21/6/13

Ο ΣΥΡΙΖΑ εθνικολαϊκιστικός;

ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΕΡΤΙΚΑ

ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ, Ο αριστερός εθνικολαϊκισμός, 2008-2013, εκδόσεις Επίκεντρο, σελ. 272

ΓΙΑΝΝΗΣ ΨΥΧΟΠΑΙΔΗΣ, σειρά «Ψωμί, παιδεία Ελευθερία», 
από την έκθεσή του στο Αρχαιολογικό Μουσείο Πατρών
Ο λαϊκισμός είναι μια έννοια που έχει καταλάβει κυρίαρχη θέση στη γλωσσική χρήση, δεν απορρίπτεται από κανέναν, αλλά προσδιορίζει ένα κοινό πεδίο μάχης όπου αναγνωρίζονται φίλοι και εχθροί. Το ζητούμενο σ’ αυτήν τη διαμάχη είναι η ανάδειξη του αληθινού ερμηνευτή του λαϊκισμού και η κατίσχυσή  του εις βάρος των υπολοίπων. Σ’ αυτήν την προοπτική το αρνητικό φορτίο του λαϊκισμού μπορεί να μετατραπεί σε θετικό και τανάπαλιν. Γίνεται έτσι φανερό ότι πίσω από την εκάστοτε μεθερμηνεία της έννοιας κρύβονται αξιώσεις ισχύος από όσους επιχειρούν μια δεσμευτική ερμηνεία του λαϊκισμού.
Το πράγμα, ωστόσο, μπερδεύεται όταν κάποιος για να κατισχύσει σε αυτόν τον αγώνα επικαλείται την αξιολογική ουδετερότητα∙ τότε αυτή η φιλελεύθερη αρχή της επιστημονικής ανεξαρτησίας επαμφοτερίζει, αποκρύπτει δηλαδή με δολιότητα αξιώσεις ισχύος και καθυπόταξης του αντιπάλου. Αυτό συμβαίνει στην περίπτωση ενός στρατευμένου διανοούμενου, του Ανδρέα Πανταζόπουλου, που με το πρόσφατο βιβλίο του Αριστερός εθνικολαϊκισμός επιχειρεί μια κατά μέτωπον επίθεση στην αριστερά. Ο υπότιτλος του βιβλίου του, «από την ‘εξέγερση’ του Δεκέμβρη, τους ‘Αγανακτισμένους’ και τις εκλογές του 2012 μέχρι το νέο κυπριακό ζήτημα» δείχνει το βασικό υλικό που προσκομίζει  για να αποδείξει ότι η αριστερά εντάσσεται στη λογική ενός αριστερού εθνικολαϊκισμού κι έχει γίνει ο φορέας μιας θεμελιώδους κρίσης της εθνικής ταυτότητας.

 Το βιβλίο του αποτελείται από μια σειρά επάλληλων κειμένων, τα οποία ανακυκλώνουν τα ίδια βασικά επιχειρήματα  τόσο στον προσδιορισμό του λαϊκισμού ως γένος μα και στην κριτική του λαϊκισμού της αριστεράς ως είδος, αφήνοντας όμως μετέωρο το ζήτημα εάν ο στόχος είναι ο λαϊκισμός ή η αριστερά. Κι αυτό για δύο λόγους: πρώτον, όσες πολιτικές έννοιες (όπως λαός, ολιγαρχία, κυρίαρχοι-κυριαρχούμενοι, έθνος, τάξη και πάει λέγοντας) έχουν χρησιμοποιηθεί από την αριστερά τίθενται εντός εισαγωγικών, προϊδεάζοντας τον αναγνώστη ότι πρόκειται για κούφια λόγια (κενά σημαίνοντα ας πούμε), τα οποία απευθύνονται μόνον στο θυμικό των αχαλίνωτων αριστερών και όσων αυτοθυματοποιημένων στρωμάτων συσπειρώθηκαν γύρω τους. Από την άλλη πλευρά, οι ίδιες ακριβώς έννοιες (όπως έθνος και λαός), όταν τις χρησιμοποιεί ο συγγραφέας για να δηλώσει τις προτιμήσεις του παρατίθενται χωρίς καμιά επιπλέον εξήγηση για το περιεχόμενό τους αλλά απλώς χωρίς εισαγωγικά. Θα πρέπει έτσι ο αναγνώστης να εικάσει από τα συμφραζόμενα το νόημα που τους αποδίδει ο συγγραφέας και οι εκάστοτε αυθεντίες (όπως ο μεταφιλόσοφος Στέλιος Ράμφος και ο αναθεωρητής συνταγματολόγος Μανιτάκης) τις οποίες επικαλείται.
Ο δεύτερος και βασικότερος λόγος είναι ότι ο λαϊκισμός ως πολιτική κατηγορία έχει απλωθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε να μπορεί να συμπεριλάβει το σύνολο της ιστορίας των κινητοποιήσεων στις οποίες συμμετείχε ή πρωτοστάτησε η αριστερά κι έτσι να την απαξιώσει πολιτικά. Το πρόβλημα αυτό βέβαια δεν είναι ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του Πανταζόπουλου, αλλά ενυπάρχει σε όλη την πλούσια βιβλιογραφία των τελευταίων ετών γύρω από τον λαϊκισμό. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η οποιαδήποτε κινητοποίηση και κίνημα αναπτύχθηκε στην Ελλάδα των τελευταίων ετών κατηγοριοποιείται ως αριστερός εθνικολαϊκισμός, ανεξαρτήτως εάν η πρωτοβουλία ανήκε σε τρίτους και η αριστερά απλώς συμμετείχε ή συναίνεσε. Έτσι επιχειρείται η απονομιμοποίηση όσων κινητοποιήσεων έπραξαν ακριβώς το αντίθετο: αμφισβήτησαν τον λαϊκισμό που γέννησε τη σημερινή κρίση τουλάχιστον στον κεντρικό πυρήνα του, το πολιτικό σύστημα.
Αυτή η ιδεολογία της απέχθειας προς τις λαϊκές κινητοποιήσεις είναι ένας αντεστραμμένος λαϊκισμός, το γνώρισμα των διανοουμένων ενός διοικητικού κράτους. Το κράτος αυτό για να λειτουργεί στα πλαίσια του κοινοβουλευτισμού πρέπει να έχει απέναντί του μια εξατομικευμένη, παθητική μάζα, με τη βούλησή της να ερμηνεύεται από εξειδικευμένους μηχανισμούς ενσωμάτωσης απαιτήσεων (όπως οι ΜΚΟ), και συνάμα η πολιτική εξουσία να διολισθαίνει από το νομοθετικό στο εκτελεστικό και τη διοίκηση. Όποτε αυτή η πολιτική χάνει τη νομιμοποίησή της επικαλείται εξειδικευμένες τεχνικές που ανάγουν την αμφισβήτηση σε ψυχοπαθολογικούς παράγοντες ανορθολογικών και άρα αγελαίων ενστίκτων του λαού. Κι επειδή η βούληση του μεμονωμένου ατόμου ταυτίζεται με τη βούληση όλων αναδύεται ένας ελιτίστικος λαϊκισμός εκπαίδευσης ή θεραπείας του λαού με βάση αξιωματικές προτιμήσεις μιας γραφειοκρατικής τάξης ειδικών. Αυτή η ολιγαρχική τάξη ή ελίτ είναι η καθολικότητα ενός αμφιλεγόμενου ορθολογισμού και ο Πανταζόπουλος την αντιπαραθέτει σε μιαν άλλη καθολικότητα, εκείνη του εθνικολαϊκισμού.
Σύμφωνα με τον Πανταζόπουλο ο εθνικολαϊκισμός είναι «ένα πολιτικό ύφος που μπορεί να έλθει σε συγχρωτισμό με οποιαδήποτε ιδεολογία. Θεμελιώνεται στην αδιαμεσολάβητη, προσωπική, πολεμικού τύπου, κλήση που ένας χαρισματικός ηγέτης απευθύνει στον λαό, στον “υγιή” λαό, κατά του “κατεστημένου”, κατά των “διεφθαρμένων” ελίτ που συνωμοτούν εναντίον του λαού». Αυτός ο φορμαλιστικός ορισμός, θυμίζει την κενή καθολικότητα των υπερβατολογικών κατηγοριών που  στη συγκεκριμένη λειτουργία τους, στην πραγμάτωσή τους μέσα στον χρόνο και στον τόπο, προσλαμβάνουν διαφορετικό κάθε φορά νόημα και περιεχόμενο. Έτσι, για παράδειγμα, ο λαϊκιστής ηγέτης που συνταυτίζεται, αδόκιμα, με τον χαρισματικό ηγέτη του Βέμπερ φορτίζεται, όπως κι ο Πανταζόπουλος παραδέχεται χωρίς να το εξηγεί, άλλοτε με οπισθοδρομικό κι άλλοτε με προοδευτικό νόημα∙  στη δεύτερη περίπτωση, θα συμπληρώναμε, η πρόοδος ταυτίζεται με τον εκσυγχρονισμό: Τα λατινοαμερικανικά καθεστώτα χαρισματικών ηγετών τα οποία επικαλείται –π.χ. περονισμός- έχουν ακριβώς τις ίδιες συνέπειες με τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα των προηγούμενων δεκαετιών, τον κινέζικο κομμουνισμό ή ακόμη και τον ισλαμισμό του Ερτογάν. Διαλύουν τις πατριαρχικές-ιεραρχικές και κοινοτικές δομές και στη θέση πολλών τοπικοτήτων δημιουργούν έναν ενιαίο χώρο και μιαν ενιαία αγορά, όπου εισάγεται μία μάζα ανθρώπων. Με άξονα την ισότητα τα κοινά χαρακτηριστικά αυτής της μάζας ανάγονται στο έθνος, κι αυτό με τη διαμεσολάβηση του λαϊκιστή ηγέτη βρίσκει την ολοκλήρωσή του στο κράτος.
Ωστόσο ο λαϊκισμός δεν είναι απλά και μόνον ένα φαινόμενο όσων κοινωνιών βρίσκονται σε διαδικασία εκσυγχρονισμού. Αποτελεί λειτουργικό μέρος των μαζικοδημοκρατικών κοινωνιών της Δύσης, κι εδώ απορρέει από την αντίφαση μεταξύ της γενικής ισότητας και της έμπρακτης άσκησης της εξουσίας από μιαν ολιγαρχία. Είναι η έκφραση μιας πολιτικής ολιγαρχίας που ενώ επιδιώκει να κρατήσει το μονοπώλιο των αποφάσεων υποχρεώνεται να κολακεύει τις μάζες, τις  ιδέες και τις προκαταλήψεις της καθημερινότητάς τους.
Η ιδιαιτερότητα του λαϊκισμού στην Ελλάδα έγκειται στο ότι άνοιξε τη διαδικασία εκσυγχρονισμού χωρίς ποτέ να την ολοκληρώσει. Η μαζική δημοκρατία, όπως διαμορφώθηκε στη συνάφεια του πολιτικού συστήματος της μεταπολίτευσης, μετέφερε τις πατριαρχικές πελατειακές σχέσεις και την αντίστοιχη κουλτούρα σ’ ένα καταναλωτικό συμβόλαιο μικρομεσαίων στρωμάτων. Στα συμφραζόμενα αυτού του συμβολαίου το εθνικό παρελθόν νομιμοποίησε την υλική κραιπάλη. Με τη διάρρηξη αυτού του συμβολαίου κατέπεσε κι ο λαϊκισμός του ανάδελφου κι εκλεκτού έθνους μαζί με τα συμπράγκαλά του. Μ’ άλλα λόγια, ακυρώθηκε ο λαϊκισμός σαν έμπρακτη άσκηση της εξουσίας από μια ολιγαρχία η οποία, με μοναδικό στόχο την αναπαραγωγή και την αυτοσυντήρησή της, εκποίησε τη χώρα προβαίνοντας σε υλικές παροχές για όσα στρώματα έδιναν ως αντιπαροχή την ψήφο τους.
Ο μηδενισμός της νεολαίας των δεκεμβριανών ήταν η πρώτη μορφή διάρρηξης αυτού του συμβολαίου, για να ακολουθήσουν οι μαζικές κινητοποιήσεις με το ξέσπασμα της κρίσης. Σ’ αυτές δεν εμφανίστηκε κάποιος λαϊκιστής ηγέτης ακριβώς επειδή αμφισβητήθηκε η λαϊκιστική ηγεμονία κι όχι για τους πολυάριθμους ψυχολογικούς λόγους στους οποίους αναφέρεται ο συγγραφέας. Δηλώθηκε μια συμμαχία στρωμάτων ενάντια στην κρατική πολιτική κι αυτό είναι κατά βάση το νόημα του εθνικού σ’ αυτά τα συμφραζόμενα. Το ζήτημα της ηγεμονίας, το οποίο ο Πανταζόπουλος ξεπερνά μ’ ένα χαριτωμένο ευφυολόγημα αποδόμησης του Γκράμσι («η αριστερά αναφέρεται στον Γκράμσι όπως η δεξιά στον Παΐσιο»), τέθηκε εκ των πραγμάτων γι’ αυτές τις κινητοποιήσεις και συμπυκνώθηκε στο δίλημμα «αριστερή κυβέρνηση ή μνημόνιο». Αυτή ήταν η στιγμή που έφερε στην επιφάνεια τον ΣΥΡΙΖΑ με σοβαρές αξιώσεις πολιτικής ηγεμονίας, ανατρέποντας κιόλας την ατζέντα βάσει της οποίας επιβίωνε οριακά.
Σε τέτοιες στιγμές ανατροπών η ρητορική δεν ακολουθεί το υπόδειγμα της φιλελεύθερης διαβούλευσης, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι σκοποί είναι ανορθολογικοί. Εξ άλλου η μεταμόρφωση του φιλελεύθερου κοινοβουλευτισμού σε μαζική δημοκρατία έχει αυτό ακριβώς το νόημα: Η αμεσοδημοκρατική έκφραση δεν είναι μόνον οι τοπικές συλλογικότητες ή οι κάθε λογής συνελεύσεις, αλλά και οι δημοψηφισματικές εκλογικές διαδικασίες βάσει διλημμάτων. Όποιος θέτει τα κυρίαρχα διλήμματα ασκεί και ηγεμονική πολιτική.

Ο Ανδρέας Πανταζόπουλος έχοντας επιλέξει αντίπαλο στρατόπεδο και γνωρίζοντας τους τόπους της αριστεράς δοκιμάζει με αυτές τις παρεμβάσεις να την πλήξει στις ευαισθησίες της. Η εμπάθεια του όλου εγχειρήματος, χαρακτηριστικό γνώρισμα όλων των μετανιωμένων διανοουμένων της αριστεράς, υπερισχύει των επιχειρημάτων και καθιστά τον λόγο του ελιτίστικο και προσβλητικό. Ακυρώνει έτσι και τη γόνιμη κριτική που απευθύνει για όσες κινηματικές πολιτικές μειονοτήτων ή μειοψηφιών δέσποζαν στην ατζέντα του ΣΥΡΙΖΑ  και δεν μπορούν να μεταφραστούν σε ηγεμονικό λόγο αλλά, αντιθέτως, τον υπονομεύουν. Αυτό όμως είναι άλλης τάξεως ζήτημα και αφορά τα πολιτικά διλήμματα του ΣΥΡΙΖΑ στην προοπτική του συνεδρίου που θα καθορίσουν το μέλλον του στο πολιτικό τοπίο. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: