31/12/13

Χθες βράδυ, παραμονή Πρωτοχρονιάς

ΔΙΗΓΗΜΑ
ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΞΕΝΑΡΙΟΥ

Στην άκρη του κάδου, κάτω από τον μεταλλικό κύλινδρο, πρόβαλλε το βαρύ κομμάτι από ατόφιο σίδερο. Παλιό εξάρτημα μηχανής; Υπόλειμμα χειροκίνητου τόρνου που κάποτε συνέθλιβε σίδερα, κατάπινε ατσάλια, συμπίεζε λαμαρίνες; Βαρύς στρόφαλος παρατημένος από παρακείμενο σαράβαλο; Ό,τι και να ’ταν, στα σκραπατζίδικα εύκολα έπιανε δέκα, μπορεί και δώδεκα ευρώ.
Ο Ιμάν το είδε. Δηλαδή όχι ακριβώς το είδε, αφού ο δρόμος ήταν μισοφωτισμένος, αλλά το ένιωσε. Πάντα το ένιωθε: όπου υπήρχε σίδερο, εκείνος το μυριζόταν όπως το σκυλί το θήραμα. Ο Ιμάν είχε γίνει ανθρώπινος μαγνήτης που είλκυε και τα ελάχιστα ρινίσματα σιδήρου, όπου κι αν βρίσκονταν, αυτά ή εκείνος.
Την ένιωσε λοιπόν ο Ιμάν την παρουσία του πολύτιμου υλικού. Κομμάτι χρυσού που έστιλβε ξεχασμένο κάτω από τον κάδο, περίμενε τον νέο του κάτοχο. Με βήματα ήσυχα, σταθερά μετακίνησε το ισχνό κορμί του μέχρι τη λεία του. Σκιά σκιάς μέσα στο γαλακτερό ημίφως, ο Ιμάν πλησίαζε, ολοένα πλησίαζε το περιπόθητο αντικείμενο. Γλιστρούσε απαλά μέσα στο μισοσκόταδο.
Το ψιλόβροχο του Δεκέμβρη ύγραινε τις κινήσεις του. Αν και τις δυσχέραινε, οι σταγόνες της βροχής στο άσπρο φως της λάμπας του δήμου προσέδιδαν μια επισημότητα στις κινήσεις του, σχεδόν τραγική.

Ο Ιμάν τώρα ήταν σε απόσταση βολής από τη λεία του. Γονάτισε πάνω στο βρεγμένο οδόστρωμα. Πλάι του ασήμιζαν οι νερόλακκοι της ασφάλτου. Με επισημότητα, με κίνηση σχεδόν ιερατική, έσκυψε αργά και, με τα δυο του χέρια, πήρε −πήγε να πάρει− το βαρύτιμο σίδερο. Ωστόσο η κίνηση δεν ολοκληρώθηκε, γιατί την ίδια στιγμή που ο Ιμάν σχεδόν άγγιζε τον απαρχαιωμένο στρόφαλο –ή ό,τι άλλο ήταν τέλος πάντων εκείνο το πράγμα− ένα άλλο χέρι άρπαξε τον καρπό του. Λαβή τερατώδης που, κατά σειρά, έσφιξε, μούδιασε, παρέλυσε το λιπόσαρκο μαυριδερό χέρι του Ιμάν. Άσ’ το κάτω, γαμημένε, εγώ το είδα πρώτος.
Το χέρι έσφιγγε, αμείλικτο, τον Ιμάν. Τώρα όμως είχε εγκαταλείψει τον καρπό του, έπιανε τον λαιμό του. Οι σιδερένιοι καρποί, υγραμένοι από το ψιλόβροχο, γλιστρούσαν πάνω στο λαρύγγι του Ιμάν, κάνοντας τη λαβή ακόμη πιο επώδυνη για τον σιδεροσυλλέκτη. Θα φτύσεις της μάνας σου το γάλα, καριόλη. Εγώ το είδα πρώτος.
Όσο η υγρή λαβή συνεχιζόταν, ισχυρή, αμείλικτη, τόσο ο Ιμάν απομακρυνόταν από τον κόσμο. Το πρώτο που είδε ήταν τα πρόβατα που έβοσκε στα βουνά του Παμίρ, να ροβολάνε κατά το ποτάμι. Το δεύτερο ήταν η πεθαμένη μάνα του, να στέκει και να του γνέφει από μακριά. Το τρίτο και τελευταίο ήταν το προσωπάκι της κόρης του, αφημένης κάπου στα περίχωρα της Λαχώρης, να του χαμογελά.
Εκεί σταμάτησε. Εκεί το λιγοστό οξυγόνο που τροφοδοτούσε ακόμη τον εγκέφαλό του τού επέτρεψε να αντιδράσει: ο Ιμάν, σιγά σιγά αλλά σταθερά, μπόρεσε να κατεβάσει το χέρι ως την κάλτσα, ως τον σουγιά που πάντα είχε κρυμμένο εκεί. Αν και η λαβή του Μανώλη παρέμενε αμείωτη σε ένταση ενώ το ψιλόβροχο συνεχιζόταν, αν και το άσπρο φως του στύλου δεν επέτρεπε σε κανέναν από τους δυο να δει καλά, το χέρι του Ιμάν έφτασε στον σουγιά.
Μια, δυο, τρεις, πολλές μαχαιριές στο σώμα του Μανώλη, από το οποίο είχε καταφέρει να απαγκιστρωθεί. Ξώφαλτσες άλλες, γεμάτες άλλες και αποτελεσματικές.
Το κορμί του Μανώλη κλυδωνίστηκε μετά από τη σύντομη πάλη. Λίγο πριν σωριαστεί στην υγρή άσφαλτο, στα ελάχιστα εκείνα κρίσιμα δευτερόλεπτα όπου ο χρόνος παγώνει, το ολονέν μειούμενο οξυγόνο τού επέτρεψε να δει: κατσίκια που έβοσκε μικρός στον Ομαλό να τρεχοβολάνε προς το φαράγγι. Ύστερα είδε τη μάνα του, μαυροντυμένη, να στέκει και αδιόρατα να του χαμογελά. Είδε μια σύριγγα καρφωμένη στο μπράτσο του να τον ποτίζει ευτυχία και –αυτήν την είδε στο τέλος τέλος− την κοπέλα του, την πρώτη και τελευταία κοπέλα του, που είχε μείνει στην Κρήτη, να στέκει κι αυτή όρθια και να τον πλησιάζει απλώνοντάς του το χέρι.
Ο Μανώλης σωριάστηκε πάνω στο τραχύ οδόστρωμα. Το ίδιο κι ο Ιμάν, ασφυκτιώντας, δεν μπορούσε ν’ ανασάνει. Πλάι στα δυο ακίνητα κορμιά ο πράσινος μεταλλικός κάδος με το σκουπιδομάνι. Λίγα εκατοστά πιο πέρα, ένα μεγάλο κομμάτι ατόφιο σίδερο – αρχαίος στρόφαλος ή ό,τι άλλο. Τώρα η ψιλή βροχή είχε σταματήσει. Η άσφαλτος παρέμενε βρεγμένη, ασήμιζαν οι μικροί νερόλακκοι πάνω της. Ο ουρανός είχε ανοίξει – διάφανος, διαυγής, έναστρος. Χιλιάδες αστέρια λαμπύριζαν στον θόλο του, σαν τα χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια που τρεμόπαιζαν στα παράθυρα των σπιτιών.

Δεν υπάρχουν σχόλια: