ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΣΟΦΙΑ ΔΙΟΝΥΣΟΠΟΥΛΟΥ, Η κόρη του ξενοδόχου, μυθιστόρημα, εκδόσεις Άγρα, σελ.
176
Δύο, μάλλον κατ’ επίφασιν,
διαφορετικές ιστορίες απαρτίζουν την Κόρη
του ξενοδόχου. Δύο ιστορίες που απέχουν μεταξύ τους είκοσι πέντε ολόκληρα
χρόνια. Η πρώτη, τριτοπρόσωπη, εκτυλίσσεται το καλοκαίρι του 1975, έναν χρόνο
μετά την πτώση της δικτατορίας, σε κάποιο παραθαλάσσιο ξενοδοχείο που, ήδη
απαλλοτριωμένο, μετά από πολλά χρόνια λειτουργίας, βρίσκεται στις παραμονές του
κλεισίματός του. Το ξενοδοχείο αποτελεί και το σκηνικό, στις συγκεκριμένες
διαστάσεις του οποίου ζουν απομονωμένες και, κατά βάθος, με στρεβλωμένη αγάπη
αλληλοϋποβλεπόμενες, οι τρεις βασικές ηρωίδες (μάλλον αντιηρωίδες) της ιστορίας:
η μάνα, η έφηβη κόρη της Ηλέκτρα και η Έλσα, αδερφή της πρώτης και θεία της
δεύτερης, με μονίμως και, σχεδόν, πανταχού παρούσα τη σκιά του απόντος-εξαφανισμένου
συζύγου και πατέρα -του ξενοδόχου-, η μνήμη του οποίου διαδραματίζει σημαντικό
ρόλο στην, ούτως ή άλλως, τεταμένη και πολλαπλώς φορτισμένη ατμόσφαιρα. Ατμόσφαιρα
που την επιβαρύνει ακόμα περισσότερο η παρουσία ενός άντρα, του απρόσμενου και τελευταίου
ενοίκου του ξενοδοχείου, που, όπως εξελίσσονται τα πράγματα, αποτελεί τη λυδία
λίθο, επάνω στην οποία δοκιμάζονται οι σχέσεις των τριών γυναικών, ενώ,
παράλληλα, αφυπνίζονται πικρές μνήμες του πρόσφατου παρελθόντος, δημιουργούνται
οξύτατες καταστάσεις και συντελούνται επώδυνες συνειδητοποιήσεις και ωριμάνσεις.
Η δεύτερη, δευτεροπρόσωπη, ιστορία, εξάλλου, δεν εξελίσσεται· απλώνεται με
αφηγηματική σύνεση στα περιθώρια και στα κενά της πρώτης, αυτάρκης κι όμως
εμμέσως εξαρτημένη απ’ αυτήν θεματικά, σαφώς αποστασιοποιημένη χρονικά (αφού
βρισκόμαστε στο 2000) και διαφοροποιημένη υφολογικά, σαν ένας παρέμβλητος
εσωτερικός μονόλογος της κόρης του ξενοδόχου, της Ηλέκτρας.
Ανακεφαλαιώνοντας:
η πρώτη ιστορία εξελίσσεται καθ’ υπαγόρευσιν της λογικής και των αρχών του
ρεαλισμού, ενώ η δεύτερη παρεμβάλλεται με τη μορφή του εσωτερικού μονολόγου ή,
αλλιώς, του απολογισμού ζωής που, σχεδόν ασθματικά, πραγματοποιεί η έφηβη το
1975 και τώρα ματαιωμένη σαραντάρα Ηλέκτρα, αποκαλύπτοντας στον εαυτό της και
στον αναγνώστη πτυχές της ζωής της, όπως εξελίχθηκε μετά το κλείσιμο του
ξενοδοχείου και καταλογίζοντας ευθύνες σε όλους όσοι συνέβαλλαν στη διαμόρφωση
του ιδιάζοντας ψυχισμού της και, εντέλει, του παρόντος της. Απ’ αυτήν την άποψη
θα μπορούσε να πει κανείς ότι και στις δύο ιστορίες το σημαντικότερο ρόλο τον
διαδραματίζουν τα περασμένα· οι μνήμες του ξενοδοχείου και των τριών γυναικών.
Τα συμβάντα και οι καταστάσεις της πρώτης υπαγορεύονται, κατά ένα τεράστιο
ποσοστό, από όσα συνέβησαν στο απώτερο και στο σχετικά κοντινό παρελθόν: τα
άδεια δωμάτια του ξενοδοχείου κρατούν τις μνήμες τους ζωντανές και σιωπηλά
αφηγούνται κινήσεις, χειρονομίες, λόγια και σιωπές των ανθρώπων που τα
κατοίκησαν, ενώ οι συμπεριφορές των τριών γυναικών, ιδίως των δύο αδελφών -ο
πληγωμένος γυναικείος εγωισμός, οι πύρρειες και φευγαλέες επιβεβαιώσεις
υπεροχής της μιας απέναντι στην άλλη κλπ.- συνδέονται άρρηκτα με την εξαφάνιση
του συζύγου και, κυρίως, με την αποκάλυψη της ερωτικής σχέσης που αυτός
διατηρούσε με την αδερφή της γυναίκας του. Όσα «συμβαίνουν» στη δεύτερη,
εξάλλου, έχουν την αφετηρία τους στο ακατέργαστο και στο κατεργασμένο υλικό της
μνήμης της Ηλέκτρας· στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα ενός απωθημένου ή κρυμμένου
ερωτισμού μέσα στην οποία αισθάνθηκε και συνειδητοποίησε το ξύπνημα του φύλου
της και διαμόρφωσε τις προϋποθέσεις της ενήλικης ζωής της. Με συνέπεια, ώριμη
πια, με συρρικνωμένο το όνομά της (από Ηλέκτρα κατάντησε να λέγεται Λη), με
ματαιωμένες τις όποιες προσδοκίες της και με μειωμένες τις αντιστάσεις της, να
καταλήγει στην ταύτιση της μοίρας της με τη μοίρα του ερειπωμένου ξενοδοχείου
των νεανικών της χρόνων, λέγοντας ότι «είμαι ένα γιγάντιο ξενοδοχείο, μέσα μου
μπαινοβγαίνουνε κάθε μορφής πελάτες, πληρώνουνε και φεύγουνε, χάνονται ή
επιστρέφουν...».
Θα
μπορούσε να πει κανείς ότι η πρόθεση της Σοφίας Διονυσοπούλου να διαστείλει τον
θεματικό της πυρήνα, προκειμένου να δημιουργήσει δύο ανεξάρτητες και,
παράλληλα, συνεχόμενες ιστορίες, διαφοροποιώντας τες υφολογικά και τυπογραφικά
(ο δευτεροπρόσωπος μονόλογος είναι τυπωμένος με πλάγια στοιχεία) και δίνοντας
έμφαση σε διαφορετικές αφηγηματικές εκδοχές στην καθεμιά, πραγματοποιήθηκε με
αξιοσημείωτη επιτυχία. Επιτυχία που θα ήταν μεγαλύτερη αν η αφηγήτρια της
πρώτης ιστορίας είχε αποφύγει τις ελάχιστες, πλην όμως, προφανείς, εμπλοκές της
στα εξιστορούμενα· τις κάπως άτσαλες παρεμβάσεις της, με ένα απρόσμενο λοιπόν ανάμεσα στα εξιστορούμενα και
στον αποδέκτη τους, δημιουργώντας μιαν αχρείαστη αίσθηση οικειότητας, ή αν ο
λόγος της μονολογούσας Λη, στη δεύτερη ιστορία, δεν ήταν συχνότατα ένας λόγος
αμιγώς δεκαπεντασύλλαβος -στην καλύτερη περίπτωση ένας δεκαπεντασύλλαβος
κατακερματισμένος-, με συνέπεια να παρεμποδίζεται η απρόσκοπτη αναγνωστική
προσήλωση και να εκτρέπεται προς άλλα στοιχεία της αφήγησης το ενδιαφέρον του
αναγνώστη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου