15/12/12

«Δεν μπορώ να συνεχίσω θα συνεχίσω»*

ΤΗΣ ΤΖΙΝΑΣ ΠΟΛΙΤΗ

ΜΑΙΡΗ ΜΙΚΕ, Εναρμόνιον Κράμα: Δοκίμια για την Πεζογραφία, εκδόσεις Άγρα, σελ. 240
           
Σ’ αυτή την έρημη χώρα που ζούμε, το απρόσμενο όραμα μιας έστω και ελάχιστης όασης, που επιμένουν να διατηρούν ζωντανό άνθρωποι των Γραμμάτων, αποτελεί ένα συμβολικό όπλο που αντιπαλεύει την παραλυτική αποθάρρυνση και εμψυχώνει τη δημιουργική πράξη. Την αίσθηση αυτή μου προσέφερε το βιβλίο της Μαίρης Μικέ, Εναρμόνιον Κράμα.
Στο πρώτο μέρος του τόμου, κείμενα των Ραγκαβή, Καραγάτση, Καζαντζάκη, Ζαμπέλιου και Μ. Δούκα έρχονται σε διάλογο με τα σύγχρονα θεωρητικά ρεύματα, που αφορούν στη συγκρότηση των έμφυλων, εθνικών και φυλετικών ταυτοτήτων και το ιδεολογικό, αναπαραστατικό σύστημα που συνεπάγονται. Την θεωρητική αυτή σκευή έρχεται να εμπλουτίσει μια νέα θεωρητική πρόταση, αυτή της πολιτισμικής υβριδικότητας. Η έννοια αυτή, εξ όσων γνωρίζω, ανιχνεύτηκε για πρώτη φορά στην ανάγνωση ελληνικών κειμένων από τη Μαίρη Μικέ στην σημαντική της μελέτη Έρως (αντ)εθνικός.
Στην παρούσα συλλογή, συγκεκριμένα στο Δεύτερο Μέρος, η έννοια της υβριδικότητας συστηματοποιείται σε βασικό μεθοδολογικό εργαλείο για την ανάλυση κειμένων των Σουρούνη, Κρανάκη, Καρυστιάνη και Κιουρτσάκη, που εστιάζουν στο βίωμα του εκπατρισμού.

Επιστρέφοντας στον τίτλο του βιβλίου, Εναρμόνιον Κράμα, που προέρχεται από μια παρατήρηση του Παλαμά σχετικά με την αφηγηματική τεχνική του Βιζυηνού, παρατηρούμε ότι εκτός του ότι συμπυκνώνει μετωνυμικά τον θεωρητικό ιστό που συνέχει τα εννέα δοκίμια της μελέτης, εκπέμπει και ένα «σήμα» που αποτελεί το κατ’ εξοχήν θεωρητικό ερώτημα που πραγματεύεται στις μελέτες αυτές η Μαίρη Μικέ: κατά πόσο η διαδικασία εναρμόνισης του κράματος εαυτού/άλλου μπορεί πράγματι να επιτευχθεί, ή αν είναι καταδικασμένη να παραμένει εκκρεμής, αφού η υπέρβαση της διαφοράς συνεπάγεται την κατάσταση μιας διαπραγμάτευσης σε αδιάκοπη διαδικασία.
Η έννοια της υβριδικότητας, ως μεθοδολογικό εργαλείο μελέτης στη Λογοτεχνία, προήλθε από τις Μετα- αποικιοκρατικές Σπουδές τη δεκαετία του 1990 και αφορούσε στην αναθεώρηση του παλαιότερου, διπολικού μοντέλου του πολιτισμικού ιμπεριαλισμού. Όπως επεσήμανε στο Κουλτούρα και Ιμπεριαλισμός ο Ε. Σαϊντ, οι καθαρές πολιτισμικές μορφές αποτελούν ιδεολογικές φαντασιώσεις, αφού οι «ταυτότητες» είναι όλες υβριδικές, και αμφίδρομες. Ανεξάρτητα από τη μορφή σχέσεων στην οποία εισέρχονται, οι «ταυτότητες» του αποικιοκράτη και του αποικιοκρατούμενου είναι εξίσου ευάλωτες σε οσμώσεις και μεταλλάξεις. Έτσι, η στρατηγική ομογενοποίησης του άλλου, ή αντίθετα εκείνη που επιμένει στη διατήρηση της διαφοράς, δίνουν τη θέση τους στη συνειδησιακή διαδικασία «διαπίδυσης» που απολήγει στο πολιτισμικό κράμα.
Με βάση τα παραπάνω, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν για μένα τα δοκίμια του Πρώτου Μέρους: «Λειτουργίες της ερωτικής επιθυμίας σε κείμενα του Α.Ρ.Ραγκαβή» και «Η Αφρική ως επικίνδυνη σαγήνη. Άμρι ά Μουργκού: στο χέρι του λευκού άνδρα». Ο μεν Ραγκαβής, υιοθετεί στα διηγήματά του κατά γράμμα το μοντέλο το παλιού αποικιοκρατικού «ρομάντζου», μαζί με τη φαντασιακή τοπογραφία που εξισώνει τη «μαύρη ήπειρο» με τη μυστηριακή, θηλυκή σεξουαλικότητα. Εδώ, παρά τον «εκπολιτισμό» που επιφέρει στη μαύρη Αμαζόνα ο έρωτας του λευκού αριστοκράτη Άγγλου, η «πολιτική της επιθυμίας», επιτάσσει το τραγικό για τη μαύρη γυναίκα τέλος της αφύσικης αυτής σχέσης.
Όταν γράφει ο Καραγάτσης το Άμρι ά Μουργκού (1954), το αποικιοκρατικό αφήγημα έχει ήδη αρχίσει να παρουσιάζει ρωγμές. Δεν είναι τυχαίο που η Μ. Μικέ αναφέρεται στο μυθιστόρημα του Κόνραντ Η καρδιά του σκότους. Η φαντασιακή τοπογραφία της «μαύρης ηπείρου» εξακολουθεί να συνδέεται με την μυστηριακή, θηλυκή σεξουαλικότητα, ωστόσο το κυρίαρχο πρόταγμα εδώ είναι η οικονομική εκμετάλλευση της «μαύρης ηπείρου» από τους λευκούς. Η «πολιτική της επιθυμίας» εστιάζει κυρίως στο ιψενικό τρίγωνο δύο Ελλήνων τυχοδιωκτών με την Ελληνίδα γυναίκα και τη σταδιακή διάβρωση που επιφέρει η «επικίνδυνη σαγήνη» της Αφρικής στο ορθολογικό και ηθικό επικάλυμμα των εκμεταλλευτών της όταν, απρόσμενα, το ενδογενές «πρωτόγονο» αρχίζει να αναδύεται από το ασυνείδητο των «πολιτισμένων» λευκών.
Στο δοκίμιο «Έμφυλη και φυλετική διαφορά στο Γιούγκερμαν», η Μ. Μικέ συνοψίζει, θα έλεγα, το έμφυλο σχεσιακό υπόδειγμα που εφαρμόζει σε όλα τα πεζογραφήματα του Καραγάτση. Έτσι, με βάση τη ρήση του: «Η φοβερή βιολογία, Η Επιστήμη – Μήτηρ», αναλύονται οι διαλογικές σχέσεις βιολογικού, έμφυλου και φυλετικού λόγου, οι αναπαραστάσεις των ταυτοτήτων και οι ιδεολογικές παραμέτροι που συνεπάγονται.
Με τη βοήθεια της «Μητρός-Επιστήμης» και τη «γενετήσια ορμή» ο Καραγάτσης έρχεται να στηρίξει το βιολογικά αμετάβλητο της ανθρώπινης φύσης. Αυτή τη θέση έρχεται να αποδομήσει η Μικέ, ορθώνοντας απέναντί της τις ταξικές, οικονομικές, κοινωνικές και ιδεολογικές κατασκευές που εμπλέκονται στη διαμόρφωση των φυλετικών και έμφυλων ταυτοτήτων και το βίο των χαρακτήρων.
Δεν μου επιτρέπει ο χώρος να αναφερθώ πιο αναλυτικά στην ενδιαφέρουσα μελέτη «Προϋποθέσεις και αντιστίξεις της αντρειοσύνης στον Καπεταν Μιχάλη». Εκεί, οι εννοιολογήσεις της «αντριγιάς» εξετάζονται στο συλλογικό και το ατομικό επίπεδο, καθώς και σε αντίστιξη με τους «γραμματιζούμενους λιμοκοντόρους». Η νύξη υπέρβασης της «αντίστιξης», που δίνεται στο τέλος του μυθιστορήματος, αποσκοπεί στο να αποδείξει την αδιάπτωτη συνέχεια του εθνικού μας αφηγήματος∙ αφήνει, ωστόσο, να διαφανεί και ο τρόπος με τον οποίο η «αντριγιά» θυσιάστηκε ιστορικά στο βωμό της ανερχόμενης αστικής τάξης.
Η τελευταία μελέτη του Πρώτου Μέρους γεφυρώνεται με το Δεύτερο. Εδώ, η έννοια της υβριδικότητας δεν σημαδεύει μόνο τις ταυτότητες των χαρακτήρων, αλλά και την ίδια τη μορφή της αφήγησης. Κείμενα που εκτείνονται από τον 16ο αιώνα έως τον σημερινό διαπλέκονται διακειμενικά και ετερογλωσσικά στην προσπάθειά τους να κατασκευάσουν και να διαχειριστούν τα στερεότυπα των έμφυλων και εθνικών ταυτοτήτων. Την προσπάθεια αυτή έρχεται να θρυμματίσει το κείμενο της Δούκα, με το άνοιγμα της ετερότητας προς την υβριδικότητα και τη δραπέτευση των χαρακτήρων από τα επιβεβλημένα στερεότυπα.
Το μοτίβο του «εκπατρισμού», όπως είναι γνωστό, καθόρισε τόσο τις προσωπικές ζωές όσο και εκείνη των χαρακτήρων πολλών μοντερνιστών μυθιστοριογράφων: Λώρενς, Ζιντ, Ντάρρελλ κ.α. Ο εκπατρισμός της επιθυμίας τους ξεκινούσε από το ηγεμονικό Κέντρο και κατευθυνόταν προς τις θερμές χώρες του Νότου ή της Ανατολής, σε αναζήτηση μιας απόκεντρης ταυτότητας. Εκεί, η μοιραία συνάντηση με τον άλλο έθετε σε αμφισβήτηση τον αστικό, καπιταλιστικό τρόπο ζωής και τις επιβεβλημένες στον λευκό άνδρα σεξουαλικές νόρμες. Βασικό στοιχείο στη δόμηση της δραματικής πλοκής στα μυθιστορήματα αυτά, αποτέλεσε η έννοια της υβριδικής ταυτότητας.
Στο Δεύτερο Μέρος του βιβλίου, ο «εκπατρισμένος εαυτός» αποκτά νεοελληνική ταυτότητα, με την εξής, ωστόσο, διαφορά: το «ταξίδι» της επιθυμίας ξεκινά από τον περιφέρεια του Νότου προς τα ηγεμονικά κέντρα Δύσης και Βορρά. Το κίνητρο του εκπατρισμού δεν εστιάζει σε μιαν ατομοκεντρική, υπαρξιακή κρίση, αλλά σε κίνητρα που διαμορφώνουν διαφορετικούς «εκπατρισμούς»: του οικονομικού μετανάστη, του πολιτικού πρόσφυγα, του αστού νέου που αναζητά στο Κέντρο τη γνώση και τον πολιτισμικό εμπλουτισμό, τέλος, του εκπατρισμένου επιστήμονα που ζει ως να έχει αφομοιωθεί πλήρως από το Κέντρο
Για τον εκπατρισμένο Έλληνα, η «υβριδικότητα» λειτουργεί, σε τελευταία ανάλυση, αμφίσημα. Γιατί, σε αντίθεση με τον δυτικό εκπατρισμένο, η συνειδησιακή του κρίση προέρχεται από την επιθυμία του νόστου και την αναζήτηση του χαμένου εαυτού. Έτσι, παραμένει στο κατώφλι μεταξύ δύο ταυτοτήτων και δύο τόπων: του εαυτού ως άλλου, της μητρικής και της ξένης γης.
Το Εναρμόνιον Κράμα ανοίγει ένα ευρύτατο πεδίο έρευνας όχι μόνο για την ελληνική αλλά και για τη συγκριτική λογοτεχνία.

*Η τελευταία φράση από τον "Ανονόμαστο" του Σ. Μπέκετ

Η Τζίνα Πολίτη είναι ομότιμη καθηγήτρια Φιλολογίας του ΑΠΘ

Δεν υπάρχουν σχόλια: