Ο μεγάλος
εξόριστος
ΤΟΥ
ΦΟΙΒΟΥ ΓΚΙΚΟΠΟΥΛΟΥ
Ο Σαλβατόρε Κουαζίμοντο είναι, μαζί με τον Σάμπα, τον
Ουνγκαρέττι και τον Μοντάλε, από τους πιο χαρακτηριστικούς εκπροσώπους της
ιταλικής ποίησης του 20ου αιώνα και η πιο αντιπροσωπευτική φωνή του
ιταλικού «ερμητισμού».
Από
την πρώτη του συλλογή Acque
e
terre
(Νερά και χώματα, 1930),
σε μια εναλλαγή λογοτεχνικών επιδράσεων, ο Κουαζίμοντο «ανακρίνει τη θάλασσα
και τη γη», κοιτάει τη Σικελία του που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει, με το ερωτευμένο μάτι του μετανάστη, δηλώνει
τον πόνο του εξόριστου σε νοσταλγικούς τόνους. Δημιουργεί την «ποιητική του
λόγου», όχι όμως ποιητική του λόγου στη φωνητική και μουσική της αξία, αλλά
ποιητική προσανατολισμένη στις αξίες της ποσότητας του απόλυτου λόγου. Η αξία της συλλογής βρίσκεται στη
θρησκευτική αγάπη του Κουαζίμοντο για την πατρίδα του, τη μυθική Εδέμ που
χάθηκε για πάντα και στην προσπάθειά του να φτάσει στον «απόλυτο λόγο».
Με τη συλλογή Oboe sommerso (Καταποντισμένο όμποε, 1932), η ανάμνηση του
νησιού γίνεται ακόμη πιο μελαγχολική, οι λέξεις πιο λυτές, ουσιώδεις. Από τη Σικελία της Εδέμ, ο Κουαζίμοντο
περνά στη Σικελία του μύθου με την Erato
e
Apollion
(Ερατώ και Απόλλων, 1936). Στη νέα συλλογή δεν
αισθάνεται πια μόνο Σικελός αλλά, ταυτόχρονα, και Έλληνας, μέσα από ζωντανές
μνήμες σ’ ένα συναίσθημα που συγχέει τον αρχαίο κλασικό μύθο με το ιστορικό
παρόν. Μ’ αυτή τη συλλογή τελειώνει η
ερμητική περίοδος του Κουαζίμοντο, που από την ποιητική του λόγου καταλήγει
μέσα από τον στίχο στο Ed
e’ subito sera (Και πέφτει η νύχτα, 1942), στην ποίηση της
πραγματικότητας και της αληθινής και σύγχρονης ιστορίας («Μόνος στην καρδιά της
γης / με μια ηλιαχτίδα διαβατάρικη στο στήθος: / και πέφτει η νύχτα»).
Φτάνουμε
έτσι στις Poesie
nuove (Νέα
ποιήματα, 1942), μια συλλογή όπου συρρέουν τα λυρικά κομμάτια γραμμένα μεταξύ
του 1936 και του 1942. Το επίθετο νέα θέλει να υπογραμμίσει τη ρήξη με την
προηγούμενη παραγωγή, σαν να ήθελε να προειδοποιήσει τον αναγνώστη γι’ αυτή την
αλλαγή που τον οδήγησε σε νέες λύσεις. Το
1940 αρχίζει τη δραστηριότητα του μεταφραστή με τους Έλληνες λυρικούς κι αυτή η
ενασχόληση τον βοηθά να εκλεπτύνει την ποιητική τεχνική του. Οι κλασικοί
ποιητές παρουσιάζονται στον αναγνώστη μέσα από μια προσωπική μεταγραφή, τέτοια
που θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα αρχαία κείμενα ξαναζούν με μια μοντέρνα
ευαισθησία.
Μια
αποφασιστική και καθαρή ρήξη με τις προηγούμενες συλλογές, και σε επίπεδο
περιεχομένου, παρατηρείται με την Giorno
dopo
giorno (Μέρα με τη μέρα, 1947). Ο Κουαζίμοντο εδώ
στρατεύεται, η φωνή του υψώνεται μέσα από τα ερείπια και τον πόνο του πολέμου
για να καταδικάσει τη βαρβαρότητα. Ο λόγος του ηχεί στη δραματική και
δραματοποιημένη ακινησία. Μετά από χρόνια σιωπής, η ποίηση ανακαλύπτει στον
Κουαζίμοντο την ηθικο-κοινωνική της αποστολή: ο ποιητής προσφέρει την πένα του
στην εθνική και αντιφασιστική υπόθεση, γίνεται άνθρωπος ανάμεσα στους ανθρώπους
και ξαναβρίσκει στον ενδεκασύλλαβο, τον κατ’ εξοχήν στίχο της ιταλικής
λογοτεχνικής παράδοσης, την ιδανική μετρική δομή.
Όταν,
με το τέλος του πολέμου, ο κόσμος καταφεύγει στην ανέλπιστη ειρήνη, σαν σε
όνειρο η φωνή του Κουαζίμοντο για άλλη μια φορά αναστατώνει τις ψυχές με τη
συλλογή με τον προγραμματικό τίτλο La
vita
non
e` un sogno (Η ζωή δεν είναι όνειρο, 1949). Τώρα πια ο ποιητής βρίσκεται βαθιά στην
πραγματικότητα του καιρού, θέλει να μιλήσει στους ανθρώπους, να τους ανοίξει τα
μάτια και την καρδιά τους στην αλήθεια: «σήκωσε το κεφάλι, η γη δεν τρέμει πια
/ ούρλιαξε τον έρωτα, κέρδισε, αν θες τον κόσμο». Το ίδιο θέμα γίνεται ακόμη πιο
έντονο στη συλλογή Falso
e
vero
verde (Πράσινο
αληθινό και ψεύτικο, 1956): εδώ το παρελθόν συγχέεται με το παρόν και είναι και
τα δύο γεμάτα πόνο. Για τον Κουαζίμοντο, να χτίσεις το αύριο σημαίνει πάνω απ’
όλα να μην ξεχνάς το χθες, τα διδάγματα όσων, με τη θυσία τους, άνοιξαν το
δρόμο και έδειξαν την πορεία [Ai
fratelli
Cervi, (Στους αδελφούς Τσέρβι) και Άουσβιτς, είναι
οι τίτλοι δύο φωτεινών ποιημάτων].
Οι
τελευταίες συλλογές La
terra
impareggiabile (Απαράμιλλη
πατρίδα, 1959) και Dare
e
avere
(Δούναι και λαβείν, 1966),
δηλώνουν μια επιστροφή στα πρώτα του θέματα και μοντέλα. Ο Κουαζίμοντο
απογοητευμένος από την ποιότητα των ανθρώπων, φαίνεται ν’ αναγνωρίζει την
αποτυχία του. Το μήνυμά του έπεσε στο κενό, ο λόγος, πάνω στις σελίδες,
περιμένει μάταια, τώρα πια ούτε οι αρχαίοι μύθοι των κλασικών μπορούν να του
προσφέρουν μια σανίδα σωτηρίας. Πίσω από τον «δεύτερο Κουαζίμοντο», ξεπροβάλει
ο «πρώτος», της αναλογικής σύντμησης, του πλαστικού και ουσιώδη λόγου. Είναι τα
χρόνια που ο ποιητής, βαριά άρρωστος, αισθάνεται το θάνατο να πλησιάζει: «Γράφω
λέξεις και αναλογίες, προσπαθώ / να χαράξω μια σχέση πιθανή / ανάμεσα στη ζωή
και το θάνατο. Το παρόν είναι μακριά μου / και δεν μπορεί να με χωρέσει
ολόκληρο».
(*) Συρακούσες, 20 Αυγούστου 1901 – Αμάλφι, 14 Ιουνίου 1968
Da “Allegria di naufraghi” (1942)
I fiumi
Mi
tengo quest’albero mutilato
abbandonato
in questa dolina
che
ha il languore
di
un circo
prima
o dopo lo spettacolo
e
guardo
il
passaggio quieto
delle
nuvole sulla luna
………
Questo
e` l’Isonzo
e
qui mi sono riconosciuto
una
dolce fibra
dell’universo
Il
mio supplizio
e`
quando
non
mi credo
in
armonia
………..
Από «Ευθυμία ναυαγών»
Τα ποτάμια
Στέκομαι δίπλα στο ακρωτηριασμένο τούτο δέντρο
παρατημένος σ’ αυτή τη γούβα
που έχει τη νωχέλεια
ενός τσίρκου
πριν ή μετά την παράσταση
και κοιτάζω
το ήσυχο ταξίδεμα
των σύννεφων μπροστά στη σελήνη
……….
Αυτός είναι ο Ισόντσο
και δω πιότερο
ξαναβρήκα τον εαυτό μου
μια ίνα πειθήνια
του σύμπαντος
Μαρτύριό μου
είναι όταν
δε βρίσκω μέσα μου
αρμονία
………..
(Μετάφραση Φ. Γκ.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου