2/2/13

Η Χρυσή Αυγή και η θεωρία των «δύο άκρων»

Με αφορμή το βιβλίο του Δημήτρη Ψαρρά, Η μαύρη βίβλος της Χρυσής Αυγής, εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2012

ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΤΣΑΜΠΕΚΗ

[Δ]εν υπάρχει καλύτερη υπηρεσία προς τη Χρυσή Αυγή από την ταύτιση της δράσης της με τις όποιες παραβατικές ή απλώς αντισυμβατικές δράσεις του «άλλου άκρου» (σ. 455).
Ο Δημήτρης Ψαρράς δεν χρειάζεται πολλές συστάσεις. Όσοι και όσες από εμάς τον γνωρίσαμε μέσα από τις δημοσιογραφικές έρευνες του «Ιού» της Ελευθεροτυπίας (και σήμερα πια της Εφημερίδας των Συντακτών) γνωρίζουμε καλά το είδος της ανεξάρτητης ερευνητικής δημοσιογραφίας που με συνέπεια υπηρετεί εδώ και αρκετά χρόνια. Όντας από τους πρωτοπόρους της μελέτης της ελληνικής ακροδεξιάς (μαζί με τα υπόλοιπα μέλη του «Ιού»), από τις πιο soft εκδοχές της, έως τις πιο σκοτεινές και εξτρεμιστικές, το βιβλίο που μας παρέδωσε πρόσφατα μοιάζει με φυσική κατάληξη μιας πορείας περίπου είκοσι χρόνων. Και ήρθε ακριβώς τη στιγμή που το χρειαζόμαστε περισσότερο. Γιατί όσο και να επιχειρούν ορισμένοι πολιτικοί και δημοσιολόγοι να παρουσιάσουν την Χρυσή Αυγή ως συγκυριακό μόρφωμα που εξέθρεψε και ανέδειξε μεγεθυντικά η οικονομική κρίση και η κοινωνική εξαθλίωση (για να μην αναφερθούμε εδώ στο αστείο, αν όχι επικίνδυνο επιχείρημα ότι για την άνοδο της Χρυσής Αυγής ευθύνεται η αριστερά –ένα επιχείρημα που πλέον επικαλούνται ελάχιστοι), οφείλουμε να μην ξεχνάμε πως έχουμε να κάνουμε με μία οργάνωση που με συνέπεια και συνέχεια ακολουθεί τις ίδιες ιδεολογικές και οργανωτικές αρχές, τις ίδιες μεθόδους εδώ και περίπου τριάντα χρόνια.

Την Χρυσή Αυγή λοιπόν, όπως ξεκάθαρα αναδεικνύει και στο βιβλίο του ο Ψαρράς, δεν την «έφτιαξε» η κρίση. Η εξτρεμιστική αυτή οργάνωση ετοιμαζόταν τρεις δεκαετίες τώρα, δημιουργούσε δομές, εκπαίδευε στελέχη και μέλη, τόσο ιδεολογικά, όσο και σωματικά, «χαλύβδωνε» φρονήματα και συνειδήσεις, περιμένοντας την κρίσιμη συγκυρία που θα της επέτρεπε να βγει από το περιθώριο και την ανυποληψία, που θα της έδινε την απαραίτητη ορατότητα και θα της επέτρεπε να αυτο-παρουσιαστεί ως η αληθινή φωνή του οργισμένου «κοσμάκη». Και όπως έχουμε δει και ιστορικά, δεν υπάρχει καλύτερη συγκυρία για την άνοδο του φασισμού από αυτή της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, της μαζικής βίαιης φτωχοποίησης και της συλλογικής ματαίωσης. Το γεγονός επιπλέον ότι τέτοιες συνθήκες συνδυάζονται με μια ένα πρωτόγνωρο για τα μεταπολιτευτικά δεδομένα αντι-αριστερό μένος από την μεριά των κυβερνόντων και πολλών εκ των καθεστωτικών οργανικών διανοούμενων, θα έπρεπε να μας ανησυχήσει ακόμα περισσότερο ως προς τις προοπτικές περαιτέρω ενίσχυσης του νεοναζιστικού μορφώματος.
Η ανάλυση του Ψαρρά είναι πολλαπλά χρήσιμη. Χρήσιμη ως πρωτογενές πληροφοριακό υλικό για τον ερευνητή, αφού συγκεντρώνει για πρώτη φορά με συστηματικό τρόπο έναν μεγάλο όγκο πρωτογενούς υλικού και αναφορών, χρήσιμη για τον ανήσυχο και φιλομαθή πολίτη που θέλει να ανοίξει το βλέμμα του πέρα από τα δελτία ειδήσεων των οχτώ και τα φύλλα των εφημερίδων, αλλά χρήσιμη και πολιτικά, για όλους εκείνους που εμπλέκονται στο πολιτικό παιχνίδι, στα διάφορα επίπεδά του (άτομα, συλλογικότητες, κόμματα, κ.ο.κ.). Μέσα από το βάθος και τις λεπτομέρειες της εξιστόρησης του, μέσα από την αποκάλυψη της μήτρας των ιδεολογικών αρχών και των πρακτικών της Χρυσής Αυγής –που πατάνε ξεκάθαρα στις καταβολές των πιο συντηρητικών ιδεών που έχει γεννήσει η ευρωπαϊκή ήπειρος τους τελευταίους δύο περίπου αιώνες– ο Ψαρράς αφοπλίζει με αποφασιστικό τρόπο όσους και όσες επιμένουν να μιλούν ακόμα για τη «βία» των εξίσου καταδικαστέων (και υποτίθεται όμοιων) «άκρων». Όχι πως η αξιέπαινη προσπάθεια του Ψαρρά θα αποτρέψει τους διάφορους κοινωνούς και μεταπράτες του κυρίαρχου λόγου από το να αναπαραγάγουν λιτανικά τούτη τη θεώρηση, αλλά τουλάχιστον τους εκθέτει πλέον ανεπανόρθωτα.
Σε μικρό μάλιστα διάστημα μετά την κυκλοφορία του βιβλίου του Ψαρρά διαβάσαμε (μεταξύ άλλων) ένα τέτοιο άρθρο, από τον Παντελή Καψή, που αμφισβητεί ευθέως τη θέση του συγγραφέα ότι η «καλύτερη υπηρεσία προς τη Χρυσή Αυγή» είναι η «ταύτιση της δράσης της με τις όποιες παραβατικές ή απλώς αντισυμβατικές δράσεις του “άλλου άκρου”». Σε δυο μόλις αράδες ο Καψής προσπερνά συνοπτικά και «εύκολα» τα επιχειρήματα και το ιστορικό τεκμηριωτικό υλικό που προσφέρει ο Ψαρράς, για να εξισώσει τους αντιφασίστες με τους φασίστες μέσω μιας κοινότοπης και εξόφθαλμα εργαλειακής επίκλησης στη νομιμότητα, η οποία εξισώνεται βεβαίως με τη δημοκρατία.[1]
Ας θέσουμε όσο πιο απλουστευτικά γίνεται τους όρους της σύγκρισης. Το ένα «άκρο», όπως γνωρίζουμε, συναντιέται στις διάφορες τοπικές (στεκιών, γειτονιάς ή ευρύτερες) ανοιχτές συνελεύσεις και αναλαμβάνει πρωτοβουλίες ενημέρωσης των τοπικών κοινωνιών για τους κινδύνους που εγκυμονεί το φασιστικό μίσος και οι μισαλλόδοξες ιδέες που σπέρνει η Χρυσή Αυγή και σε πολλές περιπτώσεις ο ίδιος ο κυβερνητικό λόγος (από τη διαπόμπευση των οροθετικών –που ακόμα ζητούν δικαίωση– και την εξίσωση των μεταναστών με «υγειονομικές βόμβες», μέχρι τα ρατσιστικά τηλεοπτικά σποτ υπουργείων που φωτογραφίζουν ως υπαίτιους για την οικονομική κατάπτωση τους μετανάστες μικροπωλητές) ή επιχειρεί να δράσει αποτρεπτικά οργανώνοντας αντι-συγκεντρώσεις απέναντι στις διάφορες φιέστες μίσους των Χρυσαυγιτών. Το άλλο άκρο εφορμεί κατά ομάδες εναντίον σκουρόδερμων, αριστερών, ομοφυλόφιλων, ή όποιων άλλων δεν του αρέσει, διακηρύσσοντας την πίστη του σε ένα έθνος φυλετικά καθαρό και αρρενωπό, περιγράφοντας με κάθε αφορμή το όραμά του για μια ελληνική εκδοχή του τρίτου ράιχ, επαναφέροντας στο προσκήνιο τον εθνορατσισμό και τη μισαλλοδοξία στην πιο επικίνδυνη μορφή τους. Στο φως των παραπάνω, ας αφήσουμε ορισμένα ανοιχτά ερωτήματα: Είναι το ίδιο τα ρατσιστικά πογκρόμ με τις αντιφασιστικές διαδηλώσεις κα τις αντιφασιστικές συνελεύσεις αλληλεγγύης; Είναι αλήθεια τόσο όμοιες δύο ευρύτερες ομάδες ατόμων που η μία δρα με την ανοιχτά διακηρυγμένη λατρεία των βίαιων πρακτικών (που επιτίθεται στο σκοτάδι εμπνεόμενη από τον θεσμό της «κρυπτείας», όπως μας λέει επιφανές στέλεχος της οργάνωσης), ενώ η άλλη με σκοπό την ενημέρωση, την δημοκρατική αντιφασιστική εγρήγορση και την προστασία των αδύναμων που τελούν υπό άτυπο διωγμό; Είναι τελικά (για να το θέσουμε ελαφρώς πιο προβοκατόρικα) εξίσου παράνομη και καταδικαστέα η επιθετική ρατσιστική βία με την αμυντική ή την αποτρεπτική βία;
Για μεγάλο κομμάτι των λεγόμενων «διαμορφωτών της κοινής γνώμης» η απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα μόνο αυτονόητη δεν είναι· και όταν είναι αυτονόητη εξαντλείται στην λιτανική επανάληψη μιας γενικής και αόριστης (και μάλλον ανιστόρητης) καταδίκης κάθε μορφής βίας απ’ όπου και αν προέρχεται. Στο άρθρο μάλιστα του Καψή, στο οποίο αναφερθήκαμε παραπάνω, αποκαλύπτεται και μια λανθάνουσα εργαλειακή σύγκλιση του νεοφιλελεύθερου/τεχνοκρατικού άκρου με το ακροδεξιό, όπως και ο κυνισμός των επίδοξων «εθνοσωτήρων». Ο Καψής, ας θυμηθούμε, δεν είχε κανέναν ενδοιασμό να συμμετάσχει σε μιαν «εθνοσωτήριο» κυβέρνηση υπό τον μη εκλεγμένο πρωθυπουργό Λουκά Παπαδήμο και με συνάδελφο υπουργό πρώην τσεκουροφόρο «ακτιβιστή» της φιλοχουντικής ΕΠΕΝ και διάδοχο του Μιχαλολιάκου στην κεφαλή της ακροδεξιάς νεολαίας,[2] αλλά ανησυχεί τώρα για τη «βία των δύο άκρων»· ιδιαίτερα μάλιστα του «ακρο-αριστερού». Αναρωτιέται κανείς επομένως για τα κίνητρα και την ειλικρίνεια μιας τέτοιας «ανησυχίας», η οποία δεν ησυχάζει αν δεν συμπεριλάβει στο κάδρο της καταδίκης και την αριστερά ή οποιαδήποτε συλλογική κίνηση αντίστασης των πολιτών ενάντια σε αναποτελεσματικούς (με επίσημη ομολογία του ΔΝΤ πλέον) πολιτικούς και οικονομικούς μονοδρόμους.
Η μονόπαντη και επιλεκτική ευαισθησία των κυβερνόντων, μεγάλου κομματιού των ΜΜΕ, αλλά και των mainstream αρθρογράφων γνώμης είναι εξόφθαλμη. Αρκεί να μετρήσει κανείς τις τηλεοπτικές ώρες και τους τόνους μελανιού «αγωνίας» που χύθηκε το τελευταίο διάστημα για τους αυτοδιαχειριζόμενους κατειλημμένους χώρους ως «εστιών ανομίας», την ίδια στιγμή που κανείς δεν αναρωτιέται τι να έχει γίνει με τις έρευνες για τις γιάφκες που συνδέονται με ακροδεξιά στοιχεία σε Γύθειο και Βόλο. Μπορεί η σιωπή αυτή και η επιλεκτική ανησυχία να θεωρούταν απλώς «ανεύθυνη» ή «εργαλειακή» μέχρι χθες. Όταν όμως το ρατσιστικό μίσος μετρά ήδη το πρώτο επίσημα καταγεγραμμένο του θύμα, όταν μαθητής μαχαιρώνεται στο Παλαιό Φάληρο από ακροδεξιούς, η σιωπή αυτή δεν απέχει πολύ από το να γίνει συνυπεύθυνη.
Θα συνεχίσω την επόμενη Κυριακή.

Ο Γιώργος Κατσαμπέκης είναι υπ. διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης στο ΑΠΘ


[1] Παντελής Καψής, «Βία, το νέο πολιτικό όπλο», Έθνος της Κυριακής, 16.12.2012.
[2] Αναφερόμαστε προφανώς στον Μάκη Βορίδη. Ένα ευσύνοπτο βιογραφικό του ανδρός με την πορεία του στον χώρο της ελληνικής ακροδεξιάς μπορεί να βρεθεί στο Δημήτρης Ψαρράς, Το κρυφό χέρι του Καρατζαφέρη, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2010, σ. 192-194. Ο Βορίδης πρόσφατα τάχθηκε υπέρ της επαναφοράς της θανατικής ποινής συμπορευόμενος με τις απόψεις της Χρυσής Αυγής επί του ίδιου θέματος. Τα «αντικειμενικά» ΜΜΕ, όπως και οι διάφοροι σχολιογράφοι που ανησυχούν κατά τα’ άλλα για την συντηρητικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας δεν έδειξαν να ανησυχούν ιδιαίτερα από την υποστήριξη τέτοιων ακραίων συντηρητικών θέσεων από τον κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο του βασικού κόμματος/κορμού της κυβέρνησης. Πολλοί εξ αυτών μάλιστα θεώρησαν πολύ σημαντικότερο θέμα τη «σκανδαλώδη» άποψη του Τάσου Κουράκη για τον διαχωρισμό (επιτέλους) κράτους-εκκλησίας και τη μισθοδοσία των ιερέων· μια άποψη που, ας σημειωθεί, τη μοιράζεται και ο νυν υπουργός οικονομικών, κ. Στουρνάρας.

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Δεν κατάλαβα την διάκριση φασισμού-ναζισμού στήν εν λόγω ανάρτηση.

Ανώνυμος είπε...

Προφανώς δεν γίνεται κάποια τέτοια διάκριση.

Α.Π.

Ανώνυμος είπε...

Στη θεωρία προφανώς διότι τα γεγονότα στην Ιστορία διαψεύδουν ως σκόπιμη παράλειψη την α διακρισία.