21/9/13

Βιβλικές εικόνες ερημιάς

ΓΙΩΡΓΟΣ Χ. ΣΤΕΡΓΙΟΠΟΥΛΟΣ

Νίκος Παπαδόπουλος, άτιτλο, μολύβι και μελάνι σε χαρτί, 
Από την ατομική έκθεση Κήπος / Ζεν στη γκαλερί Α.Δ.
Η διάβολος, Οι Εκδόσεις των Φίλων, σ. 45
Κατά χρόνον Ευαγγέλιο, Οι Εκδόσεις των Φίλων, σ. 55

Στο πρώτο του βιβλίο ποιημάτων, Η διάβολος (2011), ο Γιώργος Στεργιόπουλος (γεν. 1985) ανοίγεται με την ποίησή του σε διαδοχικά τοπία, αισθητά ως εικόνες μιας παραπλήσιας κολαστήριας κατάστασης. Το άνυδρο, το φρυγμένο, το διακεκαυμένο που κυριαρχεί σ’ αυτές ασφαλώς και προέρχεται από μια υπαρξιακή αγωνία που όμως η τραχύτητά της μοιάζει κάπως υπερβατική και ίσως υπερβολική, κι αυτό σε αντίθεση με άλλους ποιητές, συνομήλικους του Στεργιόπουλου που είναι εστιασμένοι στα κατά συνθήκη πράγματα, στο υπάρχον που αποτελεί πηγή της δικής τους αγωνίας, έλξης η απώθησης. Ωστόσο, παρά την υπερβατικότητά της, παρά τη φιλοσοφική και εν γένει στοχαστική της διάθεση, είναι μια άκρως αυτοαναλυτική ποίηση που ακολουθεί όχι ελεύθερα αλλά κάπως προδιαγεγραμμένα το μίτο της φαντασίας. Γυρεύει διαρκώς με άγχος, και συχνότατα με ενοχή, η οποία όμως δεν οφείλεται τόσο σε ατομικά όσο σε προσωπικά βιώματα, να βρει το σχήμα της ύπαρξης που είναι δικό της. Γυρεύει δηλαδή το τέλος που της έχει ταχθεί. Όλα αυτά βεβαίως είναι προβλήματα και στόχοι που δεν είναι καθόλου εύκολο να λειτουργήσουν ως σύνθεση, και μάλιστα σε έναν ιδιαίτερα νέο ποιητή.
Πολλές φορές οι βιβλικές εικόνες ερημιάς είναι σε τέτοιο σημείο ερμητικές και διαμελισμένες που δημιουργούν στον αναγνώστη μια αίσθηση χάους, σκορπίζοντας έτσι το παραδειγματικό νόημα που επιδιώκει ο ποιητής. Αλλά η στόφα του φαίνεται εξαρχής: θέλω να πω είναι ευδιάκριτα τα γνωσιακά του εφόδια με τα οποία σκοπεύει στη δημιουργία της δικής του «έρημης χώρας». Στα ποιήματα της Διαβόλου, όπως και σ’ αυτά της δεύτερης συλλογής του, Κατά χρόνον Ευαγγέλιο (2012) είναι η σκέψη εκείνη που παράγει το πένθος, η σκέψη που αντί να οδηγεί στη σωκρατική στοχαστική ηρεμία επιτείνει αντίθετα την αγωνία της αναζήτησης. Υπάρχει διάχυτο σε κάθε εικόνα και στίχο του Στεργιόπουλου ένα πυκνό άγχος που μας προδιαθέτει για την αναμενόμενη απώλεια, που μας εντείνει την αβεβαιότητα λόγω της παρουσίας ενός κινδύνου που δεν παύει να προκαλεί συναγερμό. Και, όπως είπα στην αρχή, όλες αυτές οι καταστάσεις αποδίδονται με τραχύτητα, με μια γλώσσα ευρηματική, ευλύγιστη, αλλά και νευρική, «ακατάστατη» και γι’ αυτό σκοτεινή. Αν με ρωτήσετε, γιατί τόσο επίμονη η τραχύτητα, θα απαντούσα: γιατί αυτό που προσπαθεί ο Στεργιόπουλος να βγάλει προς τα έξω, προς τη συνείδηση δηλαδή, είναι ένα είδος μυστικής βίωσης τού πώς είμαστε αποξενωμένοι τελικά από τον κόσμο και από την ίδια μας τη ζωή:
«Αγάπησα αυτούς που φιλάνε για να φύγουν/ Στυφό πρωϊνό τυλιγμένο στο γοφό νεανικής ημέρας/ Τα φιλιά του ήλιου μέσα από κλεισμένα δόντια/ τα δάχτυλά του πλεγμένα στα δικά μου/ ανατριχιάζοντας το δρόμο γύρω από τα μυστικά μας μέρη.»


ΑΛΕΞΗΣ ΖΗΡΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: