μοτίβο ενός κόσμου που δεν υφίσταται παρά γιατί έχει κατονομαστεί ως τέτοιος. Με μόνο εργαλείο τις λέξεις, κατασκευάζει έναν κόσμο που πάλλεται, κάνει τις σελίδες να θροΐζουν, μεταφέροντας τον αναγνώστη σε μια άγνωστη και σκοτεινή περιοχή. Ο μινιμαλισμός του κειμένου υπαινίσσεται χωρίς να καταφεύγει στην ευκολία του υπαινιγμού, ταυτίζοντας τις προθέσεις του συγγραφέα με αυτές του πρωταγωνιστή: «ήθελε να συμπεριφέρεται απλά, με φυσικότητα –να υπαινίσσεται το μυστικό του χωρίς να φαίνεται ότι το αποφεύγει. Να το αποφεύγει χωρίς να φαίνεται ότι καταφεύγει σε υπαινιγμούς». Δεν μπορεί κανείς παρά να θαυμάσει τη μαεστρία με την οποία ο Τζέημς κατασκευάζει ένα αφήγημα –μια εικόνα- το οποίο αντανακλά μέσω της γραφής το ίδιο του το περιεχόμενο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η γραφή ανάγεται σε κυρίαρχη μορφή του λογοτεχνικού κειμένου, η γραφή κρατάει τα ηνία του κειμένου, όπως η Μαίη Μπάρτραμ ελέγχει, με την παρουσία της, τη ζωή του πρωταγωνιστή. Ο ίδιος ο Μάρτσερ, εντούτοις, αποτυγχάνει να συλλάβει τη ζωτική διάσταση της συμμετοχής της φίλης του. Καθώς τα χρόνια περνούν περιμένοντας να του αποκαλυφθεί η πραγματοποιημένη έκφανση της διαφορετικότητάς του, ανίκανος να αντικειμενοποιήσει την ιδιότητα που τον διαφοροποιεί από τους υπολοίπους, καταλήγει να καταναλώνει το κενό που τον γεμίζει η απραγματοποίητη λέξη. Δεν πρόκειται για ένα κενό υπαρξιακό, καθώς αυτό θα προϋπόθετε συνείδηση της ύπαρξης και της ίδιας της αδυναμίας του. Αντιθέτως, μη κατονομάζοντας τη διαφορά που μετατρέπεται σε έλλειψη, ο Τζέημς κατασκευάζει ένα κενό λεβιαθανικών διαστάσεων, το οποίο απορροφά στη δίνη του πρωταγωνιστή και αναγνώστες. Η μόνη που μοιάζει να αντιστέκεται αποδεχόμενη τη μοίρα της, σαν να βυθίζεται ολόρθη, στητή, είναι η Μαίη Μπάρτραμ. Αυτή γνωρίζει, έχει συμφωνήσει να δώσει υπόσταση στην ανυπαρξία του Μάρτσερ, με ένα τρόπο κρατά τα ηνία της ζωής του, παρόλο που αυτός το αγνοεί.  Έχει ήδη επιχειρήσει να τον βοηθήσει:
«Επειδή ερωτευτήκατε και δεν το βρήκατε συγκλονιστικό, δεν αποδείχθηκε τόσο σπουδαία υπόθεση;»
-«Δεν είναι αυτό που περιμένω να μου συμβεί.»
Η «βασανιστική ιδιοτυπία» του δεν θα μπορούσε να εξαντλείται σε κάτι τόσο κοινό. Εντούτοις, η αρχική βεβαιότητα παραχωρεί σταδιακά τη θέση της στον τρόμο της άγνοιας. Το Θηρίο παραμονεύει στη Ζούγκλα του μυαλού του, καθώς η ιδιαιτερότητα χρωματίζεται από σκοτεινές φαντασιώσεις. Η εξωστρέφεια, η αξιόλογη επαγγελματική πορεία του και η κοινωνική καταξίωση περνούν απαρατήρητες μέσα από την πένα του συγγραφέα. Το προσωπείο μέσα από το οποίο κοιτάζουμε όλα αυτά δεν ανήκει καν στον Μάρτσερ. Εκείνος, διεκπεραιώνει τη ζωή του με τον τρόπο που ένας υπάλληλος υπουργείου διεκπεραιώνει τις υποθέσεις του. Αρχίζουμε να αναρωτιόμαστε μήπως η διαφορετικότητά του έγκειται σε αυτήν ακριβώς την ψευδαίσθηση ιδιαιτερότητας. Πρόκειται για έναν ψυχωτικό;
Όχι. Η Μαίη Μπάρτραμ τον βρίσκει «ηρωικό». Έχει κατανοήσει τις ανάγκες που οφείλει να ικανοποιήσει προκειμένου το Θηρίο να μην ορμήσει και επιτελεί το ρόλο της με επιμέλεια. Στην πραγματικότητα, ο Τζέημς περιγράφει ένα «ηρωικό» ζευγάρι, ένα μυθολογικό πρότυπο ζευγαριού: εκείνος, το αρσενικό, διακατέχεται εμμονικά από την υπεροχή του (μεταφρασμένη ήπια σε ιδιαιτερότητα), ενώ το θηλυκό, απόλυτα παραδομένο, αποδέχεται να μετατραπεί σε τεκμήριο αυτής της υπεροχής. «Αν εσείς είχατε τη γυναίκα σας, εγώ είχα τον άντρα μου», αποφαίνεται εκείνη. Η τραγικότητα του ζευγαριού αναδεικνύεται στη γνήσια ανημπόρια του Μάρτσερ να συνειδητοποιήσει το ρόλο της στη ζωή του. Μέχρι το θάνατό της, παραμένει ανίκανος να συλλάβει αυτό το οποίο του διαφεύγει, καθώς η ζωή της –και η ζωή του- ξεγλιστρά σαν το νερό μέσα από τα δάχτυλα. Αρκούμενος στη συντροφιά της, μια συντροφιά με αποκλειστικά συνοδευτική χροιά, αδυνατεί να κατανοήσει το λόγο ύπαρξης μιας τέτοιας συνοδοιπορίας, όταν πια αυτή έχει φύγει. Αναπόφευκτα, ακόμη και ο θάνατος εκείνης που θα μπορούσε να έχει υπάρξει το αντικείμενο του πόθου του, δεν γίνεται αντιληπτός παρά μόνο ως η ματαίωση μιας αέναα επερχόμενης επιβεβαίωσης. Η συντριβή δεν θα αργήσει. Αυτός, που στα μάτια των άλλων έμοιαζε να τα έχει όλα, δεν έτρεμε παρά μόνο ένα πράγμα, την αποτυχία του «να μην είναι τίποτα». Ο φόβος απέναντι στη ζωή, την εμπειρία, τα πάθη, τον είχε στείλει στην αντίπερα όχθη, όπου το πέπλο της ματαιοδοξίας κάλυπτε αυτό το παιχνίδι των αντικατοπτρισμών, που οι δυο τους είχαν από κοινού στήσει.
«Πείτε μου αν θα υποφέρω εν γνώσει μου!», εκλιπαρούσε να μάθει, καθώς η Μαίη αποχωρούσε από το παιχνίδι.
-«Ποτέ», ερχόταν η απάντηση, ως επισφράγιση της πλάνης του. Και τότε εκείνος, ικανοποιημένος που διέφυγε της γνώσης, ευτυχισμένος στην άγνοιά του, αρνιόταν να αποδεχτεί ότι αυτό ήταν το χειρότερο που θα μπορούσε να του συμβεί.
Υπάρχει ένας πολύ μεγάλος φόβος, μοιάζει να λέει εδώ ο Τζέημς, που κατοικεί στους ανθρώπους και συνδέεται με την άρνησή τους να αντιμετωπίσουν τον ανεξέλεγκτο εαυτό. Το Θηρίο μέσα στη Ζούγκλα παραμονεύει στις παρυφές του μυαλού και της ψυχής εκείνων που αρνιούνται πεισματικά να αντικρύσουν τη ζωή για αυτό που είναι∙ ένα συνονθύλευμα ελάχιστα εξαιρετικών ανθρώπινων συμβάσεων –επιθυμιών, συγκρούσεων, πάθους, ντροπής και απώλειας- ότι ακριβώς φοβίζει περισσότερο τον Μάρτσερ. Η συγκατάθεση της Μάιη να καλύψουν όλα αυτά τα «μιαρά» συναισθήματα, αφήνει με το θάνατό της τον Μάρτσερ εκτεθειμένο στο Θηρίο. Το Θηρίο που καραδοκεί και θα κάνει την εμφάνισή του με ένα άλλο πρόσωπο, το οποίο εκείνος με τα πολλά του προσωπεία δεν γνωρίζει∙ αυτό της συντριβής. «Πού ήταν ο δικός μου σπαραγμός;», θα αναρωτηθεί τότε με παράπονο, ενώ ο Χένρυ Τζέημς συγκρίνει ανήλεα το χαμένο υλικό της συνείδησής του με ό,τι είναι το παιδί που χάθηκε ή που απήχθη για τον απαρηγόρητο πατέρα.
Τώρα που το Θηρίο είχε οριστικά προσπεράσει τον Μάρτσερ, τίποτα δεν τον διαφοροποιούσε πια από τον σωρό. Τώρα που κανένα αγρίμι δεν παραμόνευε πίσω από την κρυψώνα του, εκείνος το αναζητούσε θολωμένος από την απουσία του. Το Θηρίο, εντούτοις, χίμηξε όταν ήρθε η ώρα και οι φόβοι του Μάρτσερ βγήκαν αληθινοί∙ όχι όμως με τον τρόπο που περίμενε. «Ο Μάρτσερ απέτυχε με σχολαστική ακρίβεια σε όλα όσα επρόκειτο να αποτύχει». Η φρίκη της αφύπνισης τού υπέδειξε τη Ζούγκλα της ζωής του και είδε το Θηρίο που καραδοκούσε. Είδε τη στείρα κατάληξη της ζωής του και την έκφραση της συντριβής –τι ειρωνεία, ούτε αυτή έμελλε να γίνει δική του- στο πρόσωπο ενός άλλου άντρα. «Δεν τον άγγιξε κανένα πάθος, αφού αυτό που αντίκρισε ήταν αποτέλεσμα του πάθους». Χωρίς να αποκτήσει δική του εμπειρία, είδε πώς θρηνούσε κάποιος άλλος την απώλεια μιας γυναίκας που είχε αγαπήσει για αυτό που ήταν. Εν τέλει, «ο Μάρτσερ δεν απέκτησε τη γνώση με τα φτερά της εμπειρίας∙ τον σκούντησε, τον ταρακούνησε με την αναίδεια του τυχαίου γεγονότος, τη θρασύτητα του απρόβλεπτου περιστατικού. Τώρα που ξεκίνησε η φωτοχυσία και η φλόγα έφτασε στο ζενίθ, εκείνος απόμεινε να ατενίζει το θορυβώδες κενό της ύπαρξής του». I ’m sinking in the quick sand of my thought.
[Το Θηρίο μέσα στη Ζούγκλα ανήκει στη σειρά Αγγλικής και Αμερικανικής Λογοτεχνίας των εκδόσεων Άγρα. Τη μετάφραση έκανε η Παλμύρα Ισμυρίδου, ενώ την επιμέλεια της σειράς υπογράφει ο Σταύρος Πετσόπουλος. Με ένα σύντομο επίμετρο από τον Lyall H. Powers.]

Η Χριστίνα Σγουρομύτη είναι εικαστική καλλιτέχνις

Δεν υπάρχουν σχόλια: