21/12/12

Ποιήματα του Παπαδιαμάντη

Προς την μητέρα μου

Μάνα μου, εγώμαι τ’ άμοιρο, το σκοτεινό τρυγόνι,
όπου το δέρνει ο άνεμος, βροχή που το πληγώνει·
Το δόλιο! όπου κι αν στραφή κι απ’ όπου κι αν περάσει,
δε βρίσκει πέτρα να σταθή, κλωνάρι να πλαγιάσει.

Εγώ βαρκούλα μοναχή, βαρκούλ’ αποδαρμένη
μέσα σε πέλαγο ανοιχτό, σε θάλασσ’ αφρισμένη,
παλαίβω με τα κύματα χωρίς πανί, τιμόνι
κι άλλη δεν έχω άγκουρα πλην την ευχή σου μόνη.

Στην αγκαλιά σου τη γλυκειά, μανούλα μου, ν’ αράξω,
μες στο βαθύ το πέλαγο αυτό πριχού βουλιάξω.

Μανούλα μου, ήθελα να πάω, να φύγω, να μισέψω
του ριζικού μου από μακρυά τη θύρα ν’ αγναντέψω.
Στο θλιβερό βασίλειο της Μοίρας να πατήσω,
κι εκεί να βρω τη μοίρα μου και να την ερωτήσω.

Να της ειπώ: είναι πολλά, σκληρά τα βάσανά μου,
ωσάν το δίχτυ που σφαλνά θάλασσα φύκια κι άμμο·
είναι κι η τύχη μου σκληρή, σαν την ψυχή τη μαύρη,
π’ αρνήθηκε την Παναγιά κι οπώλεος δεν θαύρει.

Κι εκείνη μ’ αποκρίθηκε κι εκείνη απελογήθη:
“ήτον ανήλιαστη, άτυχε, η μέρα που γεννήθης·
άλλοι επήραν τον ανθό και συ τη ρίζα πήρες·
όντας σε έπλασ’ ο Θεός δεν είχεν άλλες μοίρες”


 Στην Παναγίτσα στο Πυργί
“Άνες μοι ίνα αναψύξω προ του με απελθείν
και ουκέτι ου μη υπάρξω”
(Ψαλμός του Δαυΐδ)

Χαίρετ’ ο Ιωακείμ κ' η Άννα
που γέννησαν χαριτωμένη κόρη
στην Παναγίτσα στο Πυργί!
Χαίρεται όλ’ η έρημη ακρογιαλιά
κι ο βράχος κι ο γκρεμός αντίκρυ του πελάγους,
που τον χτυπούν άγρια τα κύματα,
χαίρεται απ’ την εκκλησίτσα
που μοσχοβολά πάνω στη ράχη.

Χαίρεται τ’ άγριο δέντρο, που γέρνει
το μισό απάνω στον βράχο, το μισό στον γκρεμό,
χαίρετ’ ο βοσκός που φυσά τον αυλό του,
χαίρετ’ η γίδα του, που τρέχει στα βράχια,
χαίρεται το ερίφιο που πηδά χαρμόσυνα.

Κ’ η πλάση όλη αναγαλλιάζει
και το φθινόπωρο ξανανειώνει η γης,
σα σεμνή κόρη που περίμενε χρόνια
τον αρραβωνιαστικό της απ’ τα ξενα
και τέλος τον απόλαψε πριν είναι πολύ αργά·
και σαν τη στείρα γραία που γέννησε θεόπαιδο
κ’ ευφράνθη στα γεράματά της!
Δος μου κ’ εμένα άνεση, Παναγιά μου,
πριν ν’ απέλθω και πλέον δεν θα υπάρχω.


 Στον Πρόδρομον στον Ασέληνο

Πίσω στον Ασέληνο, στο ρέμα
όπου σταλάζουν τα όρη γλυκασμόν
και το δάσος όλον φαίνεται έμψυχον
απ’ το πλήθος των κοσσυφιών οπού λαλούν·

Πάν’ απ’ το(ν) Ασέληνο γιαλό,
στον κατήφορο που φέρνει κατά την άμμο
εκεί λάμπει το μικρό, παλαιό Μοναστηράκι
με την εκκλησία του την αγιασμένη.

Εκεί η χάρις του τιμίου Προδρόμου επισκιάζει·
της Ελισάβετ και του Ζαχαρίου ο βλαστός,
οπού εβλάστησε στο γήρας και την στείρωσιν,
εκεί ανθεί και θάλλει κ’ ευωδιάζει.

Από τούτο το δάσος, γύρω γύρω
άγρια δέντρα, κι αρεοί και θιλύκια,
εκεί είναι το μυστηριώδες Δασκαλειό
που από μέσ’ απ’ την κουφάλα μιας δρυός
ωραία βρύσις παραδόξως βγαίνει.

Από την ερημία σου Άι μου Γιάννη
που ήχησε το πάλαι η φωνή σο
θυμήσου μας κ’ εμάς κ’ εμάς λυπήσου
που λυώνομε μέσα σε μια ερημία
γεμάτη από πληθυσμόν ανθρώπινον.



Από το διήγημα “Θέρος- Έρος”

Εικόν' αχειροποίητη, που στην καρδιά μου σ’ είχα,
κ’ είχα για μόνο φυλαχτό μια της κορφής σου τρίχα.

Ονείρατα στον ύπνο μου μαυροφτερουγιασμένα,
σαν περιστέρι στη σπηλιά μ’ ετάραξαν για σένα.

Κίνδυνο, μαύρο σύννεφο, οι μάγισσες μου λένε·
τ’ αηδόνια αυτά που κελαδούν μου φαίνονται να κλαίνε.

Να σε χαρή κ’ η άνοιξη μαζί με τα λουλούδια,
οπού ‘ναι σαν αμέτρητα ζωγραφιστά τραγούδια(!)

Συ στο σκολειό δεν έμαθες να γράφεις ραβασάκια·
στα χείλη σου τα ρόδινα που τα ‘βρες τα φαρμάκια;

 Στα μάτια τα ψιχαλιστά πόχ’ έρωτας καρτέρι,
 πόσο μεθύσι μέθυσα ένας Θεός το ξέρει.

 Τα μάτια τα ψιχαλιστά γύρνα σ’ εμέ, πουλί μου,
 αγάπη μου περήφανη , αγάπη διαλεχτή μου.

 Κι αυτό το μορφοδούλικο, το τιμημένο χέρι,
 αν έσφιξε ή τό 'σφιξαν ένας Θεός το ξέρει.

 Τη χάρη σου τη σπλαχνική μη μ’ αρνηστής,  αρνί μου,
 αγάπη μου αιώνια, αγάπη μου στερνή μου.


Από το διήγημα “Το μυρολόγι της φώκιας”

Αυτή ήτον η Ακριβούλα
η εγγόνα της γριά-Λούκαινας.
Φύκια  ‘ναι τα στεφάνια της,
κοχύλια τα προικιά της. . .
Κ’ η γριά ακόμα μυρολογά
τα γεννοβόλια της τα παλιά.
Σαν  να 'χαν ποτέ τελειωμό
τα πάθια κ’ οι καημοί του κόσμου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: