30/3/13

Στη θάλασσα της ιστορίας

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΦΩΣΤΑΙΝΗΣ, Η προσευχή των λόφων, εκδόσεις Πλανόδιον, σελ. 64

Ρέων ο λόγος των ποιημάτων, από την πρώτη στιγμή δείχνει τις οφειλές και τις συνομιλίες του με την ποιητική παράδοση, σε μια πανδαισία αναφορών σε όλη τη διαδρομή της νεοελληνικής ποίησης, καθώς και με επιλεγμένες εστίες τού ευρωπαϊκού ποιητικού χάρτη. Όμως αυτή η πανδαισία δεν φωνάζει την ευωχία της, παρά εμπιστεύεται τον ελευθερωμένο ρυθμό να επωμισθεί το βάρος των λέξεων μιας τέχνης με διάρκεια και πολλαπλές διόδους επικοινωνίας με τον ανθρώπινο πολιτισμό.
Ο σκελετός των λέξεων  
«Οι λέξεις
με φωνήεντα πολλά
μιλάνε για λαούς
στην παιδική τους ηλικία».

Λένε, γέροι σοφοί
που προτιμούν τα σύμφωνα.

Τούτο μου ’ρθε στο νου
καθώς το βλέμμα μου
έπεσε τυχαία (;)
στη λέξη Auschwitz.

Η «νόθα αστικοποίηση», όπως ονομάστηκε από την κοινωνιολογία, δεν αποτελεί ταμπού και επαρχιώτικη νεύρωση, αλλά απομυθοποιείται με κάθε φυσικότητα, μπαίνοντας απλώς στη θέση που της αναλογεί, ώστε να προκύψει αβίαστη και πλήρης η εικόνα, ως κίνηση διηνεκής. Έτσι προκύπτει μια ποίηση χυμώδης, που δεν ντρέπεται τις οφειλές και την καταγωγή της, που δεν «εκπολιτίζεται» αλλά ευγενίζει και αναστοχάζεται τα πράγματα, τις μεγάλες διάρκειες που ορίζουν και συνέχουν την ύπαρξή μας, ως έλλογα, κοινωνικά όντα, ιστορικά προσδιορισμένα.
Του καθενός το δάκρυ
Πάλι κυματίζουν τα μαλλιά σου
όταν κλαίω
Paul Celan

Άλλοτε μοιάζει προσευχή
και άλλοτε τραγούδι, η ποίηση.
Και είναι μονάχα δάκρυ.

Δάκρυ βουβό που κίνησε
να πάει νά ‘βρει το ρυθμό
του κόσμου που το γέννησε.

Δάκρυ διαμάντι δίκοπο
δικό σου και δικό μου.
 Φθάνοντας έτσι στη δυνατότητα να χειρίζεται και τις πιο άμεσες καταστάσεις, τα πιο φθαρμένα πράγματα, με μια άνεση αφοπλιστική, όπως για παράδειγμα το πασοκικό θυμικό της δεκαετίας του ’80, που συμπυκνώθηκε στη φράση «Εδώ και τώρα», την οποία τολμά και την ενσωματώνει αυτούσια, για να την αντιπαραθέσει ήρεμα με την εδραία κρίση «Παντού και πάντα».
Πολύ ενδιαφέρουσα η κίνηση από το δημοτικό τραγούδι προς τον Όμηρο, αξιοποιώντας π.χ. τα ακρογιάλια του Γεράσιμου Στέρη και πλήθος άλλων μεσολαβήσεων, όχι ως μνημειωμένες εικονογραφίες αλλά ως ρευστούς πυρήνες ευαισθησίας, σκέψης, μορφής και ιστορικού φορτίου.
Και τα καράβια πάλι θα καούν
πριν βγουν στο πέλαγος.
Κι η μάνα με τους δυο της γιους
στάχτη θα ρίξει στο κεφάλι.
Κι οι σφαίρες που περίσσεψαν
χάντρες θα γίνουν κομπολόι
στα χέρια που μετρούν σιωπή.
Ο Αλέξανδρος Φωσταίνης έχει να αναμετρηθεί με το όριο που συνιστά η Αμοργός του Νίκου Γκάτσου, αλλά το αποφεύγει, χωρίς να το παρακάμπτει, ανοίγοντας την ποίησή του στα πριν και τα μετά, αδιακρίτως και αδιάκριτα, μιλώντας μας, με πάσα φυσικότητα, για όλα αυτά που συγκινούν τους φιλολόγους, κάνοντάς τα όμως να μιλούν αντί να μιζερεύουν, απλώς γιατί εμπιστεύεται την ποίηση πολύ περισσότερο απ’ ό,τι μια επαγγελματική διαστροφή.
Στον Αχελώο, τι θυμήθηκες!
Το κόκκινο πουκάμισο του Νέσσου.

Μπορεί να φταίει το δειλινό
είπες. Πιο πέρα ρέει ο Αχέροντας.
Εκεί να δεις ποτάμι.

Άδειο πουκάμισο δεν ήταν
η ζωή. Γέμισαν φως, γαλάζιο φως
τα μάτια τα θλιμμένα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: