15/12/12

Από το (άγνωστό) μας Βυζάντιο...

ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΒΕΗ

ΙΩΑΝΝΗΣ ΓΕΩΜΕΤΡΗΣ, Ο τρομερός τον νου μου ο έρωτας τυφλώνει, εισαγωγή-μετάφραση: Γιώργος Βαρθαλίτης, Εκδόσεις Αρμός

«Είθε η αυτοκρατορική εξουσία, ασκούμενη με τάξη και αξιοπρέπεια, να αναπαράγει την κίνηση και την αρμονία που δίνει ο δημιουργός σε όλο το Σύμπαν».
Αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος Ζ΄
Περί Βασιλείου Τάξεως

Η ποίηση, η μουσική, το τραγούδι υπακούουν κατά κανόνα σε θεσμικούς κανόνες, όπως ακριβώς τους ορίζει η σοφία του Αυτοκράτορα. Στην καθημερινότητα της καλλιτεχνικής δημιουργίας ισχύουν υποχρεωτικά όσα κελεύει φέρ΄ ειπείν ο πολύς Λέων ΣΤ’ (886-912): «οι κανταδόροι (συνθέτες) πρέπει να υπενθυμίζουν πριν απ΄ όλα την ανταμοιβή που συνοδεύει την πίστη στον Θεό, τα ευεργετήματα που παραχωρούνται από τον αυτοκράτορα και τις προηγούμενες επιτυχίες. Να υπογραμμίζουν κυρίως ότι η μάχη που θα δώσουν είναι για τον θεό, για την αγάπη του Θεού, για όλο το έθνος και πάνω απ΄ όλα για τα αδέλφια μας, που βρίσκονται κάτω από το ζυγό των απίστων, για τα παιδιά μας και τις γυναίκες μας, για την πατρίδα μας. Να μην ξεχνούν να υπενθυμίζουν ότι η μνήμη εκείνων που έπεσαν για την ελευθερία των αδελφών μας είναι αιώνια και ότι ο πόλεμος διεξάγεται εναντίον των εχθρών του Θεού». (Βλ. Ελένη Γλύκατζη – Αρβελέρ, Η πολιτική ιδεολογία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, εκδόσεις Ψυχογιός, 1997).

Ο Ιωάννης Γεωμέτρης, διακεκριμένο στέλεχος του στρατού, έζησε στο δεύτερο μισό του 10ου αιώνα. Τέκνο δηλαδή της εξαιρετικά ταραγμένης εποχής των Αυτοκρατόρων–πολεμάρχων Φωκά και Τσιμισκή. Πολυπράγμων, πιθανώς θύμα πολιτικών διώξεων, αεικίνητος και βαθύτατα καλλιεργημένος, μας κληροδότησε ένα πλούσιο φιλολογικό έργο, όπου απαντούν, μεταξύ άλλων, και ικανά δείγματα ενός υποκειμενικότερου τρόπου έκφρασης. Η ρητορική δεινότητα του λογίου δεν αποψιλώνει εν ολίγοις την ειλικρίνεια του αισθήματος. Αποκαλύπτοντας μιαν άλλη πτυχή της αισθητικής στρατηγικής των χρόνων εκείνων, για τους οποίους ο μέσος Έλληνας σήμερα μάλλον δεν γνωρίζει και πολλά ασφαλή πράγματα, ο Ιωάννης Γεωμέτρης αποτελεί δείκτη μιας εξαιρετικά ενδιαφέρουσας τάξης. Οι εξομολογήσεις του ακούγονται πολύ καθαρά, στους αντίποδες πάντως της καθ΄ υπαγόρευσιν ευλαβείας. Οι λέξεις του παραπέμπουν συχνά πυκνά σε αρχέτυπα και είδωλα ύφους, που θα έκαναν ακόμη και τον Ζακ Λακάν να σπεύσει να τα προσεγγίσει και να τα μελετήσει. Τι ακριβώς γυρεύει  αίφνης, για παράδειγμα, ένας δαυλός-πυρσός-οιονεί φαλλός στο μέσον ενός πυρακτωμένου στίχου; Έστω το εξής χαρακτηριστικό απόσπασμα, κατά την απόδοση του επαρκούς καθόλα μεταφραστή: «Κρυβόταν των ερώτων ο δαυλός εντός του. / Και τώρα τι να κάνω; Δώσε μου όμως, κόρη, / τα  χείλη σου να πιω· μα από μακριά με φλέγεις. / Κοντά σου τη φωτιά του πάθους πως θα αντέξω; / Μόνο ένα φάρμακο για αυτή τη δίψα ξέρω: / τον έρωτα έρωτας πιο φλογερός τον σβήνει, / τον πιο μεγάλον έρωτα ένας πιο μεγάλος». Ο έρωτας δεν είναι στην προκειμένη περίπτωση ο έρωτας του αυστηρά θρησκευομένου ενορίτη, αλλά ο έρωτας του καθολικού ανθρώπου. Εξ ου και το απόσπασμα: «Αχ ο τοξότης των καρδιών και τώρα πάλι / φωτιάν ανάβοντας μου ρίχνει τα πυρφόρα / τα βέλη τα πικρά και πιο γλυκά από μέλι / τα βέλη τα φριχτά κι αγαπημένα. Μ' έχει / βαριά λαβώσει και δε θέλω να τα βγάλω. / Το ξίφος μπήγω εντός μου, θέλω να πεθάνω, / ποθώ να καώ, να λαβωθώ κι άλλο ακόμα».
Η ποίηση έρχεται λοιπόν να συνομιλήσει με το δεδομένο κοινωνικό περίγραμμα, με το καθεστώς που προϋπάρχει ή που χτίζεται απέναντι από τη στιχοποιία. Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα φαίνεται λοιπόν ότι έχει περιθώρια τριβών και ρήξεων με τον Κανόνα. Εκτός αν ο Κανόνας έχει από μόνος του ανοίξει οπές ή και παράθυρα ολόκληρα για να περνάει το οξυγόνο ενός πρώιμου λυρισμού. Η Τάξη διατηρείται από αυτά ακριβώς τα  ανοίγματα στον Εαυτό. Θυμίζω σε όσους πέρασαν κάποτε από την κειμενική επικράτεια του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ζ΄, του καταχρηστικά ονομαζόμενου, για λόγους που εκείνος πολύ καλά ήξερε, ως Πορφυρογγενήτου (913-959):   «[η τάξη] είναι αυτό το μεγάλο και πολύτιμο πράγμα, στολίδι και ομορφιά της αυτοκρατορίας και θεμέλιο της ενότητάς της, που η απουσία της είναι προσβολή για το αυτοκρατορικό μεγαλείο. Γιατί η ακαταστασία είναι ίδιον ενός σώματος κακοφτιαγμένου, που τα μέλη του είναι ενωμένα φύρδην μίγδην, πράγμα που δείχνει μια συμπεριφορά χωρίς αξιοπρέπεια και χωρίς μόρφωση, χαρακτηριστική για ανθρώπους που δεν είναι ελεύθεροι ». (Βλ. όπ. π.).
Κοντολογίς, ο ποιητής Γιώργος Βαρθαλίτης μας προσφέρει έναν ασπαίροντα βυζαντινό λόγο, ο οποίος απλώς φοράει για την περίσταση τα δικά μας γλωσσικά ρούχα. Είναι εμφανώς φρεσκοπλυμένα και σιδερωμένα από χέρι αυθεντικού μάστορα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: