16/2/13

Το χρονογράφημα ως ζωντανός διάλογος

ΤΗΣ ΛΗΔΑΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ

ΑΝΤΩΝΗΣ ΠΟΛΕΜΗΣ, Φωνές της Άνδρου, εκδόσεις GUTENBERG

Η φιγούρα του Αντώνη Πολέμη έχει εγγραφεί βαθιά στη μνήμη μου. Πολύ προτού γνωρίσω την ταυτότητά του. Έπηλυς εγώ στη Χώρα της Άνδρου τον έβλεπα να ανεβοκατεβαίνει τον πρώτο χαρακτηρισμένο πεζόδρομο της Ελλάδας πάντα στον ίδιο σταθερό ρυθμό. Είχα την αίσθηση ότι με τον τρόπο αυτό ζωογονούσε την αισθητική ενός έντεχνα καλοφτιαγμένου και στέρεου πλακόστρωτου, που αντιστεκόταν μέχρι πρότινος στην κατεστημένη και ολιγοήμερη αισθητική της νεοελληνικής προχειρότητας.
Τον θυμάμαι, έτσι ακριβώς όπως αποτυπώνεται στο οπισθόφυλλο τού εν λόγω βιβλίου. Η φιγούρα ενός ηλικιωμένου ανθρώπου, με «καθώς πρέπει» ντύσιμο -παντελόνι, ζακέτα, τραγιάσκα- που ξεπερνούσε τα ελληνικά σύνορα, πόσο μάλλον τα όρια της Χώρας ενός κυκλαδίτικου νησιού. Που θα μπορούσε χωρίς δυσκολία να αποτελεί συστατικό στοιχείο ενός ρυθμικά και αυστηρά δομημένου πίνακα του σκαπανέα της σύγχρονης τέχνης Πωλ Σεζάν.

Η σταθερή παρουσία του και ο σταθερός ρυθμός του με είχε εντυπωσιάσει και ξεχώριζε, ολοένα και περισσότερο, στο πέρασμα των χρόνων, όσο τα μαγαζιά και τα καφενεία της Αγοράς της Χώρας μεταλλάσσονταν, σύμφωνα με τα αθηναϊκά πρότυπα, σε βουερά στέκια.
Και ήταν αυτή η ίδια παρουσία και αυτός ο ίδιος ρυθμός που ανακάλυψα, όχι χωρίς έκπληξη, και στις «Φωνές της Άνδρου». Εκεί ο Αντώνης Πολέμης καταφέρνει με έναν τρόπο μοναδικό, απλό και σεμνό, γήινο και ονειρικό, καυστικό και τρυφερό συνάμα, να σχολιάσει τα δρώμενα, πολιτικά κοινωνικά και πολιτιστικά της ιδιαίτερής του πατρίδας.
Κρίνει συγκρίνοντας. Παρεμβάλλει στα δικά του κείμενα κείμενα άλλων, που αντλεί από τοπικά έντυπα και κυρίως από την εφημερίδα «Η Φωνή της Άνδρου», που «στοιχειοθετούσε», καθώς διαβάζουμε στην εισαγωγή, «εν πολλοίς ο ίδιος», και εκδιδόταν στο ιστορικό πλέον τυπογραφείο του θείου του Μήτσου Καραουλάνη.
Πρόκειται για άρθρα και αρθρίδια ακόμα και για έμμετρα ευχετήρια κοινοτικών υπαλλήλων, αντίδωρα στο φιλοδώρημα των γιορτινών ημερών, που έχουν γραφεί τους δυο προηγούμενους αιώνες. Και μας δείχνουν μέσα από την αντιπαραβολή τους πόσο έχουν ριζώσει στον τόπο μας συγκεκριμένες συνήθειες και συμπεριφορές.
Ενδεικτικά αντιγράφω δυο αποσπάσματα, χωρίς, δυστυχώς, να κρατήσω την διασωθείσα στο βιβλίο και σημαίνουσα για τη διάσωση του κλίματος της εποχής εκείνης πολυτονική ορθογραφία. Το πρώτο αφορά τις δημοτικές εκλογές και τιτλοφορείται «Εκλογικά». Μεταφέρει μεταξύ άλλων ο Πολέμης από σχετικό άρθρο της εφημερίδας «Η Φωνή της Άνδρου» της 14.9.1900 τα ακόλουθα: «Οι πονούντες λοιπόν τον τόπον είχον προ των οφθαλμών αυτών σαφές το ζήτημα, ότι ο κ. Εμπειρίκος δια των σπουδαίων έργων, άτινα θα εξετέλει, θα καθίστα τον Δήμον ημών ένα εκ των πρωτευόντων Δήμων των Κυκλάδων έπρεπε λοιπόν (…) δια της πανηγυρικής εκλογής να εκδηλώσει ο Δήμος άπειρον ευγνωμοσύνην προς τον ευεργετήσαντα αυτόν, όστις ως Δήμαρχος, πολλώ μεγαλειτέρας έτι ευεργεσίας έμελλε τώ παράσχη. Ο πολύς λαός δεν έλαβεν ταύτα υπ’ όψιν και δεν υψώθη άνωθεν των μικροσυμφερόντων και των κομματικών παθών, προς άμετρον βλάβην του Δήμου(…)». Και γράφει εν κατακλείδι: «Μην μου πείτε ότι ο μακαρίτης συντάκτης και τα παραπάνω γραφόμενά του δεν μοιάζει τωρινός και σύγχρονος, Μόνο πρόσωπα, ονόματα εφημερίδες, συντάκτες-μοιραία μετά από 100 χρόνια- έχουν αλλάξει. Κατά τα άλλα; Μακάρι να άλλαζαν -έστω- οι νέοι Δημοτικοί άρχοντες…».
Το δεύτερο σχετίζεται με την τιμή πωλήσεως του κάρβουνου στην μεταπολεμική Ελλάδα και το ονοματίζει «Τα κάρβουνα». Ξεκινά με ένα άρθρο που καταγγέλλει την αισχροκέρδεια των εμπλεκόμενων στη διακίνηση του προϊόντος αυτού και δανείζεται ξανά από τη «Φωνή της Άνδρου» της 22ας Δεκεμβρίου του 1947. Συνεχίζει με τη δική του κριτική που αρχίζει με την ειρωνική φράση «Παλιά καλά(;;;)χρόνια! Που τα κάρβουνα αποτελούσαν αδιαμφισβήτητα είδος πρώτης ανάγκης!(τώρα πια μόνο οι μερακλήδες ψήστες τ’ αγοράζουν σε σακουλάκια …ημιπολυτελούς συσκευασίας, για να ψήσουν στις ετοιματζίδικες-σε άπειρα είδη, μεγέθη και μοντέλα- πωλούμενες ψησταριές- τα λαχταριστά παϊδάκια και μπριζολάκια τους), και πώς να μην ήταν. Το φουρνέλο του μαγειρέματος, η «φουφού»,το μαγκαλάκι, το «σίδερο»αχρηστεύονταν τελεσίδικα χωρίς αυτά! Μοναδική τους πρώτη ύλη!...Άντε μαγείρεψε, ζεστοκοπήσου, σιδέρωσε την μπουγάδα σου χωρίς τα ταπεινά και μουντζούρικα καρβουνάκια». Διατρέχει τις ελλείψεις εκείνων των χρόνων και τις ευκολίες της εποχής μας. Και κλείνει με το ακόλουθο απόφθεγμα: «Αλλού φτωχύναμε... Σε ζεστασιά ανθρώπινης επαφής, σε πλησίασμα, άγγιγμα θερμό χεριού με χέρι, καρδιάς με καρδιά, συντροφέματος, φιλικού αγκαλιάσματος, με κτύπημα στην πλάτη –εγώ είμαι εδώ δίπλα σου!- ανθρώπου από άνθρωπο… Από ανθρωπιά ‘φαλίραμε’…»
 Ο Αντώνης Πολέμης εντρυφά εις το παρελθόν των καραβοκύρηδων και των απλών ανθρώπων που γνώρισε, για να μας αποκαλύψει το παρόν. Μας ξεναγεί από τα μονοπάτια και τα λησμονημένα καφενεία της χώρας κι από τα πανηγύρια στις εκθέσεις του Χένρι Μουρ στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Χώρας. Πλάθει έναν τόπο διακειμενικό όπου συναντά τον λεπτό υφαντή του είδους, τον Παύλο Νιρβάνα και συνομιλεί με το λογοτέχνη Κώστα Βάρναλη, έτσι όπως τον γνωρίσαμε από τα συνειρμικά χρονογραφήματά του «Φέϊγ Βολάν της Κατοχής» (εκδόσεις Καστανιώτη 2007) και τα επίκαιρα μέχρι τις μέρες μας σχόλια του για τη σχέση του Αθηναίου πολίτη με το δημόσιο χώρο ως αποδέκτη των απορριμμάτων του.
Υπηρετεί με μια γραφή ζωντανή και σύγχρονη αυτό το δύσκολο και παρηκμασμένο στις μέρες μας είδος της τέχνης του λόγου με μια τόσο σπάνια όσο και απαραίτητη στις μέρες μας αυτογνωσία. Χωρίς να εμπίπτει στις ελλοχεύουσες παγίδες μιας ρομαντικής αναπόλησης ή ενός ρομαντικού εξωραϊσμού του παρελθόντος.
Αντιμετωπίζοντας το χρονογράφημα ως ένα ανοιχτό διάλογο που συνδέει την ιστορία της καθημερινότητας με την καθημερινότητα της ζωής που καθημερινά αλλάζει.

Δεν υπάρχουν σχόλια: