9/3/13

Πέθανε από ασιτία στην Κατοχή...

Ο ποιητής Αναστάσιος Δρίβας

ΤΗΣ ΡΟΥΛΑΣ ΑΛΑΒΕΡΑ

ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΔΡΙΒΑΣ, Τα έργα, Φιλολογική επιμέλεια: Ευριπίδης Γαραντούδης-Μαίρη Μικέ/ Νοελληνική Βιβλιοθήκη /΄Ιδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 2012

Τρείς συναντήσεις

Τύχη καλή προς το τέλος του 2012 μου έφερε στα χέρια το βιβλίο «Αναστάσιος Δρίβας/ΤΑ ΕΡΓΑ, έκδοση του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη», με τη φιλολογική επιμέλεια των Ευριπίδη Γαραντούδη, καθηγητή της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και της Μαίρης Μικέ, καθηγήτριας στο Νεοελληνικό Τμήμα του ΑΠΘ.
Τρείς είναι οι «συναντήσεις» μου με τον Αναστάσιο Δρίβα, σε χρονική διάρκεια πολλών ετών. Η πρώτη «συνάντησή» μας έγινε προς το τέλος του 1964, όταν βρεθήκαμε με τον Τηλέμαχο Αλαβέρα στην Αθήνα με φίλους λογοτέχνες. Από το 1949 που ας πούμε τελείωσε ο εμφύλιος, μέχρι το ‘64, οι όποιες διηγήσεις των μεγαλύτερων λογοτεχνών για την προπολεμική περίοδο, τον πόλεμο και τον εμφύλιο, κι όσο κι αν ενδιαφερόμουν να μάθω το τι, το ποιοι, μου φαινόντουσαν όλα και σχεδόν όλοι, πολύ μακρινοί και θα έλεγα με έναν, ελπίζω, ώριμο αυτοσαρκασμό τώρα, ότι ο Πελοποννησιακός πόλεμος μου ήταν πιο οικείος, πιο κοντινός! Υπήρχε πάντως κάτι το κρυφό στις διηγήσεις των μετεμφυλιακών για τα προηγούμενα κι όσο κι αν τα έφερναν στις μέρες τους και στα δικά τους, δηλαδή καθένας στα δικά του, ταυτόχρονα τα έσερναν προς τα πίσω και τότε χάνονταν στα λόγια, όλοι σχεδόν, όσοι τα είχαν ζήσει. Αλλά στα μάτια ενός νέου πώς να ζωντανέψουν; Αν ο χρόνος της προφορικής ιστορίας είναι ο χρόνος της μνήμης, όπως ισχυρίζονται οι ιστορικοί, οι ανθρωπολόγοι, οι κοινωνιολόγοι και οι ψυχολόγοι, όταν βρίσκονται λογοτέχνες μεταξύ τους, οι προφορικές ιστορίες τους υποκρύπτουν και σηματοδοτούν και πολλά άλλα, όχι μόνον λογοτεχνικά ή προσωπικά, αλλά κοινωνικά και πολιτικά ιδωμένα από την εσώτερη πλευρά τους, και ει δυνατόν την ανομολόγητη.

 ***
Επί τροχάδην αναφέρομαι στον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη (1891) - αυτοκτόνησε τον Γενάρη του 1944. Ο Τέλλος Άγρας (1899) - σκοτώνεται από αδέσποτη μετεμφυλιακή σφαίρα το 1944. Για τον Αναστάσιο Δρίβα (1899-1942) πρωτοάκουσα από τον Γιώργο Θέμελη. Τον τοποθετούσε στη γενιά του ’20, ο οποίος εξελίχθηκε σε νεωτερικό. Τον Δεκέμβρη του ‘64 λοιπόν στην Αθήνα, ένα μεσημέρι με τον Γιάννη Γουδέλη και τον Γιάννη Σφακιανάκη, η συζήτηση έφθασε στούς Δρίβα, Σαραντάρη, Λαπαθιώτη, Χατζηλαζάρου κλπ. Το τέλος του Αναστάσιου Δρίβα, ο οποίος πέθανε από ασιτία στην Κατοχή, δημιουργούσε έναν άλλο μύθο, μου φαινόταν σα να τον σκιαγραφούσα, αλαφροΐσκιωτο, αλαφροπάτητο. Ο Σφακιανάκης, στέρεος πεζογράφος, και ειλικρινής, όταν ήθελε να κρύψει κάτι επαναλάμβανε μέσα απ’ τα δόντια του μια ακαταλαβίστικη συλλαβή, φτο, φτο, φτο... και πάντα συμπλήρωνε: «άστα, είμαστε ένα σνάφι...», και στην περίπτωση Δρίβα ήταν κατηγορηματικός: «τον αφήσαμε όλοι να ψοφήσει από πείνα, αυτόν έναν ποιητή, έναν πραγματικό εστέτ, ευαίσθητο και πολύ περήφανο άνθρωπο».
Ήταν εμφανές ότι υπήρχε ένα όχι μόνον προσωπικό δράμα, ήταν γενικότερο, αφορούσε έναν κύκλο ανθρώπων που καταγίνονταν με τα γράμματα και την τέχνη. Μέσα στον ορυμαγδό της ιστορίας η γενιά που ερχόμασταν, είχε μπροστά της ένα αναπεπταμένο πεδίο δράσης, όπως γίνεται άλλωστε μετά από κάθε πόλεμο. Είχε αληθινό ή ψευδαισθητικό πέταμα ψυχής για καινούργια πράγματα και τα δράματα των παλαιότερων ζυμώνονταν μέσα σε άγνοιες και παραπληροφορίες. Παρόλα αυτά, δεν ξέρω από ποιά παρόρμηση η περίπτωση Δρίβα επανερχόταν. Θαρρείς και τον έβλεπα. Αδύνατο, με μουστάκι σαν του πατέρα μου, σμιχτά φρύδια, σιωπηλό, συγκρατημένο. Μερικές φορές θαρρείς και μιμούμαι την απόμακρη στάση του όταν βρίσκομαι σε ατελιέ φίλου ζωγράφου, ακόμα και του γιού μου, δε μιλώ, δε βγαίνει άχνα. Στη Θεσσαλονίκη πάντως μόνον ο Θέμελης, ο Τηλέμαχος νέος τότε, ο Γιώργος Μουρέλος, γνώριζαν τα περί Δρίβα και των γύρωθεν. Ποτέ δεν άκουσα άλλον ποιητή ή ποιήτρια, εκτός από αυτούς τους τρεις να αναφέρονται στον Δρίβα. Ο Μουρέλος είχε γνωρίσει τον Δρίβα επειδή σύχναζαν και οι δύο στο εργαστήρι του Μπουζιάνη. Ο Μουρέλος με τον φίλο του, τον ποιητή Δημήτρη Θοιβιδόπουλο, είχαν συστήσει στο μεγάλο ζωγράφο δύο κυρίες για να τις διδάξει σχέδιο. (οι δύο αυτοί φίλοι είναι που ίδρυσαν το σύλλογο «Φίλοι του Μπουζιάνη»). Έτσι, στην πρώτη συνάντησή μου με τον Δρίβα έμαθα για το ενδιαφέρον του για τη ζωγραφική, και κυρίως για τη σχέση του με το χρώμα. Αλλά και τα απομέσα του Μπουζιάνη. Θα πρέπει κάποτε να γίνει έρευνα για τα ρεύματα, και όχι μόνον, που έφεραν οι σπουδαγμένοι στη Γερμανία προπολεμικά, Σκαλκώτας, Μπουζιάνης κλπ, που επέστρεψαν στην Ελλάδα προτού καλά σκάσει μύτη ο ναζισμός, και το τι τους περίμενε στην πατρίδα.
Στα 1978, μια δεύτερη συνάντησή μου με τον Δρίβα, πάνω στο αντιτορπιλικό στο οποίο ήταν πλοίαρχος ο ευγενής Τάσος Κόρφης, όπου η συζήτηση περιστράφηκε γύρω από τον τραγικό ποιητή, αισθητικό και κριτικό. Ο Κόρφης ασχολήθηκε σχετικά συστηματικά και, το κυριότερο, δεν τον άφησε να εξαφανιστεί. Μιλούσε για τα Μικρά ελεγεία, την Μια δέσμη στο νερό, τη συνομιλία με τον εαυτό του, τη νεορομαντική σχολή, τη νεοσυμβολιστική, ότι από τον Σαραντάρη δέχτηκε τη γόνιμη επίδραση της Νέας Ποίησης, επίσης ότι ο Τέλλος Άγρας έγραψε για τον άνθρωπο Δρίβα.
***
Βρήκα να έχω σημειώσει εκείνο τον καιρό σε μπλοκ ένα απόσπασμα από το (The Here With a Thousant Faces/ O Ήρωας με τα Χίλια Πρόσωπα), του Τζόζεφ Κάμπελλ, αμερικανού συγγραφέα: «Δεν υπάρχει αξιόπιστο σύστημα ερμηνείας ενός μύθου. Αυτό συμβαίνει επειδή η μυθολογία μοιάζει με τον πολυμήχανο θεό Πρωτέα, ο οποίος δεν αποκαλύπτει ποτέ σε οποιονδήποτε ερευνητή ολόκληρο το περιεχόμενο και της πτυχές της σοφίας του. Απαντά ανάλογα με το ποιόν του ερευνητή».
Ο Κάμπελλ, ένα ανήσυχο πλάσμα την εποχή του 1950, με την άκοπη προσπάθειά του κατάφερνε να μη προσκολλάται ο αναγνώστης στα «εκάστοτε» λεγόμενα. Ήταν η επιδίωξή του στη συγγραφή. Κατάφερνε να αποδείχνει ότι οι τάχα μεθοδολογικές δυσχέρειες που βρίσκονταν σε πλήρη άνθηση σε καιρούς ευημερίας και, φαινομενικά σταθερούς, οι εξερευνώντες εξερευνήσεις δεν έκαμαν άλλο παρά να παραθέτουν και να αναλύουν έργα που έπλεαν στα ίδια ποτάμια, για να βεβαιωθεί ακόμα μια φορά το πατερικόν: «Εξέλιπον εξερευνώντες εξερευνήσεις». Σήμερα, καθώς τα πράγματα βγαίνουν από το μεγαλείο του τέλματος, θεωρώ ότι καλό είναι να βλέπουμε με κάποια κατανόηση τα προηγούμενα, αφήνοντας τον χρόνο να δείχνει τα καλά ή κακά κατασκευάσματα των δημιουργών και των ερευνητών-ερμηνευτών.
 Ο ξεχασμένος ποιητής που πέθανε από ασιτία στην Κατοχή ωστόσο έγραφε το μύθο της ζωής του αλλά και της ποίησής του με αυθεντική τρυφερότητα∙ αυτός, ένας εστέτ που είχε την ατυχία να μην έχει πανεπιστημιακό στίγμα, να μην είναι από τζάκι, να μην έχει οικονομική και πρέπουσα άνεση, να μην αφήσει πίσω του μία σύζυγο (ως ασκούσα δεόντως το παραλογοτεχνικό της επάγγελμα), η οποία θα αναλάμβανε την υστεροφημία του.
Αυτός που σύρθηκε πεινασμένος και μόνος, να όμως που είχε την τύχη να βρεθεί στα χέρια αυτών των δύο επιστημόνων, οι οποίοι κατάφεραν μία πρωτόγνωρη υπέρβαση στα δεδομένα, να μετατρέψουν μια πιθανή και ανιαρή μονοδιάστατη περιγραφή στην οποία θα ήταν εύκολο να περάσουν, με μια πολυδιάστατη στρατηγική στο τελικό σημείο στηριγμένο σε βάσεις συνεπείς, και η διάσταση της κατανόησης να προσκομίζει καθαρόαιμα τη νοηματοδότηση αυθεντικών θεωρήσεων. Η διάταξη των θεμάτων δίνει το ορατό, ταυτόχρονα εξασφαλίζει την εσωτερική συνοχή, φωτίζει το βάθος και τις αθέατες διαστάσεις του έργου του Δρίβα, και του προσώπου του. Θεωρώ το βιβλίο (λίγο παραπάνω από 950 σελίδες, είναι όλο το έργο του, το ποιητικό, κείμενα στοχασμού και ποιητικής, συνομιλία με τον εαυτό μας, πεζογραφήματα, τεχνοκριτικά κείμενα κλπ) εξαιρετικά χρήσιμο για τους μαχόμενους λογοτέχνες, με αναφορές ώστε να συνεχιστεί η έρευνα και από άλλους. Με καλή στοιχειοθεσία, καλό χαρτί αλλά δυστυχώς έχει το μειονέκτημα κακής βιβλιοδεσίας, πράγμα που το κάνει όταν ανοίγεις το βιβλίο να σπάζει.
Η τρίτη συνάντησή μου με τον Αναστάσιο Δρίβα έγινε μέσα από το πολύ καλό βιβλίο της Μαίρης Μικέ και του Ευριπίδη Γαραντούδη. Κατάφεραν ως ομάδα εργασίας, διαμένοντας η κ. Μικέ στη Θεσσαλονίκη και ο κ. Γαραντούδης στην Αθήνα, να κοντρολάρουν τα βήματά τους με σταθερή επιστημονική συμπεριφορά, αποστασιοποιημένα από την δραματικότητα του μύθου που φέρει ο Δρίβας, και να διαβούν ένα έδαφος το οποίο είναι ολισθηρό. Μία ολοκληρωμένη και σοβαρή μελέτη που περιμένει τη συνέχειά της με αφορμή τον Δρίβα, την παραγωγική αλήθεια και να ζωντανέψει επιτέλους μια γενιά ποιητών, πεζογράφων, δοκιμιογράφων και κριτικών της νεοελληνικής λογοτεχνίας της περιόδου που πάνω της στηρίχτηκε ένα μέρος της γενιάς του ‘ 30.

ΜΙΑ  ΔΕΣΜΗ ΑΧΤΙΔΕΣ ΣΤΟ ΝΕΡΟ*

Στο νερό το χώμα λυώνει
στη φωτιά το σίδερο και το χρυσάφι
κ΄ υπάρχουν δηλητήρια πιο δραστικά.
Μη βλαστημάς – ένα με τη σκόνη
με την άμμο μικροσκοπικά
μόρια στο λεπτόν άνεμο
της χρυσής τεφρής αυγής
κ΄ ύστερα να μην τελειώνει
βήματα
η ανθρώπινη ζωή.
Για κάτσε εδώ στην πηγή στη δροσιά
κ’ έχω μια σκέψη τρυφερή
του νερού τ’ αχτινοβόλημα του φεγγαριού την άχνη.-
Βαδίζω.
ΙΙ
Ναυαγός∙
Είναι η ώρα για τα μεγάλα φωτεινά επίπεδα.-
Τα φαγωμένα ερείπωμένα λυγμικά πανάρχαια γκρίφια
Τα χωνεμένα βήματα στην άμμο
τα σχοίνα
και το κρασί το σύφλογο
όμοιο βαθύ και σύφλογο, σαν ήλιος, το χειμώνα –
είναι η ώρα όπου κερδίζαμε τον θάνατο
κι΄ωσάν τις πέτρες άφωνοι και ριγηλοί
περιδιαβάζαμε στην τρικυμία.
V
(στον ποιητή Καίσαρα Εμμανουήλ)
Ούτε κι απόψε βρήκαμε τη γεύση και το χρώμα-
και το βαθύ γαρύφαλλο του κακού θα μαδήσει
στα φλογερά σου δάκτυλα σα νέφος μέσ’ στη δύση.

Πρώτη δημοσίευση: Τα Νέα Γράμματα, χρ. Β΄, τχ. 9-10 (Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 1936) σσ. 765-773. Το ποίημα «Μια δέσμη αχτίδες στο νερό ΧV» σώζεται σε ατελέστερη χειρόγραφη μορφή που παραδίδει δεκατέσσερις στίχους (η φωτογραφία του χειρογράφου στο βιβλίο Αναστάσιος Δρίβας, Μια δέσμη αχτίδες στο νερό. Ποιήματα, Επιλογή και επιμέλεια Τάσου Κόρφη, Αθήνα, Πρόσπερος 1978, σ. 8, βλ. το παράρτημα χειρογράφων.  Και βλ. στο βιβλίο «Αναστάσιος Δρίβας, Τα ΕΡΓΑ» φιλολογική επιμέλεια του Ευρ. Γαραντούδη και της Μαίρης Μικέ.

Η Ρούλα Αλαβέρα είναι συγγραφέας

Δεν υπάρχουν σχόλια: