2/11/13

Η κρίση ως ρίσκο και ως κριτική

Προτάσεις για μια κυβέρνηση της Αριστεράς

ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΗΛΙΑΔΗ

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ, Στο ρίσκο της κρίσης. Στρατηγικές της Αριστεράς των Δικαιωμάτων, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, σελ. 213

Από τη δράση του Δικτύου Νομαδικής
Αρχιτεκτονικής Μας έδιωξαν από δω. Περπατώντας 

στις διαδρομές των εκτοπισμένων: Μικροί σπόροι, 
από την 4η Μπιενάλε της Αθήνας AGORA, 
στο Παλιό Χρηματιστήριο της οδού Σοφοκλέους
Το βιβλίο του Χριστόπουλου είναι ένα πολιτικό δοκίμιο –το πρώτο του συγγραφέα– που εντάσσεται στην προσπάθεια κατάθεσης επεξεργασμένων θέσεων σε κρίσιμους τομείς του κράτους και της κοινωνίας για μια Αριστερή διακυβέρνηση. Οι προτάσεις αυτές στηρίζονται στην πρωτοκαθεδρία της ταξικής πάλης, ταυτόχρονα όμως αποδίδουν αυτοτελή σημασία στα δικαιώματα όλων των ανθρώπων, αναγνωρίζοντας την παράδοση του πολιτικού φιλελευθερισμού. Από την σύνθεση αυτή προκύπτει και η «Αριστερά των δικαιωμάτων», η οποία βέβαια, όπως σωστά διευκρινίζει ο συγγραφέας, δεν είναι απαραίτητα και η «Αριστερά των κεκτημένων».
Η βασική ιδέα του βιβλίου είναι ότι η συγκυρία που βιώνουμε είναι μια συγκυρία υψηλού πολιτικού ρίσκου. Η προσπάθεια των κυρίαρχων πολιτικών δυνάμεων να εδραιώσουν το πείραμα του νεοφιλελευθερισμού και να διαχειριστούν την κρίση τους οδηγεί σε πολιτικές υψηλού ρίσκου: σε επιλογές που θέτουν εν αμφιβόλω την κυριαρχία τους. Και η ανατροπή όμως ενέχει ρίσκο: Η προσπάθεια υπέρβασης από όσους αντιστέκονται δεν είναι ασφαλής και εύκολος δρόμος γιατί ούτε τα πράγματα είναι τόσο απλά -της τάξης τού «οι Γερμανοί μπλοφάρουν»- ούτε η αντιπαραγωγική άμυνα χωρίς εναλλακτική προοπτική είναι από μόνη της ικανή να δημιουργήσει την υπέρβαση. Αυτό είναι και το δυνατό σημείο του βιβλίου, αφού ο Χριστόπουλος δεν αρκείται στην κριτική των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, αλλά συζητά διεξοδικά τις θέσεις της Αριστεράς επάνω σε κρίσιμα θέματα, διατυπώνοντας συγκεκριμένες προτάσεις.

Ο Χριστόπουλος υποστηρίζει (σωστά) ότι η κρίση που βιώνουμε σήμερα έχει πάψει να είναι μόνο οικονομική, αλλά αγγίζει το Πολίτευμα και τους θεσμούς. Έχουμε περάσει δηλαδή σε μια νέα φάση της κρίσης, σε μια μετάβαση από την «δημοκρατία με λιτότητα», στην «λιτότητα στην Δημοκρατία», όπως εύγλωττα το διατυπώνει. Τα συμπτώματα του εκφυλισμού της δημοκρατίας τα βιώνουμε καθημερινά: η αναβάθμιση της Αγοράς και της Τρόικα σε νομοθέτη, τα νομοθετικά διατάγματα, η εφόρμηση του νεοναζισμού, είναι τα πιο επικίνδυνα. Οι παρατηρήσεις αυτές επιβεβαιώνουν κάτι που είναι γνωστό στον χώρο των δικαιωμάτων: την αδιαιρετότητα τους. Όταν δηλαδή παραβιάζονται τα κοινωνικά δικαιώματα, αμέσως έρχεται η σειρά όλων των άλλων δικαιωμάτων, από τα παραδοσιακά ατομικά μέχρι την ίδια την ιδέα της πολιτικής συμμετοχής.
Το βασικό δίλημμα λοιπόν είναι: «συνέχεια της νεοφιλελεύθερης καταστροφής ή ανατροπή, βέβαια με ρίσκο;» Και η απάντηση ξεκάθαρη: «διαλέγουμε την πιθανότητα, τον δρόμο του ρίσκου διά της στράτευσης» (30). Ο Χριστόπουλος διαλέγει την στράτευση και καλεί τους διανοούμενους να μην υποκλιθούν στον «ακραίο διανοουμενισμό» αλλά να ακολουθήσουν τον δρόμο της καθημερινής δράσης, χωρίς όμως υποταγή στο «θυμικό της αγανάκτησης», αλλά με «εκλογίκευση του πάθους» και προώθηση της κριτικής σκέψης. Άλλωστε όπως μας υπενθυμίζει, «η κρίση την οποία ζούμε οξύνει την κρίση μας».
«Ώρα για κριτική λοιπόν», επικεντρωμένη σε έξι τομείς πολιτικής με τους οποίους κατεξοχήν ασχολείται τα τελευταία χρόνια ο συγγραφέας. Οι τομείς χωρίζονται στα αντίστοιχα κεφάλαια, τα οποία αποτελούνται από κείμενα που γράφτηκαν κατά την διάρκεια της κρίσης – τα περισσότερα δημοσιευμένα στα Ενθέματα της παρούσας εφημερίδας. Δεν είναι όμως μόνο αυτό το κοινό τους στοιχείο. Πρόκειται για κείμενα που προτείνουν τρόπους, θέσεις και στρατηγικές για μια αριστερή-προοδευτική υπέρβαση της κρίσης. Τα βασικά ζητήματα που θέτουν: η προσπάθεια επανοικειοποίησης της έννοιας των μεταρρυθμίσεων, η ρεαλιστική αλλά και ανθρώπινη αντιμετώπιση του μεταναστευτικού, η Ελληνική Ιθαγένεια για τα παιδιά των μεταναστών, τα όρια απέναντι στον νεοναζισμό, η σχέση ασφάλειας-δικαιωμάτων και τέλος τα λεγόμενα «εθνικά θέματα».
Ας δούμε κάποια από τα παραπάνω ζητήματα πιο συγκεκριμένα: Στρατηγική επιλογή της Αριστεράς πρέπει να είναι κατά τον Χριστόπουλο (κεφ. 1) η διατύπωση εναλλακτικών προτάσεων στις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις και η προσπάθεια αλλαγής του περιεχομένου της έννοιας «μεταρρύθμιση». Αυτή πρέπει να επικεντρωθεί σε κρίσιμους τομείς όπως: η εδραίωση της πολιτικής συμμετοχής και προώθηση της δημοκρατίας, η δικαιοσύνη και λογοδοσία των πολιτικών, η άμβλυνση της κοινωνικής οδύνης. Αναμφίβολα ιδιαίτερα σημαντικά ζητήματα στα οποία πρέπει να υπάρξουν ριζικές αλλαγές. Το ερώτημα που προκύπτει είναι αν υπάρχουν σήμερα περιθώρια για έναν τέτοιο «επαναπατρισμό», ή αν ο νεοφιλελευθερισμός έχει πια κερδίσει κατά κράτος στο πεδίο των «μεταρρυθμίσεων» και η Αριστερά πρέπει να διαλέξει άλλο «γήπεδο» -όρο που θα συμπυκνώνει και θα συμβολίσει την εναλλακτική της πρόταση– όπως για παράδειγμα «(ριζικός) μετασχηματισμός». Ο Χριστόπουλος είναι περισσότερο αισιόδοξος από εμένα στο ζήτημα αυτό και διαλέγει την πρώτη επιλογή.
Τα κεφάλαια 2 και 3 πραγματεύονται αντίστοιχα το ζήτημα της μετανάστευσης στην Ελλάδα και του μέλλοντος των παιδιών των μεταναστών. Το ζήτημα αποτελεί και το κατεξοχήν πεδίο εξειδίκευσης του συγγραφέα –ως πανεπιστημιακού αλλά και μέσω της ιδιότητας του ως Προέδρου της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα την περίοδο 2002-2011- και ίσως γι’ αυτό το πιο «δυνατό» μέρος του βιβλίου. Ο Χριστόπουλος διαγνώσκει την «χρεοκοπία της ελληνικής μεταναστευτικής πολιτικής», την οποία φαίνεται να υπαγορεύει η λογική «όσο χειρότερα (για τους μετανάστες), τόσο καλύτερα (για εμάς)» (85). Οι προτάσεις που καταθέτει είναι αποτέλεσμα μακροχρόνιας επεξεργασίας και εμπλοκής με το ζήτημα, και περιέχουν την ανάγκη καταγραφής των παράνομων, την κοινωνική ένταξη και πρόσβαση στην Ελληνική Ιθαγένεια όσων έχουν αναπτύξει βιοτικούς δεσμούς με την χώρα, την επάνοδο στην νομιμότητα όσων δεν έχουν καταφέρει –λόγω κρίσης- να συγκεντρώσουν τα απαραίτητα ένσημα για την ανανέωση των αδειών παραμονής τους. Τέλος –και εδώ είναι το δύσκολο για την Αριστερά– για ένα μέρος αυτών, η απέλαση δεν θα πρέπει να θεωρείται ταμπού. Συναφές είναι και το ζήτημα της Ιθαγένειας των παιδιών των μεταναστών (κεφ. 3), ένα ιδιαίτερα κρίσιμο ζήτημα το οποίο δεν αφορά μόνο την μετανάστευση αλλά συνολικά το πώς φανταζόμαστε και επιθυμούμε την κοινωνία μας.
Η χρεοκοπία της μεταναστευτικής πολιτικής αλλά και η συγκυβέρνηση με το ακροδεξιό ΛΑΟΣ άνοιξαν τον δρόμο στην εδραίωση, νομιμοποίηση και την εφόρμηση του νεοναζισμού. Τι κάνουμε λοιπόν με τους νεοναζί και ποια είναι τα όρια που πρέπει να βάλει η δημοκρατία, είναι το θέμα του –πολύ ενδιαφέροντος- 4ου κεφαλαίου. Η απάντηση –εν συντομία– του συγγραφέα είναι ότι το ζήτημα δεν είναι τόσο ο ρατσιστικός λόγος όσο οι βίαιες πράξεις. Το βάρος πρέπει λοιπόν να δοθεί στα ποινικά αδικήματα (κυρίως ρατσιστικά) των νεοναζί, αλλά και στην ηθική αυτουργία του κόμματος της Χρυσής Αυγής - και εδώ έγκειται το ενδιαφέρον στοιχείο της πρότασης του Χριστόπουλου. Η συζήτηση που μπορεί να ανοίξει με αφορμή την πρόταση αυτή αφορά το αν η ποινικοποίηση του ρατσιστικού λόγου είναι ανεπίκαιρη μπροστά στην επικαιρότητα των ρατσιστικών επιθέσεων – όπως υποστηρίζει ο συγγραφέας – ή αν οι τελευταίες είναι κάποιες φορές αλληλένδετες με τον πρώτο. Μπορεί δηλαδή να τεκμηριωθεί ηθική αυτουργία όταν ο αρχηγός της ΧΑ μιλά για «πιθήκους» ή βουλευτής της αρνείται το Ολοκαύτωμα από το βήμα της Βουλής, ή τέτοιοι παραδειγματικοί ρατσιστικοί λόγοι (μελών κοινοβουλίου) πρέπει (και) να ποινικοποιηθούν;
Τέλος, ασφάλεια, δικαιώματα και «εθνικά θέματα» αναλύονται στα κεφάλαια 5 και 6 αντίστοιχα, με προτάσεις που αν και μπορεί να θεωρηθούν ‘αιρετικές’ από πολλούς, είναι ρεαλιστικές και μπορούν να συμβάλλουν στο ξεπέρασμα πολλών προβλημάτων. Η συμβατότητα ασφάλειας-δικαιωμάτων –αφού δεν υπάρχουν δικαιώματα χωρίς ασφάλεια– και ο κοινωνικός προσανατολισμός της έννοιας της ασφάλειας, στοιχεία που αναδεικνύει ο Χριστόπουλος, μπορούν και πρέπει να υιοθετηθούν από την Αριστερά. Το ίδιο ισχύει και για μία νέα προσέγγιση των μειονοτικών ζητημάτων και του λεγόμενου «σκοπιανό» όπου και μόνο η αναγνώριση συγκεκριμένων αιτημάτων μπορεί κατά τον Χριστόπουλο να αποτελέσει σημαντικό βήμα προς την επίλυση τους, αφού έτσι θα αφαιρέσει τα επιχειρήματα από τους γειτονικούς εθνικισμούς. Εδώ η έμφαση στα δικαιώματα μπορεί να προσφέρει στην Αριστερά έναν τρόπο να ακούσει τα αιτήματα μερίδας των Ελλήνων πολιτών (όπως οι μειονοτικοί) και να καταφέρει ιστορικές υπερβάσεις.
Το βιβλίο του Χριστόπουλου αποτελεί μια –αν μη τι άλλο- ενδιαφέρουσα και κριτική οπτική σε ζητήματα της επικαιρότητας, ενώ καταθέτει αναγκαίες και ρεαλιστικές προτάσεις οι οποίες –όπως προσπάθησα να δείξω– δημιουργούν γόνιμο έδαφος για συζητήσεις. Μένουν δύο πράγματα: αφενός να εντάξει η «Αριστερά των δικαιωμάτων» τις προτάσεις αυτές στον προγραμματικό της λόγο αφού τις συζητήσει διεξοδικά. Αφετέρου, να μπορέσει να βρει το στοιχείο εκείνο που όχι μόνο θα συναρθρώσει επιμέρους προτάσεις και αιτήματα σε ένα ενιαίο πρόγραμμα ανατροπής, αλλά θα εμπνεύσει και θα προκαλέσει ταυτίσεις με το πρόγραμμα αυτό. Το βιβλίο του Χριστόπουλου σίγουρα αποτελεί προϋπόθεση των βημάτων αυτών.

Ο Χρήστος Ηλιάδης είναι υπ. διδάκτωρ πολιτικής επιστήμης

Δεν υπάρχουν σχόλια: