Η εικόνα του φασισμού (1)
ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
"Άγγελος εξολοθρευτής", κοιμητήριο του Κομίγιας, γλύπτης Τζόζεπ Λίμόνα |
Πρόκειται για την ανάγκη να μεταστοιχειωθούν
οι αξίες και αυτό το γεγονός απαιτεί έναν ολόκληρο υποστηρικτικό μηχανισμό
αναπλήρωσης. Μία ηγεμονία γκρεμίζεται από τη στιγμή που παραγνωρίζει αυτήν την
αρχή δημιουργίας εργαλείων προς απόλαυση που θα συνιστά εφεξής μία αξία.
Ο
Μπένγιαμιν αντιλαμβάνεται τον εσωτερικό μηχανισμό που υποκρύπτεται σε αυτό το σχέδιο.
Ο φασισμός, συμφώνα με την ανάλυσή του, οργανώνει τις προλεταριακές μάζες,
χωρίς να θίξει τις σχέσεις ιδιοκτησίας. «Η επαγγελία του είναι να βρουν οι
μάζες μία έκφραση της «φύσης» τους (l’expression de leur “nature”),
χωρίς, ωστόσο, να βρουν την έκφραση των δικαιωμάτων τους». Αναγνώριζε ότι ένας
μηχανισμός αναπλήρωσης (η κατασκευή της εικόνας) μετατρεπόταν σε μία ολόκληρη
στρατηγική για τα φασιστικά καθεστώτα και, ως εκ τούτου, έπρεπε να αναλυθεί. Η
εκπλήρωση του οπτικού που υποσχόταν η Αναγέννηση, υλοποιήθηκε, με διεστραμμένο
τρόπο, από το φασισμό. Ακολουθώντας τη διάκριση του Μπένγιαμιν, χρειάζεται να
προηγηθεί το status
και η ανάλυση της εικόνας και μόνο στη συνέχεια θα έπρεπε να ασχοληθούμε με την
πραγματολογία της φασιστικής τέχνης, δηλαδή τα έργα που παρήχθησαν την εποχή
εκείνη στα πλαίσια αυτών των καθεστώτων. Προφανώς, αυτά τα δύο επίπεδα ανάλυσης
δεν μπορούν να διαχωριστούν.
Ο
φασισμός είναι αρχαϊσμός. Αποτελεί την ιδεολογία της επιστροφής σε ένα «ένδοξο»
και εν πολλοίς επινοημένο παρελθόν. Δανείζεται μύθους, εικόνες, σύμβολα που
παραπέμπουν σε αυτό. Υπόσχεται «τη ζωή μέσα στο μυθικό στοιχείο», όπως αναφέρει
ο Τόμας Μαν, δηλαδή την πίστη σε ένα συγκροτησιακό μύθο. Τα πραγματολογικά
στοιχεία που γνωρίζουμε, όπως ποια καλλιτεχνικά κινήματα και τάσεις υιοθετήθηκαν
από τον φασισμό, επιβεβαιώνουν το προηγούμενο γεγονός: καλλιτεχνικές κινήσεις
που δέχονταν, με κάποιο τρόπο, αυτήν την επιστροφή στη μυθοποίηση, γίνονταν
εύκολα αποδεκτές.
Ποιος
είναι ο μηχανισμός ενός νέο-αρχαϊσμού; Μία τέτοια προσφυγή απαιτεί τη χρήση του
συμβόλου. Σύμβολα στα οποία η αντιστοιχία θα είναι απλή και εύκολα κατανοητή ή
στα οποία η μορφή παραπομπής συνδηλώνει κάτι ουσιώδες, αν και όχι εύκολα
αναγνώσιμο. Αναφέρεται σε αυτό μέσα στο οποίο μπορώ, συνολικά ή επιμέρους, να
αναγνωρίσω κάτι που είναι και δικό μου. Η φασιστική τέχνη εξυμνεί τη βλακεία
και ταυτόχρονα ομαδοποιεί το άτομο γύρω από μία ηγετική μορφή. Η ανανεωμένη
κάθε φορά εικόνα του προϋποθέτει κάθε φορά το ίδιο πράγμα: την επιβεβαίωση και
ταυτόχρονα την αναζήτηση μίας κυριαρχίας. Στην αυταρχική εικόνα του ηγέτη, στην
επιβεβαίωση της κυριαρχίας απέναντι στον ήδη ηττημένο, –γιατί ο φασισμός
προϋποθέτει πάντα την ήττα– υπάρχει η εικόνα του φασισμού. Ερχόμαστε εκ νέου
στη διαλεκτική του αφέντη και του σκλάβου και στο ζήτημα της αναγνώρισης, αφού
το ζήτημα της κυριαρχίας και της αναγνώρισης εξετάζονται μαζί. Ο σκλάβος
«αναγνωρίζει» τον κύριο, χωρίς να «αναγνωριστεί» από αυτόν. Η αναγνώριση
προϋποθέτει μία εικόνα, χρειάζεται, λοιπόν, να δημιουργηθεί μία εικόνα της
υποταγής. Όμως, ούτε αυτό αρκεί. Απαιτείται η εικόνα να είναι επιθυμητή. Αυτή η
εικόνα μού είναι οικεία, από κάπου τη γνωρίζω, αν και δεν γνωρίζω από πού.
Πρέπει μέσα σε αυτήν, κάθε φορά, κάτι να αναγνωριστεί. Η διαδικασία της
αναγνώρισης είναι πάντα ιδιαίτερα σύνθετη. Απαιτεί συγκεκριμένες στρατηγικές.
Μέσα
στην αγελαία συμπεριφορά, τα άτομα είναι αναγκασμένα να ζουν και στη συνέχεια
να φαντασιώνουν ατομικά την εξάρτησή τους από την ομάδα. Σύμφωνα με την
ψυχανάλυση, υπάρχει πάντα μέσα στην εικόνα ένα ποσόν συναισθήματος που
μεταφέρεται από μία επώδυνη παράσταση σε κάποια άλλη που είναι ανώδυνη, ενώ σε
άλλες περιπτώσεις το ποσόν της ενέργειας σωματικοποιείται και η αναπαράσταση
μετατίθεται σε μία σωματική ενέργεια ή δραστηριότητα. Η «οικειότητα» απέναντι
σε μία εικόνα υποκρύπτει ένα ολόκληρο apparatus.
Ωστόσο,
είναι αδύνατο να αντιληφθούμε το νόημα της παραγόμενης εικόνας χωρίς να
συνυπολογίσουμε την ενεργητική συμμετοχή του θεατή. Για τον Ντελέζ, το βασικό
ζήτημα της πολιτικής φιλοσοφίας παρέμενε εκείνο που έθετε ο Σπινόζα: Γιατί οι
άνθρωποι μάχονται για τη σκλαβιά τους, σαν να πρόκειται για τη σωτηρία τους; Ο
Ράιχ το επιβεβαίωνε, θεωρώντας ότι οι μάζες δεν ξεγελάστηκαν, επιθύμησαν τον
φασισμό σε μιαν ορισμένη στιγμή, σε ορισμένες περιστάσεις κι’ αυτό πρέπει να
εξηγήσουμε. Το ζήτημα για τους δύο στοχαστές είναι να συσχετίσουμε τους
μηχανισμούς της επιθυμίας, που μετατρέπονται σε εικόνα, με την κοινωνική
παραγωγή. Δικαιολογημένα ο Φρόιντ συνδέει την ταύτιση με μία εικόνα, γιατί τι
σημαίνει ταύτιση; μία σχέση ομοιότητας μεταξύ εικόνων. Η ταύτιση αποτελεί μία
ενεργή διαδικασία που αντικαθιστά μία μερική ταυτότητα με μία πλήρη ταυτότητα.
Ο Φρόιντ επισημαίνει ότι η ταύτιση δεν είναι απλά μίμηση, αλλά ιδιοποίηση.
Εκφράζει μία ασυνείδητη φαντασίωση «σαν να ήμουν». Η αγοραφοβική ασθενής
ταυτίζεται με τις γυναίκες του δρόμου, ενώ μία υποταγμένη προσωπικότητα με την
αυταρχική εικόνα του ηγέτη. Η ταύτιση χρειάζεται μία εικόνα και στη συνέχεια
αυτή θα συνδεθεί με ένα μύθο. Η εικόνα του φασισμού χρειάζεται την αναγνώριση,
την ταύτιση, το σύμβολο και το μύθο, όλα αυτά διαμορφώνουν ένα σύνολο που
πρέπει να κατανοήσουμε τη διαλεκτική τους.
Η
φασιστική εικόνα είναι συμπαγής· από αυτό το στοιχείο αντλεί τη δυναμική της.
Μολονότι το φασιστικό σχέδιο εκφράζει τον παραλογισμό και τη βία, το ίδιο
πρέπει να εμφανίζεται μέσα στο πρόσημο του ορθολογισμού, της τάξης και της
αρμονίας. Η επίκληση του κλασικισμού, θα λειτουργήσει γι’ αυτούς ως η ζωγραφική
της ευταξίας. Η επιστροφή στο κλασικό γίνεται αναγκαία, κυρίως, γιατί οι
«αρετές» της γεωμετρίας, της συμπαγούς σύνθεσης που χαρακτηρίζει αυτήν την τέχνη
θα εκφράσουν το αίτημα της τάξης. Η retour
à la ordre χρειάζεται να ξεθάψει μορφές από την ιστορία
της τέχνης.
Ο Παναγιώτης
Σ. Παπαδόπουλος είναι ιστορικός τέχνης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου