12/10/13

Φασισμός και νεωτερικότητα

Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΦΑΣΙΣΜΟΥ (2)

ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
 
Κ. Κόλβιτς, «Ο Θάνατος του Καρλ Λίμπκνεχτ», ξυλογραφία
O Έρνστ Μπλοχ γράφει το Erbschaft dieser Zeit, [«Non-synchronism and the Obligation to its Dialectics», New German Critique, 11 (Spring 1977), σελίδες 35-36] μια αναλυτική μελέτη πάνω στον φασισμό και παράλληλα μία κριτική στην αριστερά. Η αγωνία του σε αυτό το κείμενο δεν είναι η αριστερά να καταπραΰνει τις ηττημένες μάζες, αλλά να τις εντάξει στο πρόγραμμα της νεωτερικότητας από το οποίο έβλεπε ότι απομακρύνονταν. Για τον Μπλοχ, τα αριστερά κινήματα δεν μπόρεσαν να κατανοήσουν τις αλλαγές που δημιούργησε η μοντέρνα τεχνολογία σε συγκεκριμένα κοινωνικά στρώματα, όπως τους αγρότες ή τα μικροαστικά στρώματα. Η κατάρρευση –στη διάρκεια του μεσοπολέμου– αυτών των στρωμάτων δημιουργούσε το αίτημα της επιστροφής στις παλιές καλές μέρες, στις στέρεες παραδόσεις και τον παλιό τρόπο ζωής. Οι αρχαϊσμοί που παρουσιάζονταν είχαν ως αφορμή αυτό το γεγονός. Τα βουκολικά τοπία, στις μεγάλες εκθέσεις της γερμανικής τέχνης, πρέπει να κατευνάσουν ένα κοινό που δεν θα το αποκαλούσαμε, απλώς, συντηρητικό, αλλά το οποίο βρισκόταν σε μία απώλεια προσανατολισμού, λόγω της τεχνολογικής επέλασης. Ο Μπλοχ, από τα τέλη της δεκαετίας του ’20 προτείνει ένα ανανεωτικό πρόγραμμα στην αριστερά ώστε να μπορέσει να συνδέσει αυτές τις μάζες με τους στόχους της νεωτερικότητας.

Ωστόσο, –κι αυτό πρέπει να έχουμε κατά νου– ο φασισμός λειτουργούσε ως ένα αντιστραμμένο μπαρόκ. Στην πρόσοψή του θα χρησιμοποιεί τον νεο-κλασικισμό ή τον νεο-ρομαντισμό, στο εσωτερικό του τον πιο ακραίο λειτουργισμό. Ο Άλμπερτ Σπερ δημιουργεί αρχιτεκτονικά σχέδια στα οποία η έμφαση σε μία καινούργια ουτοπία, αντίστοιχη με τις αρχιτεκτονικές συλλήψεις που συναντούμε μετά την γαλλική επανάσταση, συνδυαζόταν με εκδοχές ενός νέο-λειτουργισμού. Όσο οι ναζιστές απαιτούσαν από τους καλλιτέχνες να μιμηθούν τον Φρίντριχ, τόσο περισσότερο εκπλήρωναν τις απαιτήσεις της εργαλειακής κοινωνίας.
Ο στόχος του φασισμού υπήρξε η μυθική θεμελίωση στο παρελθόν που λειτουργούσε ως μία κατευναστική επιστροφή με την έννοια: «αυτό που χάθηκε, θα ξαναβρεθεί», το καλό παρελθόν θα επιστρέψει. Η επίκληση στο μύθο υπήρξε η κυρίαρχη αφήγησή του. Ποια είναι λοιπόν η σχέση του με τη νεωτερικότητα;  Η έννοια του μοντέρνου συνιστούσε πάντα μέρος μιας μεγάλης λογοτεχνικής παράδοσης και ένα από τα τελευταία κληροδοτήματα της Λατινικής γραμματείας στον σύγχρονο κόσμο. Η έννοια αυτή υποδήλωνε, σχεδόν πάντοτε, τη συνείδηση που αποκτούσε μία ιστορική περίοδος στη σχέση της –θετική ή αρνητική– με την κλασική αρχαιότητα. H έννοια modernus χρησιμοποιείται στα τέλη του 5ου αιώνα ώστε να υπάρξει μία διάκριση ανάμεσα στο ειδωλολατρικό παρελθόν και τον χριστιανισμό. Στη Γαλλία, στα τέλη του 17ου  αιώνα, δημιουργείται η περίφημη «πάλη των αρχαίων και των μοντέρνων» (Querelle des anciens et des modernes). Μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, παρατηρείται αυτή η στατική αντιπαράθεση ανάμεσα στο μοντέρνο/κλασικό μέσα από την οποία προέκυπτε πάντα ένα ανανεωμένο περιεχόμενο του κλασικού. Σε αυτές τις αντιπαραθέσεις πάνω στην έννοια του νέου υπήρξε –τις περισσότερες φορές– μία διαλεκτική σχέση ανάμεσα στο ένα και το άλλο, σε τέτοιο βαθμό ώστε το καινούργιο να απορρέει από την ανανεωμένη σχέση μας με την παράδοση. Μόνο στα μέσα του 19ου  αιώνα η έννοια του νέου –για πρώτη φορά– δεν απαιτεί τη σύγκριση της με την παράδοση και το παρελθόν. Ο Μπωντλέρ υπήρξε ο πρώτος που συνέδεσε το νέο με κάτι το άγνωστο και όχι πλέον με την κλασική αρχαιότητα.  
Πρέπει να κατανοήσουμε τον φασισμό σαν μία παραλλαγή της διαμάχης αρχαίων/μοντέρνων; σαν την επανάληψη ενός προ-νεωτερικού σχεδίου, το οποίο σε αντίθεση από όλα τα προηγούμενα δεν υπήρξε απλά φιλολογικό, αλλά απόλυτα καταστροφικό; Μην λησμονούμε ότι στη Γερμανία η πάλη των αρχαίων και των μοντέρνων παραμένει ενεργή μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα, τονίζοντας μία προ-νεωτερική διάσταση στη γερμανική κουλτούρα. Αυτή συνέχιζε να κατατρύχεται από την έμμονη ιδέα των Ελλήνων. «Το Νεοτερικό, για να επαναλάβουμε τα λόγια του Ph.Lacoue-Labarth καθυστερεί. Πράγμα που σημαίνει: η Γερμανία καθυστερεί». Ο φασισμός βρίσκεται στην αντίπερα πλευρά από τη νεωτερικότητα και προϋποθέτει την ήττα της. Η πολιτική και στη συνέχεια καλλιτεχνική ήττα της νεωτερικότητας στη Γερμανία του μεσοπολέμου άνοιξε τον δρόμο για την επικράτησή του.
Η αντίθεση της γερμανικής κουλτούρας απέναντι στον μπωντλερικό ορισμό του μοντέρνου θα φανεί με ιδιαίτερη οξύτητα στα γραπτά του Ρ. Βάγκνερ, στα δύο δοκίμιά του Was ist deutsch? και «Modern» (Richard Wagner, Sämtliche Schriften und Dichtungen, ed. Richard Sternfeld και Hans von Wolzogen (Leipzig: Breitkopf & Härtel, 1911, vol. 8, σελίδες 30–124). Η έννοια, die Moderne δεν συνιστά, κατ’ αυτόν, μία αισθητική κατηγορία, αλλά, περισσότερο, ένα κακό που πρέπει διαρκώς να το αντιδιαστέλλουμε από την Deutschtum, δηλαδή τη γερμανικότητα. Χρειάζεται να κατανοηθεί η προσίδια γερμανική ουσία, «das eigentlich deutsche Wesen», η οποία συνθλίβεται  μέσα στο νεωτερικό σχέδιο. Η έννοια του «γερμανικού» δεν αναφέρεται σε χαρακτηριστικά που ανευρίσκονται στο ιστορικό παρόν του τελευταίου μισού του 19ου αιώνα, αλλά σε αυτό που είναι προσίδιο, οικείο και κληροδοτημένο από το παρελθόν. Ο πολιτιστικός πεσιμισμός του Βάγκνερ ή, αντίστοιχα, στο επίπεδο της θεωρίας, του Τέννις, θα συνεχιστεί, στις αρχές του 20ού αιώνα, από την κίνηση Heimat που με έναν ταυτόσημο τρόπο ασκούσε κριτική στην αστικοποίηση και την εκβιομηχάνιση, ενώ πρότασσε την επιστροφή στις αυθεντικές γερμανικές αξίες που συνδέονται με τον «λαό», την αγροτική ζωή, κλπ.   
Η αντίληψη της γαλλικής νεωτερικότητας έπρεπε να εγκαταλειφθεί γιατί, όπως επισήμανε ο Βάγκνερ, παράγεται άνωθεν, είναι φτιαχτή και κατασκευασμένη. «Ο γαλλικός πολιτισμός δημιουργείται χωρίς τον λαό, η γερμανική τέχνη χωρίς τους πρίγκιπες». Η έννοια του μοντέρνου πρέπει να διαχωριστεί από την έννοια του «γερμανικού» και αυτήν του λαού (Volk). Στη σκέψη του Βάγκνερ παρέμενε κυρίαρχη η διάκριση ανάμεσα σε αυτό που είναι γερμανικό, από αυτό που δεν είναι. Αυτή η διάκριση θα εκφραστεί μέσα από την απόρριψη του γαλλικού πολιτισμού μέσα από έναν εξίσου ακραίο αντισημιτισμό και τη σύνδεση των Εβραίων με τον φιλελεύθερο καπιταλισμό, την αστική ζωή στις πόλεις κλπ. Η νεωτερικότητα – μέσα από τα επιμέρους συστήματα διακρίσεων–  θα διαχωριζόταν από τον «παλαιό κόσμο της ορθοδοξίας». Μπορεί το γερμανικό πνεύμα να έδωσε τους Βίνκελμαν, Λέσσινγκ, Γκαίτε κ.ά, αλλά αυτό δεν παρουσιάστηκε ποτέ στο πολιτικό επίπεδο. Το αίτημα μίας πολιτικής έκφρασης της γερμανικότητας παρέμενε στην επικαιρότητα.
Ωστόσο, η παραπάνω βαγκνερική διάκριση δεν είναι αρκετή. Χρειάζεται να παρεμβληθεί μία «επινοημένη παράδοση» –μία έννοια που χρησιμοποίησε παραγωγικά ο Χόμπςμπάουν–  και η οποία δημιουργείται σε περιόδους όπου οι κοινωνικές και τεχνολογικές μεταβολές είναι μεγάλες και στις οποίες οι παλιές παραδόσεις που συνεχίζουν να υπάρχουν δεν είναι επαρκείς. Η επινοημένη παράδοση κατασκευάζει την ανάγκη της προσφυγής στη μυθοποίηση και στην αντίληψη ενός συγκροτησιακού μύθου, αδιάφορο εάν αυτός παραμένει η κλασική αρχαιότητα, ή η επιστροφή στους βόρειους μύθους.
  
Ο Παναγιώτης Παπαδόπουλος είναι ιστορικός τέχνης

Δεν υπάρχουν σχόλια: