3/8/13

Μια αποτύπωση της «στιγμής» (2)

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

Αλίκη Σούμα, Maison du fada, Video
Το πεδίο της σύγχρονης τέχνης στην Ελλάδα δεν μορφοποιείται πλέον με άξονα την αφοσίωση σε εδραιωμένα αισθητικά μοτίβα, ή με την εναντίωση σε αυτά, για τον προσπορισμό θέσεων στην ιεραρχία του, αλλά με το βαθμό δικαιώματος εισόδου και δυνατότητας συμμετοχής στο σύγχρονο καλλιτεχνικό γίγνεσθαι. Μάλιστα, τούτο μοιάζει συχνά να είναι το μόνο κριτήριο αξιολόγησης των έργων. Και μόνο η συμμετοχή καλλιτεχνών στις κεντρικές εικαστικές διοργανώσεις και εκθέσεις, ή η παρουσίασή τους στις γνωστότερες γκαλερί, αρκεί πολλές φορές για να απολαμβάνει η εργασία τους την εκτίμηση του ευρύτερου κόσμου της τέχνης. Η συμμετοχή ή, αντίθετα, ο αποκλεισμός, λογίζονται σε αρκετές περιπτώσεις ως το μοναδικό μέτρο διαμόρφωσης της κρίσης.

Από τη μια πλευρά, διότι προφανώς η συμμετοχή αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση δεξίωσης των έργων, και άρα αποτίμησής τους. Από την άλλη όμως πλευρά, και εδώ είναι το σημαντικότερο, διότι στη σύγχρονη αυτή συνθήκη, η εξεύρεση των κατάλληλων εκείνων κριτικών εργαλείων, είναι πραγματικά απίθανη. Η πολυσημία των σύγχρονων εικαστικών εκφράσεων συνεπιφέρει και μια δυσκολία στην καθιέρωση αξιολογικών «κανόνων». Ο σημερινός θεατής στέκεται μπροστά σε έργα που απευθύνονται περισσότερο στον ελεύθερο συνειρμό, στον ακανόνιστο στοχασμό, παρά σε ένα ήδη διαμορφωμένο και καλλιεργημένο αισθητικό πρότυπο.
Η απουσία, λοιπόν, στέρεων κριτηρίων αξιολόγησης και κριτικής των έργων αποτελεί ένα ακόμα χαρακτηριστικό της σημερινής κατάστασης, γεγονός που αντανακλάται στη φύση τής –ομολογουμένως περιορισμένης- τεχνοκριτικής στον ημερήσιο και περιοδικό τύπο. Τα άρθρα και τα κείμενα που αναφέρονται στις εικαστικές εκθέσεις αποκτούν ολοένα και περισσότερο χαρακτήρα σχολίου, τα γνωρίσματα αυτού που κυρίως στις αγγλοσαξονικές χώρες ονομάζεται “review”.
Αυτός ο τρόπος αντίληψης της τέχνης στην Ελλάδα, και όχι μόνο, αντιστοιχεί σε μια νεότερη ανθρωπογεωγραφία του καλλιτεχνικού κόσμου. Ανάμεσα στους καλλιτέχνες, τους ιστορικούς και θεωρητικούς της τέχνης, τους τεχνοκριτικούς, τους συλλέκτες και τους γκαλερίστες, που μέχρι σήμερα συγκροτούσαν το λεγόμενο καλλιτεχνικό «πεδίο», μεγιστοποιήθηκε σταθερά ο ρόλος των επιμελητών εκθέσεων. Νέοι συνήθως ηλικιακά, με σπουδές στη θεωρία και την ιστορία της τέχνης ή, όλο και συχνότερα, στην «πολιτιστική διαχείριση», γνωρίζοντας επαρκώς τις διεθνείς καλλιτεχνικές εξελίξεις, παρακολουθώντας ευλαβικά τις ανά τον κόσμο μεγάλες εκθέσεις και όντας εξοικειωμένοι/ες με το κατά τόπους εικαστικό δυναμικό, αναδιαμόρφωσαν τα τελευταία χρόνια την εκθεσιακή σφαίρα στην Ελλάδα.
Οργανώνοντας και παρουσιάζοντας ως επί το πλείστον ομαδικές εκθέσεις, ακόμα και στα πιο ανεξερεύνητα σημεία της Αθήνας, η νεότερη αυτή γενιά επιμελητών (σε αντιδιαστολή με την πρακτική τής αμέσως προηγούμενης, που διατηρούσε τις όποιες αγκυρώσεις ή και αγκιστρώσεις σε κάποιο παραδεδομένο ιστορικό ή θεωρητικό σχήμα, και ενίοτε κάποια σχεδόν εμμονική διαλεκτική με τους τοπικούς πολιτιστικούς θεσμούς) προέταξε περισσότερο χαλαρούς και –ιδεατά- «ποιητικότερους» συσχετισμούς ανάμεσα στα υπό παρουσίαση έργα. Όλα αυτά, όμως, σε βάρος της αναστοχαστικής εκείνης διερώτησης, που θα ήταν ενδεχομένως ικανή να ονομάσει συγκεκριμένα επίδικα και, συνεπακόλουθα, να ορίσει τους κεντρικούς άξονες με βάση τους οποίους θα μπορούσαν να επαναοριοθετηθούν κάποια κριτήρια, αν όχι απαραίτητα αξιολόγησης και κριτικής των σύγχρονων εικαστικών έργων, τότε φανέρωσης και κατανόησης των κύριων διακυβευμάτων τους.
Ποια μπορεί όμως να είναι τελικά τα κριτήρια συμμετοχής ή αποκλεισμού από το κάδρο που διαμορφώνεται κατ’ αυτόν τον τρόπο; Οι διαπροσωπικές σχέσεις διατηρούν εδώ πάντοτε τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Κάτι τέτοιο, βέβαια, είναι απολύτως θεμιτό. Τα εκάστοτε εικαστικά ιδιώματα, οι σκέψεις, οι στάσεις και οι πορείες αποτελούν προϊόν ζυμώσεων, κοινών αναζητήσεων και ατέλειωτων φιλικών συζητήσεων, συνεργατικών πρακτικών και προτροπών, γεγονός που σε μια προσπάθεια αναζήτησης των κοινωνικών παραμέτρων της όποιας καλλιτεχνικής προτίμησης οφείλει να μην υποτιμάται.
Τι γίνεται όμως πέρα από τις διαπροσωπικές σχέσεις; Στις περισσότερες περιπτώσεις, τα κριτήρια καθορίζονται από την ποιότητα της ομολογίας τού υπό κρίση εικαστικού έργου με το σύγχρονο διεθνές περιβάλλον και, πιο συγκεκριμένα, αυτό το οποίο έχει διαμορφωθεί στις λεγόμενες καλλιτεχνικές «πρωτεύουσες». Κάπου εδώ ξεκινά η συζήτηση, που καλά κρατεί, για το κατά πόσο το ελληνικό παράδειγμα εντοπίζεται στο «κέντρο» ή την «περιφέρεια» του διεθνούς εικαστικού συστήματος.
Μια πρώτη –εύκολη μάλλον- απάντηση θα υπερθεμάτιζε στη μεμψιμοιρία της περιφέρειας, αγνοώντας συνήθως της πολυπλοκότητα του ζητήματος, οι όροι του οποίου αναδιατυπώνονται στο πλαίσιο της «παγκοσμιοποίησης», των νεότερων «μεταποικιακών σπουδών» και της άποψης μιας «πολλαπλής νεωτερικότητας». Είναι αλήθεια, από τη μια πλευρά, πως η ελληνική τέχνη μοιάζει να «μεταπράττει» και να αναπαράγει αλλότρια αισθητικά και πολιτισμικά προτάγματα, που ωστόσο πολύ δύσκολα θα μπορούσαν να περιγραφούν ακόμα και σε αδρές γραμμές. Γεγονός παραμένει, πως η όλη συζήτηση αναθερμάνθηκε στο πλαίσιο που διαμορφώθηκε παγκοσμίως στην τέχνη μετά το 1989, όταν το ενδιαφέρον των διεθνών καλλιτεχνικών θεσμών στράφηκε σταθερά στις χώρες του άλλοτε «ανατολικού μπλοκ» και, ακόμα παραπέρα, στις χώρες που κάποτε συγκαταλεγόταν στον «τρίτο κόσμο». Η Ελλάδα είναι σαφές πως έλλειπε από αυτές της νέες συναντήσεις.
Οι εν λόγω συζητήσεις καταλήγουν συνήθως στο να κατακρίνουν την προβληματική θεσμική πολιτική στην Ελλάδα, ζήτημα που είναι δύσκολο να εξαντληθεί εδώ, και που θα μπορούσε να αποτελέσει το αντικείμενο ενός άλλου αφιερώματος.
Κλείνοντας, ας επισημάνουμε ένα παράδοξο: η απουσία κριτηρίων αξιολόγησης και η προσπάθεια μιας –έστω φαινομενικά- αδιαμεσολάβητης προσέγγισης της σύγχρονης τέχνης από κάθε λογής αυθεντία, δεν οδήγησε στον πολλαπλασιασμό των επισκεπτών στους διάφορους εκθεσιακούς χώρους. Σε κάποιους από αυτούς, οι επισκέπτες περιορίζονται αποκλειστικά στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ. Οι μεγαλύτερες πάλι εκθέσεις έχουν μετατραπεί σε ένα είδος αστικού «συμβάντος» ή επικοινωνιακού «γεγονότος», όπως άλλωστε συμβαίνει και στις φημισμένες διεθνείς εικαστικές διοργανώσεις. Η εξαντλητική αλληλουχία τών συχνά θεαματικών σύγχρονων έργων και η δυσχέρεια στο να συμβαδίσει κανείς με κάποιον συνεκτικό –έστω αφηρημένο- αφηγηματικό ιστό, που θα τα τοποθετεί σε ένα λιγότερο ερμητικό πλαίσιο, οδηγεί τον θεατή τους σε μια θέση πλήρους αδυναμίας διατύπωσης οποιασδήποτε κρίσης.
Μια βόλτα, βέβαια, στα σχετικά μουσεία δείχνει αναντίρρητα πως η τέχνη δεν έχει χάσει ακόμα την παιδευτική της αξία. Γονείς συνεχίζουν να επισκέπτονται με τα παιδιά τους αναδρομικές και θεματικές εκθέσεις, να προβάλλουν ανεξιχνίαστες ιδιότητες και να επενδύουν με απαράμιλλο σεβασμό τα έργα της τέχνης. Φαίνεται πως η τέχνη διατηρεί ακόμα εκείνη την αύρα του ξεχωριστού και του αξιόλογου, που η επαφή μαζί του έχει πάντοτε κάτι θετικό να προσδώσει. Σίγουρα τούτο δεν είναι αμελητέο. Ίσως όμως δεν είναι η στιγμή να επιχειρήσουμε μια εξήγηση και για αυτό.

Ο Κώστας Χριστόπουλος είναι εικαστικός καλλιτέχνης

Δεν υπάρχουν σχόλια: