8/12/12

Η «υγεία» της δημοκρατίας

ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΤΣΑΜΠΕΚΗ

JOHN KEANE, Γιατί δημοκρατία; μτφρ. Ανδρέας Παππάς, εισαγ. Αντώνης Λιάκος, εκδόσεις Νεφέλη, σελ. 118

«Γιατί δημοκρατία;» Να λοιπόν ένα από τα πιο απαιτητικά και καίρια ερωτήματα που μπορεί να θέσει κανείς. Η νωπή ακόμα επιλογή κοντά μισού εκατομμυρίου ψηφοφόρων εκ των συμπολιτών μας, να στείλουν στο ελληνικό κοινοβούλιο το πλέον αντιδημοκρατικό και εξτρεμιστικό κόμμα της νεοναζιστικής ακροδεξιάς «για να μοιράσει μερικές σφαλιάρες», όπως χαρακτηριστικά ακούγαμε σε καφενειακές συζητήσεις, καταδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο το κατεπείγον μιας ικανοποιητικής απάντησής μας. Γιατί, αλήθεια, αν η δημοκρατία μας «δούλευε», θα αισθανόντουσαν την ανάγκη τόσοι πολλοί να στηρίξουν ένα κόμμα που το συναπαρτίζουν άνθρωποι οι οποίοι, κατά δήλωση του αρχηγού τους, όσο δυναμώνουν τόσο θα γίνονται ανελέητοι, άνθρωποι που, αν χρειαστεί, δεν διστάζουν να «λερώσουνε τα χέρια τους» (...με αίμα), που «αν χρειαστεί, δεν είναι δημοκράτες»; Άνθρωποι που θεωρούν ότι βρισκόμαστε ήδη σε συνθήκες εμφυλίου πολέμου και γι’ αυτό φέρονται αναλόγως;


«Θα ήταν άραγε πλήγμα, αν η δημοκρατία παρέδιδε το πνεύμα εν μέσω σπασμών;», επιμένει ο Keane στο κείμενό του (σ. 32). Πώς απαντάμε λοιπόν; Μια πρώτη κίνηση εδώ έχει να κάνει με μια κρίσιμη αποσαφήνιση: σε ποια δημοκρατία αναφερόμαστε; Στη σύγχρονη «απονευρωμένη» μεταπολιτική δημοκρατία της νεοφιλελεύθερης ολοκλήρωσης; Σε μια δημοκρατία που ολοένα και αρνείται το όνομά της; Σε μια ιδανική δημοκρατία ίσως που είχαμε κάποτε και στην οποία εναγωνίως ζητάμε να επιστρέψουμε; Μια φαντασιακή μήτρα που χάνεται σε ένα μακρινό ιδανικό δημοκρατικό παρελθόν; Ή μήπως μιλάμε για εκείνη τη δημοκρατία που διαρκώς (θα) επιδιώκουμε και η οποία δεν ήταν ποτέ εδώ, παρά μόνο σε φευγαλέες αναλαμπές, σε επισφαλείς παγιώσεις και στις μεθορίους του «κανονικού»; Μια δημοκρατία που μόνο καθώς την κυνηγάμε καταφέρνουμε να αγγίζουμε; Μια δημοκρατία που αυτό που απεχθάνεται περισσότερο είναι η «απόλυτη» πραγμάτωσή της; Τα ερωτήματα εδώ δεν είναι βεβαίως παιχνίδια με τις λέξεις και τις έννοιες, ούτε γρίφοι με τους οποίους διασκεδάζουν οι ακαδημαϊκοί. Αποτελούν μάλλον κρίσιμο συστατικό, ίσως και αφετηρία οποιαδήποτε (απόπειρας) απάντησης. Σε αντίθεση με τον φαινομενικά εξαιρετικά τακτοποιημένο χαρακτήρα της σύγχρονης τεχνοκρατίας, η οποία έχει αναχθεί σε κυρίαρχο παράδειγμα διακυβέρνησης, η δημοκρατία, μας υπενθυμίζει ο Keane, ποτέ «δεν συνοδεύεται από μακαριότητα, από ηρεμία, ακινησία, πλήρωση» (σ. 101), ποτέ δεν είναι «πιο ζωντανή απ’ ό,τι όταν έχει συναίσθηση του ατελούς χαρακτήρα της· οι ατέλειές της την τρέφουν», αφού η δημοκρατία «δεν είναι ποτέ μια ολοκληρωμένη υπόθεση, αλλά μια σειρά από συνεχείς δοκιμασίες, από πειραματισμούς» (σ. 103).
Αυτό που διαφοροποιεί τη δημοκρατία από άλλα μοντέλα πολιτικής και διακυβέρνησης είναι πως σε αυτές τις δοκιμασίες, σε αυτούς τους πειραματισμούς και τα ενδεχόμενα λάθη ή πισωγυρίσματα, βασικός μέτοχος και νομιμοποιητική αρχή είναι ο εκάστοτε λαός· το εκάστοτε κοινωνικό-πολιτικό σώμα, εκείνο το συλλογικό υποκείμενο που συγκροτεί το «κοινό» ως πολιτεία. Αυτός ο λαός, ακριβώς επειδή δεν ετεροκαθορίζεται, μπορεί –και του αξίζει– να φέρει τα βάρη των λαθών του στην αναζήτηση καλύτερων δρόμων προς τη συλλογική χειραφέτηση, την αυτοκυβέρνηση, τελικά την ευημερία. Αν το δούμε κάπως απλουστευτικά, αυτή η επιθυμία δεν κρύβεται στην στάση των λαών υπέρ της δημοκρατίας; Η επιθυμία να μην κυβερνιόμαστε, που θα έλεγε ο Φουκό, η επιθυμία να μην υφιστάμεθα τις συνέπειες των σφαλμάτων των άλλων, είτε αυτοί οι άλλοι είναι κάποιοι «ελέω θεού» βασιλείς, είτε κάποιος Führer(ίσκος), είτε οι νέοι εξουσιαστικοί θεσμοί του σήμερα, οι περιβόητες «αγορές». Όπως σημειώνει ο Keane, «η δημοκρατία ως τρόπος ζωής είναι ιδιαίτερα καχύποπτη απέναντι σε κάθε είδους απόλυτη εξουσία που εδράζεται σε οποιαδήποτε Πρώτη Αρχή μεταφυσικού χαρακτήρα, όπως και απέναντι στις αντίστοιχες μεγαλοστομίες» (σ. 67). Η δημοκρατία δεν διστάζει να καθαιρέσει τον ίδιο το θεό, ή τους ελέω αυτού «φυσικούς» ηγέτες και ρυθμιστές.
Αν μπορούμε σχετικά εύκολα να συμφωνήσουμε σε αυτές τις αφετηριακές παραδοχές, στόχους ή/και επιθυμίες, αυτό δεν σημαίνει καθόλου πως μπορούμε εξίσου εύκολα να συμφωνήσουμε και ως προς τις ιδιαίτερες πρακτικές ή τα μέσα που μπορούμε να μετέλθουμε στη συνέχεια. Η ίδια η ανοιχτότητα των δημοκρατικών τρόπων και του δημοκρατικού ήθους, που δεν δεσμεύουν ως προς τα μέσα ή τις οδούς που οφείλουμε να ακολουθήσουμε, μας καλούν να δουλέψουμε συλλογικά, να κουραστούμε και να διαλέξουμε ή να επινοήσουμε τους ιδιαίτερους όρους που θα διέπουν την κοινή μας συμβίωση. Γιατί αν δεν προσπαθήσουμε, αν δεν κοπιάσουμε συλλογικά εμείς για εμάς, τότε είναι πολύ πιθανό πως οι όροι αυτοί θα έρθουν «από πάνω» ή «απ’ έξω» (από «ανοχή» ή από επιβολή, ίσως και από τα δύο)· και το τι μπορεί να σημαίνει αυτό το ξέρουμε νομίζω ήδη αρκετά καλά. Κι αν μας αφήνει μια πικρή γεύση ακριβώς αυτή η βιωματική επίγνωση –η αίσθηση του να αποφασίζουν «χωρίς εμάς»–, γνωρίζουμε επίσης εξίσου καλά και τη γλυκιά γεύση που μπορούν να αφήσουν οι διάφορες κοιτίδες συλλογικότητας, αλληλεγγύης, συνεργατικότητας, κοινής δημιουργίας και αντίστασης, που διαρκώς ανακύπτουν στη δημόσια σφαίρα διαταράσσοντας το γκρίζο της περιρρέουσας μιζέριας, της ματαίωσης και της δυσπραγίας. Αυτοδιαχειριζόμενοι ανοιχτοί χώροι, κοινωνικά ιατρεία και παντοπωλεία, ανοιχτές συνελεύσεις γειτονιών, συνεργατικά/ κολεκτιβίστικα εγχειρήματα, όπως καφέ και εστιατόρια, ανοιχτοί χώροι διαλόγου και συλλογικού ανα-στοχασμού, ανεξάρτητες καλλιτεχνικές κολεκτίβες. Χώροι ανοιχτοί, ζωντανοί, που με τα καλά και τα κακά τους, με τις δυνατότητες και τις ανεπάρκειές τους, λειτουργούν ως διαρκείς υπομνήσεις ότι ένας άλλος κόσμος δεν  είναι μόνον δυνατός, αλλά σε μια μορφή του είναι ήδη εδώ.
Ο Keane ωστόσο δεν εντοπίζει την ελπίδα και την προοπτική αναζωογόνησης της σύγχρονης δημοκρατίας σε τέτοιους τόπους, σε τέτοιου είδους «κεντρίσματα» ελευθερίας και συλλογικότητας· σε εκείνες τις περιοχές, τις δομές και τους λόγους που ορισμένοι θεωρητικοί θα αναγνώριζαν ως «ρωγμές» στον υπάρχοντα ηγεμονικό σχηματισμό. Επιπλέον, παρά την οξυδέρκεια της ανάλυσής του σχετικά με το αμφίθυμο άνοιγμα της δημοκρατίας στο αβέβαιο και το ατελές, φαίνεται πως στο διά ταύτα προσφεύγει σε μια μάλλον ηθικολογική στρατηγική για την εξισορρόπηση των παθογενειών και των υπερβολών αυτού που ονομάζει «υπό παρατήρηση» δημοκρατία (monitory democracy).
Μία διευκρινιστική παρέκβαση νομίζω είναι απαραίτητη εδώ: ο όρος «υπό παρατήρηση» δημοκρατία αναφέρεται χρονικά στην τελευταία φάση εξέλιξης της σύγχρονης δημοκρατίας, την φάση εντός της οποίας κινούμαστε μέχρι και σήμερα. Ο Keane χρησιμοποιεί τον όρο αυτό με ένα μάλλον θετικό πρόσημο, για να συλλάβει τους διάφορους εθνικούς και υπερεθνικούς θεσμούς «παρατήρησης» και «ελέγχου» της εξουσίας που έχουν επινοηθεί τις τελευταίες δεκαετίες. Ανεξάρτητες αρχές, μη κυβερνητικές οργανώσεις και διαφόρων λογιών υπερεθνικοί ή διεθνικοί οργανισμοί, συνθέτουν ένα ιδιότυπο πάζλ δομών παρατήρησης/ελέγχου των τυπικών θεσμών εξουσίας σε διάφορα επίπεδα. Αυτό που δείχνει όμως να μη λαμβάνει υπόψη ο Keane είναι ο βαθμός διαπλοκής, σύνδεσης και αλληλεξάρτησης των δομών αυτών με την εκάστοτε εξουσία. Κάτι που με ενάργεια αναδεικνύει άλλωστε στον εξαιρετικό πρόλογο του βιβλίου ο ιστορικός Αντώνης Λιάκος (σ. 15-20). Εκεί, ο Λιάκος θα στρέψει την προσοχή σε αυτό που θα μπορούσαμε να αντιληφθούμε ως το «σκοτεινό πρόσωπο» της σύγχρονης «υπό παρατήρηση» δημοκρατίας, που δεν είναι άλλο από αυτό που σύγχρονοι θεωρητικοί και κοινωνιολόγοι έχουν συλλάβει με τον όρο «μεταδημοκρατία» (σ. 20-22). Ακολουθώντας τον Λιάκο, θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς πως αν το «φωτεινό» πρόσωπο της «υπό παρατήρηση» δημοκρατίας απαντάται στην κατά περιπτώσεις καλή λειτουργία διαφόρων ελεγκτικών θεσμών που ελέγχουν και περιορίζουν τις όποιες αντιδημοκρατικές ή καταπιεστικές ροπές της εξουσίας, τότε το «σκοτεινό» της πρόσωπο φανερώνεται στις μεταδημοκρατικές τάσεις των ίδιων των θεσμών αυτών, που συχνά δεν έχουν καμιά δημοκρατική θεμελίωση/ νομιμοποίηση, που στηρίζουν την παρουσία τους σε λογικές οιονεί υπερβατικής αυθεντίας και που αρκετές φορές αποδεικνύεται τελικά πως εξαρτώνται από εκείνους που «ελέγχουν»· για να μην αναφερθούμε στις περιπτώσεις που καταλήγουν τελικά οι ίδιοι να αυθαιρετούν και να λειτουργούν ως ανεξέλεγκτες εξουσιαστικές δομές. Το ΕΣΡ είναι ένα καλό παράδειγμα παρατηρητικού/ ελεγκτικού θεσμού τέτοιου τύπου, η Διεθνής Διαφάνεια επίσης, το ίδιο βεβαίως και οι περιβόητοι οίκοι αξιολόγησης, αλλά και ο ΟΗΕ.
Σύμφωνα με τον Keane λοιπόν –για να επιστρέψουμε στην προοπτική «διάσωσης» ή αναζωογόνησης της δημοκρατίας–, η «σεμνότητα» και η «ταπεινότητα» μπορούν να λειτουργήσουν ως καθοριστικής σημασίας αρχές για την αντιστάθμιση της «φυσικής» ροπής της εξουσίας προς την αλαζονεία, την υπερβολή και το θράσος, βοηθώντας έτσι στην περεταίρω εμπέδωση του δημοκρατικού ήθους. Το δημοκρατικό ιδεώδες, λέει ο Keane (παραφράζοντας τον Lincoln), «προάγει [...] την κυβέρνηση των ταπεινών από τους ταπεινούς, για τους ταπεινούς» (σ. 76)· κάτι που το ανάγει μάλιστα και σε «εγγενή τάση» της δημοκρατίας, προχωρώντας παράλληλα και σε μια μορφή υποστασιοποίησης του «ταπεινού» και του «σεμνού» (σ. 76-78). Και ενώ δεν θα διαφωνούσαμε απαραίτητα ως προς την σημασία των «ταπεινών» και των «σεμνών», ωστόσο είναι πιθανό πως με αυτό τον τρόπο υποβαθμίζεται η ανάγκη της ενεργού εμπλοκής, της πολιτικής παρέμβασης, της συλλογικής δράσης στη δημόσια σφαίρα, της ανάληψης ενεργού ρόλου από όλους και όλες μας. Παράλληλα, η έμφαση αυτή υποβιβάζει τις ιδιαίτερα περίπλοκες διαδικασίες της πολιτικής σε ζήτημα ηθικής· ταπεινότητας ή υπερβολής, αλαζονείας ή σεμνότητας. Αρκεί όμως να είμαστε όλοι «καλοί», «σεμνοί» ή «ταπεινοί»; Και ποιος ορίζει τελικά το ηθικά «καλό»; Επιπλέον, μήπως μέσω αυτής της λογικής δεν θίγεται ο ρόλος των ηγεσιών καθαυτός, αλλά μάλλον το ζήτημα του ήθους και του τρόπου του πολιτεύεσθαι της εκάστοτε ηγεσίας; Γιατί, αλήθεια, μας αρκεί να έχουμε «ηθικούς», «ταπεινούς» και «σεμνούς» ηγέτες, ώστε να λέμε πως η δημοκρατία μας λειτουργεί ικανοποιητικά; Όχι βέβαια. Η εγχώρια μάλιστα πρόσφατη πενταετία του «σεμνά και ταπεινά» έχει να μας πει αρκετά για τους κινδύνους ηθικοποίησης της πολιτικής ζωής.
Επιπλέον, η υπόρρητη έμφαση του Keane στο άτομο και το ήθος του εις βάρος της συλλογικότητας και της δράσης ή της κοινής δημιουργίας της, γίνεται ιδιαίτερα εμφανής και στον τρόπο με τον οποίο κλείνει το βιβλίο του, όπου επιλέγει να αναφερθεί σε ορισμένες περιπτώσεις μεμονωμένων ατόμων, τις οποίες θεωρεί λαμπρά παραδείγματα δημοκρατικού ήθους και παρέμβασης. Και ενώ δεν θα αμφισβητούσαμε προφανώς το ρόλο συγκεκριμένων ατομικοτήτων στην εμπέδωση των δημοκρατικών αρχών και στον διαρκή αγώνα για περισσότερη και καλύτερη δημοκρατία, ωστόσο δεν παύει ξενίζει η απουσία αναφορών στην πληθώρα συλλογικών αγώνων των εκάστοτε δημοκρατικών συλλογικοτήτων ή λαών, που από την ιστορία γνωρίζουμε πολύ καλά πως έπαιξαν πολλαπλάσια σημασία στην εκάστοτε ριζική αλλαγή.
Οι παραπάνω κριτικές παρατηρήσεις δεν θα έπρεπε ωστόσο σε καμία περίπτωση να αποθαρρύνουν τον αναγνώστη. Το βιβλίο του Keane, πλαισιωμένο από τις καίριες κριτικές παρατηρήσεις του Λιάκου, εμπλουτίζει με ουσιαστικό τρόπο τον τρέχοντα προβληματισμό για τη δημοκρατία και μας προ-καλεί να δώσουμε δύσκολες (ίσως και αδύνατες) απαντήσεις· μας καλεί να σταθούμε απέναντι σε μια επιλογή που αν και θεωρούμε αυτονόητη, ίσως τελικά να μην μπορούμε να δικαιολογήσουμε και τόσο εύκολα: γιατί δημοκρατία; Μια προβοκατόρικη απάντηση θα μπορούσε να είναι ένα σκέτο «επειδή». Ένα διαφορετικό «επειδή» για κάθε πρόσωπο που το εκφέρει. Μας αρκεί;

Ο Γιώργος Κατσαμπέκης είναι υπ. διδάκτωρ στο Τμήμα πολιτικής επιστήμης του ΑΠΘ

Δεν υπάρχουν σχόλια: