9/3/13

Στους πρόποδες του Υμηττού

Κατάθεση ενεργούς μνήμης

ΤΟΥ ΑΛΚΗ ΡΗΓΟΥ

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΟΚΟΛΙΑΣ, 90 χρόνια Βύρωνας. Στους πρόποδες του Υμηττού, σελ. 320

Στο πλούσιο σώμα των εκδόσεων για την Μικρασιατική καταστροφή, την εγκατάσταση των πάνω από ενάμιση εκατομμύριο προσφύγων στον ελλαδικό χώρο και τις συνέπειες που αυτή είχε, εντάσσεται και η συγκεκριμένη έκδοση.
Σώμα που εμπλουτίστηκε σημαντικά την χρονιά που μας πέρασε -επέτειο των 90 χρόνων από εκείνη την μεγαλύτερη στην ιστορία του νέου ελληνισμού καταστροφή- με σειρά εκδηλώσεων, πολλών Δήμων προσφυγικής καταγωγής, πλήθος νέων εκδόσεων, εκθέσεις, με πιο ενδιαφέρουσα εκείνη στην Παλιά Βουλή, της Ένωσης Σμυρναίων, και ένα άγνωστο υλικό ενός ντοκιμαντέρ που δημιούργησε η Μαρία Ηλιού.
Πρόκειται για μια εκδοτική προσπάθεια άψογη αισθητικά, πλούσια σε φωτογραφικό και άλλο σπάνιο υλικό, τόσο επίσημων εγγράφων όσο και προσωπικών γραφών γνωστών και άσημων, όπως π.χ. του περιπτερά της παλιάς αγοράς όταν έκλεινε το ιστορικό του περίπτερο, η οποία έρχεται να συμπληρώσει μια σειρά παλαιότερων τοπικών προσπαθειών. Το συνολικό έργο αναδεικνύει μια συστηματική εργασία μερμηγκιού η οποία κατόρθωσε να συμπυκνώσει, σε 320 σελίδες, 90 χρόνια πορείας του Δήμου Βύρωνα, να καταγράψει άγνωστες και γνωστές ίσως στους παλιότερους διαδρομές προσώπων και συλλογικοτήτων της περιοχής, από την σύνθεση του πρώτου πληθυσμού όπου καταγράφει την ύπαρξη μαζί με τους έλληνες πρόσφυγες, τους τόπους καταγωγής τους και τους μαχαλάδες όπου εγκαταστάθηκαν, και Αρμενίων, Εβραίων, Ρομά, ακόμη και ελάχιστων Τούρκων αντίπαλων του κεμαλικού καθεστώτος που ακολούθησαν στην υποχώρηση τον ελληνικό στρατό. Πληροφορία σημαντική που δεν συναντάμε στις άλλες καταγραφές προσφυγικών συνοικισμών.

Όπως δεν διστάζει να αναφερθεί και στον ιδιότυπο ρατσισμό, μα και τους λόγους που τον γέννησαν, μεταξύ των γηγενών και των προσφύγων. Εστιάζει επίσης στην τοπογραφική απεικόνιση αυτού του «χωνιού», όπως γράφει παραστατικά, που ξεκινά από το Παγκράτι για να ανοιχθεί μέχρι και την κορυφή του Υμηττού. Αυτού του βουνού που τόσο λυρικά περιγράφει στην εισαγωγή. Δεν πρόκειται για μια ψυχρή καταγραφή, παρά τις άπειρες λεπτομέρειες που την αποτελούν, αλλά για μια παλλόμενη γραφή∙ πώς ήταν δυνατόν άλλωστε να είναι ψυχρή μια βιωματική σχέση με το αντικείμενο της έρευνας, η οποία διατρέχει κάθε σελίδα του βιβλίου. Και αυτό είναι, για μένα, το σημαντικότερο αυτής της έκδοσης. Μιας έκδοσης η οποία ελπίζω να βρει την συνέχειά της, είτε από τον ίδιο είτε από νεώτερους φιλίστορες, διορθώνοντας τυχόν αβλεψίες που δεν είναι δυνατόν να μην υπάρχουν σε τέτοιας έκτασης έργο, αλλά και συμπληρώνοντάς το με νέες πληροφορίες, καταγραφές. Ενδεικτικά καταθέτω μία: πρώτη Πρόεδρος της Παπαστρατείου Σχολής από το 1929 μέχρι την Δικτατορία της 4ης Αυγούστου, που την έπαυσε προφανώς, υπήρξε μια ιστορική μορφή του γυναικείου κινήματος και της Αριστεράς, η Mαρία Σβώλου. Όπως αξίζει, έχω την αίσθηση, η τόσο πλούσια σε όλα τα άλλα επίπεδα καταγραφή που εμπεριστατωμένα επιχειρεί, να συμπληρωθεί και από τις πολιτικές συμπεριφορές των πολιτών του Βύρωνα, τόσο με την κομματική ταυτότητα των εκλεγμένων Δημάρχων και Δημοτικών Συμβούλων, και την δράση των Τοπικών Οργανώσεων, των Κομματικών Λεσχών, των νεολαιίστικων κινήσεων κλπ, όσο και με τα αποτελέσματα των εθνικών εκλογών στην περιοχή. Γεγονός σημαντικό και γιατί την περίοδο που βάναυσα βιώνουμε, όπου υπάρχει μια διάχυτη απαξίωση του πολιτικού και κομματικού φαινομένου, στοιχείων σύστοιχων με την ουσία της Δημοκρατίας, η οποία κινδυνεύει να οδηγήσει πολλούς σε μια απολίτικη στάση παθητικών καταναλωτών της πολιτικής, με τεράστιες επιπτώσεις για το ελεύθερο μας αύριο. Αλλά και ευρύτερα, γιατί αν ισχύει το μότο του προλόγου του συγγραφέα ότι «τη ζωή τη βιώνουμε ατενίζοντας προς τα μπρός αλλά την κατανοούμε κοιτάζοντας και προς τα πίσω», ισχύει επίσης και αυτό που έγραφε ο Σέλλεϋ, «Η ιστορία χωρίς πολιτική δεν φέρνει καρπούς. Η πολιτική χωρίς ιστορία δεν έχει ρίζες». Και σήμερα, ειδικά στις δύσκολες συνθήκες που και πάλι ζούμε ως κοινωνικός σχηματισμός, με την προκλητική εμφάνιση της νεοναζιστικής συμμορίας της «Χρυσής Αυγής», η επαναφορά της πολιτικής ως αξιακού στοιχείου της δημοκρατικής ζωής καθίσταται άμεσα αναγκαία.
 Γι’ αυτό και είναι σ’ αυτό τον τομέα ιδιαίτερα πολύτιμες για την ύπαρξη ενεργούς ιστορικής μνήμης οι αναφορές στα χρόνια της Κατοχής. Στη δράση των τοπικών οργανώσεων, και ας μην αναφέρει τα κόμματα, και τις πολιτικές νεολαίες που τις συγκρότησαν, του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ, της ΕΠΟΝ, αλλά και των περίφημων «σαλταδόρων του Βύρωνα». Όπου καταθέτει ονόματα πληροφορίες και φωτογραφίες τις οποίες με τεράστια προσπάθεια συγκέντρωσε, των πάνω από διακόσους Βυρωνιώτες νεκρούς, οι οποίοι έπεσαν ή εκτελέστηκαν στη διάρκεια της κατοχής και του αντιφασιστικού αγώνα. Όπως και η περιγραφή των φονικών μπλόκων των Γερμανών Ναζί στον Βύρωνα, την Νέα Ελβετία, την Γούβα, τη μάχη και το ηρωικό τέλος στο Κάστρο του Υμηττού, μα και το Σαμποτάζ που οργάνωσαν οι εργάτες στο πολεμικό εργοστάσιο του Μπαλτσινώτη, ιδιοκτησίας του μεγαλοβιομήχανου και συνεργάτη των Γερμανών, πρόσφυγα δυστυχώς Μποδοσάκη. Όπως δυστυχώς πρόσφυγας ήταν και ένας από τους πρωτεργάτες των Ταγμάτων Ασφαλείας στην περιοχή, των «Ταγματαλητών» όπως έμειναν στη λαϊκή καταγραφή, ο απόστρατος αξιωματικός Γκοτζαμάνης –συνονόματος του άλλου βορειοελλαδίτη αντιπρόεδρου μιας από τις κυβερνήσεις των δοσίλογων, όπως και εκείνου της παρακρατικής οργάνωσης «καρφίτσα» της δολοφονίας του Γρηγόρη Λαμπράκη– προφανώς δεν φταίει το συγκεκριμένο επίθετο για αυτές τις συμπτώσεις!
 Έχει επίσης ενδιαφέρον και η περιγραφή του παραρτήματος της επίσης προδοτικής οργάνωσης Χ –ομάδα Παπαγεωργίου, του αυτοονομαζόμενου, μετριόφρονα, Βοναπάρτη- που έδρασε στην περιοχή. Αλλά και η ψύχραιμη και αντικειμενική περιγραφή της αμφιλεγόμενης πολλές φορές δράσης της πολιτοφυλακής του αγώνα, της ΟΠΛΑ. Το ίδιο ισχύει και για το κεφάλαιο της απελευθέρωσης και της «μάχης της Αθήνας» που επακολούθησε και η παράθεση και των φωτογραφιών τεσσάρων αστυνομικών της περιοχής που έπεσαν σ’ αυτήν την εμφύλια σύγκρουση, ενδεικτικό στοιχείο της αντικειμενικότητας του συγγραφέα.
 Το ίδιο διδακτικές και σημαντικές για την τοπική ιστορία αλλά και ευρύτερα για την αυτογνωσία τού σήμερα, που η Χρυσή Αυγή σηκώνει προκλητικά το λάβαρο της Χούντας και τιμά τους καταδικασμένους δολοφόνους της, ανήλικων παιδιών, η καταγραφή των σταλθέντων από την Χούντα αγωνιστών της αντίστασης και πάλι στην εξορία. Σελίδες που θα άξιζε να συμπληρωθούν και με άλλες πληροφορίες και στοιχεία, για διώξεις και βασανιστήρια Βυρωνιωτών κατά τη διάρκεια της 7ετούς εκείνης βαρβαρότητας.
 Ιδιαίτερο επίσης στοιχείο αποτελεί και το πώς και το γιατί ο τόπος πήρε το εξελληνισμένο όνομα του Λόρδου Μπάϋρον, Βύρωνας. Ονομασία που αποτελεί, όπως ο συγγραφέας τονίζει, ίσως παγκόσμια μοναδικότητα, ελλαδική πάντως σαφώς. Η ιδέα ήταν του ακαδημαϊκού καθηγητή Οικονομικών Ανδρέα Ανδρεάδη, όπως μαρτυρά ο πρόεδρος τής με εντολή της Κοινωνίας των Εθνών διεθνούς Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων, αμερικανός Χένρι Μοργκεντάου, ο οποίος και την εγκολπώθηκε στα 1924, έτος πανελλαδικής μνήμης των 100 χρόνων από τον χαμό του πιο διάσημου φιλέλληνα ποιητή στο πολιορκημένο Μεσολόγγι. Όπως και η τύχη τόσο της μαρμάρινης πλάκας εκείνων των εγκαινίων, όσο και του γλυπτού συμπλέγματος των εργατών προσφύγων που η Χούντα... φρόντισε να εξαφανίσει στα υπόγεια του Δήμου. Πάλι καλά που δεν επιχείρησε και την μετονομασία του Δήμου, όπως έκανε σε άλλα μέρη. Και έτσι η ονομασία παρέμεινε και αποτέλεσε την αιτία, όπως αναφέρει ο συγγραφέας, να ιδρυθεί στον Βύρωνα ο δραστήριος «Σύνδεσμος Μπάϋρον για τον Φιλελληνισμό και τον Πολιτισμό», με πρόεδρο τον φίλο χρόνων Παναγιώτη Τριγάζη. Και, τέλος, ενδεικτικό της ικανότητας του Κοκόλια να δένει τα γεγονότα του χθες ή του προχθές με μια διαρκή ενάργεια προοπτικής τους στο σήμερα, η αναφορά του ότι 20 χρόνια μετά την ονομασία Βύρωνας, στη «μάχη της Αθήνας» βρετανικά τανκς γκρέμισαν την πύλη του Πολυτεχνείου για να εκδιώξουν από εκεί τους οχυρωμένους φοιτητές του «Ιερού Λόχου των Σπουδαστών της ΕΠΟΝ του ΕΛΑΣ Λόρδος Μπάιρον». «Τι ειρωνεία της ιστορίας –τονίζει- η δικτατορία άργησε... έκανε το ίδιο 29 χρόνια αργότερα». Σήμερα βέβαια δεν χρειάζεται ούτε είναι δυνατόν να επαναληφθεί το γεγονός, αρκεί η ενορχηστρωμένη ευρύτερη εκστρατεία ενοχοποίησης του Πανεπιστημιακού Ασύλου, υποβάθμισης και συκοφάντησης του Πανεπιστημιακού χώρου, των φοιτητών και των δασκάλων του, και η κατά χιλιάδες οδήγησή τους στην μετανάστευση των πτυχιούχων του. Αλλά αυτό αποτελεί μια άλλη Ιστορία.

Δεν υπάρχουν σχόλια: