16/2/13

Απαρηγόρητοι άγιοι

ΤΟΥ ΦΑΝΗ ΜΑΖΑΡΑΚΗ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΥΒΑΡΑΣ, Της μη συμμορφώσεως οι άγιοι. Εμπειρίκος, Γκόρπας, Καρυωτάκης, εκδόσεις Γαβριηλίδης, σελ. 246

Στο βιβλίο του, ο συγγραφέας παρουσιάζει τους δικούς του «της μη συμμορφώσεως τους άγιους». Πρώτον-πρώτον τον ίδιο τον εμπνευστή του τίτλου, τον Ανδρέα και ανδρείο Εμπειρίκο. Ακολουθεί ο Θωμάς Γκόρπας, ο Μεσολογγίτης, ο αθυρόστομος, απρόβλεπτος και δύστροπος. Τρίτος στη σειρά -κι εδώ, φυσικά, η σειρά δεν είναι αξιολογική- ο Κώστας Καρυωτάκης, δραστικά παρών, άλλοτε έκδηλα, άλλοτε υποδόρια, στο έργο τόσων και τόσων μεταγενέστερων.  
Ο συγγραφέας σπεύδει, από τον πρόλογο κιόλας του βιβλίου, να εξηγήσει τους λόγους της συνύπαρξης και συγκατοίκησης τριών φωνών που, σε μια πρώτη, πολύ επιπόλαια ματιά, θα έδιναν την εντύπωση πως ελάχιστα σχετίζονται μεταξύ τους. Γράφει χαρακτηριστικά: «Κανείς τους δεν συνεμορφώθη στους τρεχάμενους αισθητικούς και άλλους κανόνες της εποχής του. Έδρασαν εκτός διατεταγμένου πεδίου». Αναδεικνύει τους τρόπους που και οι τρεις ανανέωσαν την ποιητική έκφραση γλωσσικά, θεματικά, στιλιστικά. Και οι τρεις τους κατάργησαν το νόθο διαχωρισμό μεταξύ ποιητικών και αντιποιητικών θεμάτων· μεταξύ ποιητικών και μη ποιητικών λέξεων. «Εκεί που ένας άλλος βάζει αποσιωπητικά, εγώ περιγράφω», λέει ο Εμπειρίκος. Ο Γκόρπας θα κατεβάσει την ποίηση από τη θαλπωρή του γραφείου στην άσφαλτο, στα ταπεινά ουζερί, στα αποπνικτικά ταβερνεία, στις γωνίες των δρόμων. «Ο κύβος έχει οκτώ γωνίες/ ο δρόμος τού μεθυσμένου άπειρες» ή «Θα καταργήσω τον ουρανό/ θα καταργήσω τη γη/ και θ’ αφήσω μόνο ένα ουζερί/ για ένα ποτό για ένα τραγούδι για ένα χορό». Για τη μέθοδό του γράφει: «Πρέπει να βασανίζονται να ταπεινώνονται οι ωραίες λέξεις/ Όπως οι ωραίες γυναίκες μπας κι αγαπηθούν στο τέλος». Και ο Καρυωτάκης, αυτός που κατά τον Τέλλο Άγρα «έγραψε με ελευθεριότητες που δεν είχε αποτολμήσει κανείς στην ελληνική ποίηση», δεν θα διστάσει να αποκαλέσει την ποίηση «το καταφύγιο που φθονούμε», προαναγγέλλοντας τον στίχο του Αναγνωστάκη: η ποίηση «είναι ο καλύτερος τοίχος να κρύψουμε το πρόσωπό μας».

Όσον αφορά τη σειρά με την οποία πραγματεύεται τους τρεις ποιητές, διευκρινίζει πως αυτή δεν είναι ούτε αλφαβητική, καθώς κάτι τέτοιο δεν θα ταίριαζε στον Καρυωτάκη, που κατήγγειλε τη γραφειοκρατική ακαμψία και υπέφερε από αυτήν, ούτε χρονολογική, καθώς κάτι τέτοιο θα ήταν ελάχιστα σουρεαλιστικό, διόλου ταιριαστό στον άνθρωπο που εισήγαγε τον υπερρεαλισμό στην Ελλάδα, τον Ανδρέα Εμπειρίκο, και φυσικά δεν είναι ούτε αξιολογική. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε πως ο δεύτερος και ο τρίτος στη σειρά  δεν θα μπορούσαν να μοιραστούν με τον τρόπο τους την πρωτιά. Όπως καταλαβαίνετε, για τον Γιάννη Κουβαρά, η πρώτη θέση στο βάθρο πάσχει πάντοτε από την περιορισμένη της έκταση. Αλλά φαίνεται πως γι’ αυτόν - καταφεύγω σε μια τριμμένη και απλοϊκή έκφραση- όλοι οι καλοί χωράνε.
Έτσι φτάνουμε σ’ αυτό που, κατά τη γνώμη μου, χαρακτηρίζει όλη τη δοκιμιακή-κριτική παραγωγή του. Η σχέση του με τα κρινόμενα κείμενα -ποιητικά στην πλειονότητά τους- είναι πάντοτε σχέση αγαπητική. Ποιητής και ο ίδιος, προσεγγίζει κάθε φορά το αντικείμενό του όπως ο ερωτευμένος τον έρωτά του. Ο κατά κανόνα θερμός λόγος του παραβλέπει, ή μάλλον δεν διστάζει να παραβλέψει, τις ατέλειες όταν αυτό επιβάλλεται από τη συνολική αίσθηση του έργου που τον απασχολεί. Είναι γνωστός απλοχέρης της λογοτεχνικής κριτικής, αλλά ο προσεκτικός αναγνώστης θα εντοπίσει εξίσου εύκολα μέσα στα κείμενά του την καλοπροαίρετη επιφύλαξη, την προσπάθειά του να είναι δίκαιος χωρίς να είναι δηκτικός, αλλά και την ανάγκη του να τιμήσει χωρίς αμετροέπειες και θυμιατίσματα. Δεν είναι τυχαίο πως στην ομιλία που έδωσε για τον Θωμά Γκόρπα στην Ένωση Αιτωλοακαρνάνων λογοτεχνών, και η οποία περιλαμβάνεται στον ανά χείρας τόμο, αναφέρεται στις 13 αφιερώσεις που ο Γκόρπας, σε συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του, απευθύνει αποκλειστικά και μόνο σε νεκρούς, γνωστούς ή άγνωστους, στιγματίζοντας έτσι την αρκετά συνηθισμένη στην πνευματική αγορά ανταλλαγή αφιερώσεων και φιλοφρονήσεων μεταξύ ζώντων, με κίνητρα όχι πάντοτε ανιδιοτελή.
Τη συστέγαση του Α. Εμπειρίκου, του Θ. Γκόρπα, και του Κ. Καρυωτάκη στο ίδιο βιβλίο δικαιολογεί και ο εκφρασμένος θαυμασμός του πρώτου προς τον τρίτο, καθώς και του δεύτερου προς τον πρώτο και τον τρίτο. «Το λέγω και θα το ξαναπώ πολλάκις/ είναι μεγάλος ποιητής ο Κώστας Καρυωτάκης», αναφωνεί ο Εμπειρίκος, «Εμπειρίκος ήχος που συνεχίζεται μες στα ποιήματά μας», «Καρυωτάκης ήχος πόλεως που κοιμάται», γράφει για τους άλλους δύο ο Γκόρπας.  
Βασική αξίωση, όπως δηλώνει -μάλλον αρκετά σεμνά- ο συγγραφέας των συγκεντρωμένων σ’ αυτόν τον τόμο κειμένων, είναι η «αχνή ελπίδα» να παρακινηθεί ο φιλοπερίεργος αναγνώστης να ανατρέξει στα κείμενα των ίδιων των ποιητών. Δεξιοτέχνης της ανθολόγησης ο  Γιάννης Κουβαράς, δεινός στην κατάρτιση ποιητικών μπεστ οφ, φροντίζει να διανθίζει τα κείμενά του με κάθε δείγμα γραφής ικανό να διεγείρει την αναγνωστική μας όρεξη. Από αυτή την άποψη παραμένει πάντοτε ο χαρισματικός προπαγανδιστής της ποίησης που είχαμε την τύχη να γνωρίσουμε σχεδόν τριάντα χρόνια πριν.
Το βιβλίο κλείνει με πέντε μελετήματα αφιερωμένα στον πικραμένο και κυνηγημένο από εσωτερικούς και εξωτερικούς δαίμονες Κώστα Καρυωτάκη (άβολο τον χαρακτηρίζει ο συγγραφέας, εντάσσοντάς τον στην τριάδα των μεγαλοφυών αγέλαστων της νεοελληνικής ποίησης, μαζί με τον Κάλβο και τον Καβάφη). Με την ταπεινή του τέχνη εξακολουθεί να έχει, κατά τρόπο μόνο επιφανειακά παράδοξο, ιδιαίτερα μεγάλη απήχηση σε ευρύτατο φάσμα του αναγνωστικού κοινού. Είχε φτάσει, άλλωστε, «από εκατό δρόμους», για να χρησιμοποιήσουμε μια έκφρασή του ίδιου του Καρυωτάκη, σε αδιέξοδα ταυτόσημα σχεδόν με αυτά της εποχής μας. Η ανάδειξη του πολιτικού στοιχείου της ποίησής του και ο φωτισμός παραγνωρισμένων πτυχών του έργου του και της απήχησής του σε κοινό και ομότεχνους, συνιστούν ουσιαστικές συμβολές στη βαθύτερη γνωριμία μας με τον ποιητή. Το ότι του επιφυλάσσεται η τελευταία θέση στον τόμο, αποτελεί σίγουρα τιμητική χειρονομία προς το πρόσωπό του.
Τελειώνοντας, θα ήθελα να κλείσω με ένα απόσπασμα από τον αποχαιρετισμό του Γιάννη Κουβαρά στον Θωμά Γκόρπα: «Ο Θωμάς Γκόρπας απεδήμησε παρά δήμον ονείρων Πρωταπριλιά (1-4-2003). Ναι, είναι ψέμα ότι πεθαίνουν οι ποιητές. Απλά αποσύρονται είτε θλίψεως και πλήθους γωνία, αόρατοι ακροβολιστές και εξορκιστές της μοναξιάς μας, είτε υποχωρούν οριστικά στα ενδότερα, στα υπόγεια καταφύγια  των στίχων τους. Εκεί μας περιμένουν. Να μας παρηγορήσουν, αυτοί οι αιώνια απαρηγόρητοι παρηγορητές του κόσμου».

Ο Φάνης Μαζαράκης είναι φιλόλογος

Δεν υπάρχουν σχόλια: