2/3/13

Γράμμα σε μια νέα ποιήτρια

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

Δεν ήταν τελείως απροσδόκητη η κίνηση του Αχιλλέα Κυριακίδη, να μας θυμίσει, σ’ ένα κείμενό του στην Εφημερίδα των συντακτών την προηγούμενη εβδομάδα, υπό τον τίτλο «Γράμμα σε μια παλιά ποιήτρια», την τελευταία ποιητική συλλογή της Τζένης Μαστοράκη Μ’ ένα στεφάνι φως (Κέδρος, 1989). Τίτλος που παραπέμπει, και «ρομαντικά» επενδύει, στη σχεδόν εικοσιπεντάχρονη, εκδοτική σιωπή της Μαστοράκη. Ανοίγοντας δε τη συλλογή, πέφτεις πάνω στην ένδειξη πως η μακέτα τού εξωφύλλου ανήκει στον Δημήτρη Καλοκύρη: Διόσκουροι μαζί με τον Κυριακίδη της μετάφρασης του Μπόρχες, και σ’ ένα βαθμό υπεύθυνοι της περιοριστικά μοντερνιστικής πρόσληψής του στα καθ’ ημάς.
Ο λόγος εδώ για τη διακειμενικότητα, μία από τις άπειρες τεχνικές του Μπόρχες, τις οποίες μετήλθε για να διαχειριστεί το διαρκέστερο των ερωτημάτων που ορίζουν την τέχνη: τη σχέση της με την πραγματικότητα. Η διακειμενικότητα, που φαίνεται να ορίζει και την εν λόγω ποιητική συλλογή της Τζένης Μαστοράκη.

Μια συλλογή τυπικά μοντερνιστική, που μας δείχνει πως οι τεχνικές μπορούν κάποτε να είναι απλά εργαλεία, τα οποία υπάγονται στο αισθητικό πρόταγμα κάθε έργου. Και όντως η συλλογή της Μαστοράκη βρίθει οφειλών και νύξεων σε στίχους άλλων ποιητών, με μια γκάμα χαρακτηριστική: π.χ. Σολωμός, Γκάτσος, Σινόπουλος, Δημουλά, Ελύτης, Καρυωτάκης... Το κριτήριο όμως είναι αν το ποιητικό υποκείμενο παραμένει στη θέση του και στο ρόλο του, αύταρκες και αρραγές, παρά τις όποιες «οφειλές» του. Αν το ποίημα, παρ’ όλα αυτά, παραμένει στην παραδεδομένη σχέση του με την πραγματικότητα, μονοφωνικό και μονολογικό, με ένα ύφος επίσης αύταρκες και αρραγές, με υλικά του επίσης τα παραδεδομένα ως ποιητικά, μέσα σε μια «καταπιεστικά μονότροπη παράδοση» (Δημήτρης Δημηρούλης). Αν, τέλος, αυτάρκης και αρραγής παραμένει η αντίληψη της «δημιουργίας», ακόμα και αν ομνύει στη σεφερική διατύπωση πως «είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας». Νομίζω πως όντως αυτό συμβαίνει, και τούτο είναι, κατά τη γνώμη μου, το όριο της Μαστοράκη, όριο αξεπέραστο μέσα στο μοντερνιστικό πλαίσιο όπου αυτοεγκλωβίζεται, έστω και αν χρησιμοποιεί μια καινούρια τεχνική για να αποδράσει.
Απόδραση δεν υπάρχει στην τέχνη, παρά μόνο αναμέτρηση, όπως για παράδειγμα η διακειμενοποίηση, εν τέλει ενδοκειμενοποίηση του έργου του ίδιου του Μπόρχες, που έχει ήδη συμβεί, με το εν λόγω έργο να «δοκιμάζεται» άγρια, ενταγμένο σ’ ένα «μετά το μοντέρνο» αισθητικό πρόταγμα, εγχείρημα που έχει κατορθωθεί σ’ ένα κορυφαίο βιβλίο της λογοτεχνίας μας, που αρθρώνει σε μεγάλη αφήγηση τις μεταμορφώσεις κειμένων, ιδεών και παντοειδών «υλικών»: στη «βίβλο» του Γιάννη Πάνου. Ένα έπος ιδεών και φωνών, το οποίο η κοσμική λογοτεχνική συνάφεια συνεχίζει να αγνοεί προκλητικά, όμως ήδη έχει ορίσει αλλιώς την τέχνη και τον δημιουργό σήμερα: «Με τον καιρό τίναξα από πάνω μου τις αρετές και το ύφος των αρχαίων συγγραφέων. Το λόγο μου κοσμούν οι αρετές όλων. Αν διαβάσει κανείς προσεκτικά τα έργα μου θ’ αναγνωρίσει πολλούς να ξεπηδούν από την ίδια μήτρα. Υπήρξα ένας, συνθεμένος από πολλά σπαράγματα... Με αποκάλεσαν κιβδηλοποιό και παραχαράκτη. Οι ανόητοι, δεν μπόρεσαν να αντιληφθούν ότι ο μεγαλύτερος κιβδηλοποιός και παραχαράκτης, ο πιο επιδέξιος είναι εκείνος που γνωρίζει άριστα το αυθεντικό και το γνήσιο στις παραμικρές του λεπτομέρειες, είναι ο γνώστης». Ιδού η μετάβαση από τη «δημιουργία» στην πολυφωνία, όταν όχι «παιδιά»-έργα αλλά «πολλοί» ξεπηδούν από την ίδια «μήτρα», η οποία τώρα είναι απλώς το κείμενο, όπου ο «ένας» συνεχώς μεταμορφώνεται σε άλλον, ιδού η μετάβαση από την «οφειλή» στην παρανάγνωση και την παρατύπωση.
Αρκετούς νεώτερους ποιητές και ποιήτριες απασχολεί η ποίηση της Τζένης Μαστοράκη, ψάχνοντας τις δικές τους ποιητικές επιλογές. Και ίσως θα συναντούν το έργο της για πολύ καιρό ακόμη, ακριβώς γιατί η κρίση τού μοντερνισμού αποτελεί η ίδια μια μεγάλη διάρκεια, στην οποία η Μαστοράκη έχει αποθέσει ένα ισχυρό τεκμήριο. Αν και υπάρχει ήδη, και στην ποίηση, το «μετά απ’ αυτό», τίποτα δεν έχει τελειώσει, ίσως μάλιστα να μην έχει κριθεί οριστικά, παρά μόνο στον μακρύ χρόνο. Μέχρι τότε, βέβαια, ο καθένας επιλέγει πώς ζει τον κόσμο τούτο που του έλαχε.
Ενδεικτικοί οι όρκοι πίστης που πέμπει ο Κυριακίδης στην Ιφιγένεια: «Πάντα δικός σας. Το ξέρετε». Αλλά η τραγική μορφή, της αθώας, θλιμμένης κόρης, που φορτώνεται, στο εύθραυστο κορμί της, αναγκαιότητες της μοίρας και της ιστορίας, είναι (και) μια εικόνα της ποίησης, εικόνα που τώρα απομακρύνεται σαν σκιά στο βάθος των αιώνων, με αποτέλεσμα η μετάβαση από τη Τζένη στην Ιφιγένεια να μην είναι εφικτή.
Τώρα η συντυχία, με τις άπειρες υπόρρητες συνδηλώσεις και συνάψεις της, παίρνει τη θέση τής δημιουργίας, ανανοηματοδοτώντας και αλλάζοντας ριζικά τη σχέση ζωής και θανάτου, εν τέλει τέχνης και πραγματικότητας∙ και πάλι η ποίηση προβάλλει, χωρίς κανένα «στεφάνι φως» τα μαλλιά της να χαϊδεύει, χωρίς πατρίδα, λιμάνι και αποστολή, με μόνο της «προορισμό» να ζει, να υπάρχει και να προχωρά μες στα σπαράγματα και τις εντάσεις της γλώσσας (σπάραγμα και ένταση η ίδια), χωρίς να την απασχολεί η νοσταλγία των ουρανών και η ερημία των τόπων, χωρίς αναβολές και προσποιήσεις, χωρίς κανέναν και τίποτα «δικό της», ξαναλέγοντας, με τα δικά της «κόλπα», την ιστορία της ιστορίας, της ποίησης και εν γένει, αφού «το ποίημα δεν είναι γραφή αλλά επαναγραφή», «επανάγνωση ή παραδιόρθωση». Συναντώντας έτσι τον Ηλία Λάγιο στον Χάρολντ Μπλουμ.
Και λίγοι στίχοι απ’ το βιβλίο της Τζένης Μαστοράκη: μοιραίοι επιστολογράφοι, που δεν έφυγαν, και χαιρετούν, και τις φωνές των τοίχων καλοπιάνουν, τον σκοτεινό τους δαίμονα που αργεί, θανάσιμοι αλλοπαίρνονται με ξένους στίχους, χωρίς το άλμα στο κενό, χωρίς το τέλος, μοναδικό χαιρέτισμα που έπρεπε


Δημήτρης Πετσετίδης- Της κρίσεως

Δεν υπάρχουν σχόλια: