19/10/13

«Κυβερνώσα» Αριστερά

Μνήμη Άγγελου Ελεφάντη
ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΚΟΝΤΟΥ


«Κυβερνώσα αριστερά», «αριστερά της ευθύνης», «αριστερός αρνητισμός» είναι έννοιες, πραγματικότητες, που ταλανίζουν την αριστερά εδώ και πολλά χρόνια. Είναι μια συζήτηση που έρχεται και επανέρχεται βασανιστικά και με πάθος, από δύο πλευρές, αν θέλουμε να σχηματοποιήσουμε τις αντιθέσεις. Για όσους τους αρέσουν οι ιστορίες, έχει σημασία ένας διάλογος πριν από πολλά χρόνια, μεταξύ δύο αριστερών, σε μία εποχή που οι βεβαιότητες ήταν δεδομένες και οι αμφιβολίες είχαν περιορισθεί σε μερικούς «αμετανόητους».

Για τους φιλίστορες λοιπόν, γράφει ο Άγγελος Ελεφάντης στα «Ενθέματα» ένα άρθρο με τίτλο «ΠΑΣΟΚ-ΝΔ. Ιστορικός συμβιβασμός». Μεταξύ άλλων, λέει πως «Η αριστερά, τοποθετείται εξ αντικειμένου στα αριστερά του ΠΑΣΟΚ. Δεν είναι όμως η θέση της ζήτημα γεωγραφικής απόστασης, δεν είναι ζήτημα τοπογραφίας. Η αριστερά είναι στα αριστερά του ΠΑΣΟΚ γιατί είναι άλλο ‘πράγμα’ απ’ το ΠΑΣΟΚ. Να το πω επιγραμματικά: είναι μία κοινωνική και πολιτική ευαισθησία που δεν ορίζεται από τους αυτοματισμούς της αγοράς αλλά από μία προβληματική που εστιάζεται στον κόσμο της εργασίας και της κοινωνικής αλληλεγγύης. Δεν παίρνει τις επιθυμίες της για πραγματικότητα∙ ο σοσιαλισμός, που αποτελεί τον σκληρό πυρήνα της ιδεολογίας της, δεν είναι επιθυμία, δεν είναι επιθυμητική ροπή. Είναι η έλλογη απάντηση στην αποποινικοποίηση που επιχειρεί η μοναδική σκέψη της καπιταλιστικής κυριαρχίας. Ο καπιταλισμός ποτέ δεν είχε φτάσει στην αντίφαση με την οποία εμφανίζεται σήμερα: να προβάλλει μία διευθυντική και ιδιαζόντως δικτατορική λύση του κοινωνικού προβλήματος μέσω της τεχνικής, μια μορφή της οποίας είναι η πληροφορική, τη στιγμή ακριβώς που η τεχνική θα μπορούσε να αποβεί δύναμη αυτοκαθορισμού των ανθρώπων και μέσον απελευθέρωσης. Δουλειά της αριστεράς δεν είναι μια τεχνικιστική ενασχόληση, να προτείνει πέντε χιλιόμετρα μετρό αριστερότερα ή δεξιότερα. Το μικρογραφικό απείκασμα  μιας ‘μεγάλης αριστεράς’, αν δεν το είχαμε, θα έπρεπε να το εφεύρουμε. Γιατί μόνο μια μεγάλη αριστερά, η σοσιαλιστική αριστερά, μπορεί να εκφράζει και να πυροδοτεί την δυναμική των κοινωνικών μετασχηματισμών».[1]  Λίγες μέρες αργότερα με ένα άρθρο του ο Μάνος Ματσαγγάνης απαντά στον Άγγελο Ελεφάντη: «Οι άλλοι, εκείνοι δηλαδή που δεν ορίζονται στο ελαφρώς χιλιαστικό δίπολο ‘καταγγελία της πραγματικότητας-προσδοκία ενός καλύτερου κόσμου’,  είναι υποχρεωμένοι να προτείνουν συγκεκριμένες λύσεις για την αντιμετώπιση συγκεκριμένων προβλημάτων – με άλλα λόγια, είναι υποχρεωμένοι να λερώνουν τα χέρια τους [...] δουλειά της αριστεράς είναι αυτό ακριβώς [...] δηλ. να προτείνει πέντε χιλιόμετρα μετρό αριστερότερα ή δεξιότερα»[2].
Η περίφημη λοιπόν γενιά της μεταπολίτευσης στο χώρο της αριστεράς, οι γεννηθέντες λίγο πριν το 1950 και λίγο  μετά,  μεγαλώνουν. Ορόσημο για τη γενιά αυτή των αριστερών ήταν η άνοδος του Σημίτη. Στην πραγματικότητα, δεν άλλαξε τίποτα αλλά και όλα άλλαξαν. Άρθρα όπως το παρακάτω έμοιαζαν σαν θεμέλιος λίθος ενός ελπιδοφόρου πολιτικού χώρου: «Από πολιτική-πολιτισμική άποψη σε αυτή έχουν αυθόρμητα συνορεύσει πολίτες με αναφορές τον κεντροαριστερό εκσυγχρονισμό, την κεντρώα μετριοπάθεια, τον φιλελευθερισμό, τη δημοκρατική Αριστερά. Από κομματική άποψη, η παράταξη αρχίζει  από τον χώρο του Συνασπισμού και της ανανεωτικής Αριστεράς, αγκαλιάζει το ΠΑΣΟΚ και επεκτείνεται στον κεντροδεξιό χώρο, στο μέτρο που η Ν.Δ. μετατοπίζεται στα δεξιά. Από κοινωνική άποψη η διαμορφούμενη παράταξη έχει την ίδια βάση με αυτήν του ‘εκσυγχρονιστικού εγχειρήματος’ και του σημερινού ΠΑΣΟΚ, συμμεριζόμενη την ισχύ αλλά και το πρόβλημα» (Γ. Βούλγαρης).[3]
Είχε προηγηθεί βεβαίως η γέννηση της ΟΝΕ. Ήταν τέτοιος ο ενθουσιασμός που η Ελλάδα βρέθηκε μέσα σ’ αυτή την οικογένεια κρατών, όχι τόσο για την οικονομική ευμάρεια που προαναγγέλλεται όσο για την αίσθηση του κοινού πολιτισμού που συνδέει όλες αυτές τις χώρες. Η γενιά που συζητάμε, κουρασμένη από τις παλινδρομήσεις του ΠΑΣΟΚ, και μια φοβική αριστερά μπρος το άγνωστο, σε μεγάλο μέρος της τάχθηκε αναφανδόν στην επιλογή της ευρωπαϊκής προοπτικής. Ο Γ. Βούλγαρης, επισημαίνει: «Σωστά η Αριστερά άσκησε κριτική στον ‘οικονομίστικο’ χαρακτήρα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης – στην πρωτοκαθεδρία των οικονομικών στόχων και τη μεγάλη υστέρηση των πολιτικοθεσμικών. Αυτό όμως δεν πρέπει να καταλήξει στην παρεξήγηση ότι επρόκειτο για μια ιστορική διαδικασία που οδηγήθηκε μονομερώς από την ‘αόρατη χείρα’ της αγοράς και των οικονομικών περιορισμών που αυτή επέβαλε. Δεν ήταν αποτέλεσμα των σιδηρών νόμων του ‘κεφαλαίου’, της διεθνοποίησης και της παγκοσμιοποίησης. Η επίτευξη του ευρώ και η προώθηση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης είναι αποτέλεσμα σημαντικών πολιτικών-πολιτισμικών επιλογών και σε κάθε περίπτωση καρπός τέτοιων διεργασιών [...] Δεν ήταν εμπνεύσεις δύο ή τριών μεγάλων ηγετών. Πίσω από την ευρωπαϊκή ενοποίηση δεν βρίσκεται ο μεγάλος ηγέτης που με σχετική αυτονομία από τις συγκυρίες γράφει Ιστορία. Βρίσκεται αντίθετα ο πολιτισμός, η βασανισμένη ιστορική εμπειρία, η δημοκρατική ωρίμανση μιας ολόκληρης ηπείρου».[4]
Δεν ήταν μόνο η προοπτική ευημερίας, όσο η αίσθηση, σ’ ένα συμβολικό επίπεδο, μ’ ένα αυτοκίνητο να περνάς με την πολιτική σου ταυτότητα στο χέρι, χωρίς εμπόδια, χωρίς φραγμούς, χωρίς τελωνειακούς ελέγχους, από την μία χώρα στην άλλη, από την Αναγέννηση της Ιταλίας,  στον Μεσαίωνα της Γαλλίας, στην αραβική Ισπανία, εποχές και χώρες με κοινές πολιτιστικές καταβολές, κοινά ιδεώδη.
Κάθε άλλη προσπάθεια, εκτός από τον εκσυγχρονισμό του Σημίτη που συγκέντρωσε μεγάλο μέρος της γενιάς μας, έμοιαζε ατελέσφορη. Ενώ εκείνη εμφανίζετο ως “το πνεύμα της εποχής, εκείνο το ακαταμάχητο, το αναντίστρεπτο δεδομένο της εξέλιξης που κανείς δεν μπορεί να αντισταθεί” (Ελεφάντης).[5]
Έχει την σημασία της μια σύντομη συζήτηση την εποχή εκείνη, μέσα από τις γνωστές αριστερές στήλες. Είχε λοιπόν έλθει ο Μάσιμο Ν’ Αλέμα και έκανε μία ομιλία την 10-01-2000. Παραμονές των εκλογών του 2000, και μεταξύ άλλων, λέει: «Κατά βάθος, η Αριστερά, εδώ και δύο αιώνες τροφοδοτήθηκε από διάφορες ιδεολογίες. Από τον ουτοπικό σοσιαλισμό, στον μαρξισμό και τον επαναστατικό λενινισμό. Αφού αυτές οι ιδεολογίες αποδείχθηκαν απατηλές και εξέπεσαν, η βαθύτερη ουσία της Αριστεράς δεν έγκειται πλέον στις ιδεολογίες, αλλά στις θεμελιώδεις αξίες των οποίων η ίδια η αριστερά είναι φορέας».[6]  
Και ο Ελεφάντης απαντά: «Ο κόσμος της ιδεολογίας περί του τέλους των ιδεολογιών κυριαρχείται κυρίως από μια ιδέα, από μια αναπαράσταση του κόσμου χωρίς ιδεολογίες. Σ’ αυτόν τον κόσμο τα πράγματα υπάρχουν ολοκάθαρα, διάφανα, νέτα-σκέτα ως πραγματικότητες».[7]
Πιστέψαμε τόσο πολύ σ’ αυτό που ζούσαμε, ώστε θεωρούσαμε ότι αυτή ήταν η μοναδική πραγματικότητα. Το σχέδιο απελευθέρωσης των αγορών της ΕΕ, τα ενθουσιώδη προγράμματα ιδιωτικοποιήσεων, ο τρίτος δρόμος  για το σοσιαλισμό, θεωρήθηκε μονόδρομος για δεξιούς και αριστερούς “χαμένους στη μετάφραση”. Φωνές από την αριστερά με διάθεση κριτική, όπως αυτή του Ελεφάντη, ακουγόταν από το υπερπέραν, εξωπραγματικές: «Στην τρέχουσα, λοιπόν, αποδοχή του ο εκσυγχρονισμός είναι κάτι το ‘πολύ καλό’, είναι ταύτιση με τον παρόντα χρόνο, γιατί είναι ο χρόνος ο παρών που φέρει τις νέες αξίες, τους νέους τρόπους ζωής και ό,τι, ως γνωστόν, δεν είναι του παρόντος χρόνου, είναι ...του παρελθόντος. Το ζεύγμα εκσυγχρονισμός/αναχρονισμός δείχνει την κατεύθυνση, την ίδια τη δύναμη της ζωής. Με την δύναμη του αυτονόητου και του  ακαταμάχητου εγκαλεί τους πάντες να συμμορφωθούν».[8]
Κατά μεγάλο μέρος της, η γενιά της μεταπολίτευσης, στο χώρο της αριστεράς πάντοτε, ήταν κυβερνώσα διακριτικά από την εποχή του Παπανδρέου, και βέβαια χωρίς κόμπλεξ την εποχή της διακυβέρνησης του Σημίτη. Στήριξε με ζέση την εκσυγχρονιστική προσπάθεια, τόσο γιατί πίστεψε στα πρόσωπα αλλά και στο όραμα μιας ενωμένης Ευρώπης των λαών. Η στήριξη ήταν πλήρης, όχι μόνο με την ανάληψη θέσεων κυβερνητικών, μεσαίων στελεχών, αλλά και με συμμετοχή σε δημόσια έργα, σε ευρωπαϊκά προγράμματα, σε πανεπιστήμια, στον χώρο του πολιτισμού (κατ’ εξοχήν χώρος προνομιακός). Με τον τρόπο της λοιπόν ήταν “κυβερνώσα” από το 1981. Δεν ήταν κυβερνώσα με προγραμματικές διακηρύξεις και πρωτόκολλο συνεργασίας, αλλά η πολιτική της επιρροή είναι κυρίαρχη μέχρι σήμερα.
Κανείς λοιπόν δεν μπορεί να την κατηγορήσει ότι όλα αυτά τα χρόνια αεροβατούσε. Αντίθετα  βίωνε ένα “τραχύ παρόν” (Β. Κιντή).[9]   Τόσο παρόν ...μέχρι αναγούλας!  Από αυτό το “παρόν” όμως που βιώσαμε στην προ της κρίσης εποχή, μέχρι αυτό το “παρόν” που ζούμε σήμερα, απέχουμε έτη φωτός. Τόσα χρόνια, η “άλλη αριστερά” θεωρούσε πως εκείνοι που ήσαν πλησίον της σημιτικής διακυβέρνησης δεν είχαν όραμα αλλά ήταν βουτηγμένοι σε ένα σκληρό παρόν, χωρίς όραμα. Αλλά αν οι “πρακτικές λύσεις προς τις οποίες δείχνει η σκληρή πραγματικότητα” (Β. Κιντή)[10]  είναι αυτές που προτείνει η κυβέρνηση Σαμαρά, και αποτελούν μονόδρομο, τότε ας επιστρέψουν οι αριστεροί στην νεφελοκοκκυγία τους που τόσα χρόνια περιφρόνησαν υπηρετώντας την πραγματικότητα και τον ρεαλισμό.
Αν το πρόβλημα της χώρας είναι οι μεταρρυθμίσεις που δρομολογούνται από τα φασιστοειδή υποκείμενα που κινούνται γύρω από Μαξίμου, κρυπτόμενοι ως σύμβουλοι μιας εκτελεστικής εξουσίας που κυβερνά με προεδρικά διατάγματα νομοθετικού περιεχομένου, τότε είναι καλύτερα οι αριστεροί να αποκτήσουν και αφήγημα και όραμα, και ας εγκαταλείψουν την πραγματικότητα που υπηρέτησαν όλα αυτά τα χρόνια.
Εάν βαφτίζονται μεταρρυθμίσεις η καταστροφή των συνδικάτων και άλλων θεσμών προστασίας των εργαζομένων, με σκοπό τη δημιουργία “ευέλικτης αγοράς εργασίας”∙ αν μεταρρύθμιση είναι να αποσυρθεί το κράτος από την παροχή κοινωνικής πρόνοιας∙ αν μεταρρύθμιση είναι να εξαφανισθούν παραδοσιακές προστασίες που επέτρεψε όχι ο σοσιαλισμός αλλά ο φιλελευθερισμός∙ αν μεταρρύθμιση είναι η μεταβίβαση σε τιμή ευκαιρίας, για τους κερδοσκόπους, των δημόσιων περιουσιακών στοιχείων∙ αν όλα αυτά συμβαίνουν μέσα στην Ευρώπη που προσδοκούσαμε να μας τραβήξει στο άρμα του εκσυγχρονισμού, σε μια σύγκρουση με τον στείρο ελληνοκεντρισμό που ταλάνισε την χώρα μας δεκαετίες (Π. Κονδύλης).[11]
Αν λοιπόν όλα αυτά καλούνται μεταρρυθμίσεις και η αριστερά πρέπει να συμμετέχει με σχέδιο σ’ αυτό, τότε βρισκόμαστε μπροστά σε μια τεράστια σύγχυση και θα πρέπει να επινοηθούν ξανά τα νοήματα, προκειμένου να ανταποκρίνονται στις σύγχρονες συνθήκες.
Η αριστερά για να είναι “κυβερνώσα” δεν μπορεί να  εξαρτάται από τις πειστικές απαντήσεις του Δραγασάκη αλλά  πρέπει να ξαναβρεί τις έννοιες που εγκατέλειψε αυτά τα χρόνια των ψευδαισθήσεων. «Το σύνολο του ανθηρού υλικού και του μαραζωμένου από τους μεταμοντέρνους σπασμούς πνευματικού μας πολιτισμού αλλοιώνουν τον ψυχικό και τον αξιακό κόσμο τόσο γρήγορα, που η άμυνα έστω και σε κάποιο μετερίζι να φαντάζει αναχρονισμός. Δοξολογείται ο νεωτερισμός και το ρίσκο, ακόμη κι αν οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στην αβίωτη και τόσο φοβική ‘κοινωνία του κινδύνου’. Οι συλλογικές εξάρσεις και το αναγεννησιακό πνεύμα που θα αναδείκνυε η σοσιαλιστική ιδεολογία και θα αιμοδοτούσε νέες κοινωνικές πρακτικές δεν είναι του καιρού” (Ελεφάντης).[12]
Μήπως έφτασε ο καιρός;

Ο Δήμος Κόντος είναι δικηγόρος

[1] εφημερίδα Η Αυγή στα «Ενθέματα», 12/3/2000, αριθμός φύλλου 146
[2] Μάνος Ματσαγγάνης “Η δουλειά της αριστεράς, το μετρό και άλλα ανεπίκαιρα(;) Κυριακάτικη Αυγή 25/3/2000, σελ. 25
[3] Γιάννης Βούλγαρης “Η νέα εκσυγχρονιστική παράταξη έχει ήδη δημιουργηθεί”, Πρόσωπα, 4/11/2000, τεύχος 87
[4]  Γιάννης Βούλγαρης, «Η γέννηση μιας παγκόσμιας δύναμης», “Ενθέματα”, Αυγή, 3/5/1998, αριθ. 70
[5]  Άγγελος Ελεφάντης “Οι δύο όψεις του εκσυγχρονισμού μέσα από τις εκλογές”, Ο Πολίτης, Απρίλιος 2000
[6] Μάσιμο Ντ’ Αλέμα, “Για ένα πολιτικό σχέδιο της ευρωπαϊκής αριστεράς”, «Ενθέματα», Αυγή, 23/1/2000
[7] Άγγελος Ελεφάντης, ”Ντ’ Αλέμα: Υπέρ της ιδεολογίας της μη ιδεολογίας», «Ενθέματα», Αυγή, 16 Ιανουαρίου 2000
[8]  Ο Πολίτης, Απρίλιος 2000
[9] Βάσω Κιντή “Αφήγημα χωρίς όνομα”, Τα Νέα, 10-11 Αυγούστου 2013. «Δεν μας λείπουν, μεσσιανικά οράματα και παρηγορητικές αφηγήσεις [...] Μας λείπουν στόχοι που δεν θα έρχονται από ένα εξιδανικευμένο μέλλον αλλά από το τραχύ παρόν.
[10] Βάσω Κιντή, συνέχεια προηγούμενου άρθρου
[11] Παναγιώτης Κονδύλης, Η παρακμή του Αστικού Πολιτισμού, εκδόσεις Θεμέλιο, σελ. 14 (εισαγωγή)
[12] Άγγελος Ελεφάντης  “Σοσιαλισμός ή εκσυγχρονισμός”, “Ενθέματα”, Η Αυγή, 7 Μαΐου 2000

Δεν υπάρχουν σχόλια: