21/12/12

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης ως ποιητής

“Είς γέρων ψαράς, εντριβής εις την άφωνον γλώσσαν” της ψυχής

ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ Ν. ΨΑΧΟΥ

Στις κριτικές αποτιμήσεις για το έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη τονίζεται ιδιαίτερα η ποιητική αίσθηση της ζωής που σφραγίζει την πεζογραφία του, χωρίς ωστόσο να συνυπολογίζεται γι’ αυτό το ποιητικό του έργο. Τα 16 ποιήματά του, που συμπεριλαμβάνονται στην έγκριτη έκδοση των Απάντων[1] του από τον Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλο, υπό τον τίτλο «Ποιήματα», θεωρούνται ως το καθαυτό λυρικό ποιητικό του έργο[2], ενώ παραμένει η προσδοκία ότι σε μια ολοκληρωμένη προσέγγισή του θα συμβάλει και η καλή τύχη των άφαντων ποιημάτων του. Μαζί με αυτά θα πρέπει να συνυπολογίσουμε και όσα βρίσκουμε ενταγμένα σε διηγήματα ή μυθιστορήματά του, τα λεγόμενα παρένθετα ή εγκιβωτισμένα ποιήματα. Ποιήματα υπαρξιακής αγωνίας και κοινωνικού προβληματισμού, διαποτισμένα από το ορθόδοξο βίωμα, σατιρικά ή ερωτικά, αποκαλύπτουν ότι η ποίηση αποτελεί γι’ αυτόν φυσική έκφραση και ανάγκη. Είτε ολοκληρωμένα στη σύνθεσή τους, είτε ως δίστιχα ή τετράστιχα, σηματοδοτούν κορυφώσεις στην ανέλιξη της πλοκής των διηγημάτων ή μυθιστορημάτων του, διευρύνοντας τις εκφραστικές δυνατότητες της πεζογραφίας, πυκνώνοντας το λόγο με την υπαινικτικότητα της ποιητικής γραφής και αξιοποιώντας τη μουσική υποβολή τού στίχου για να συνθέσουν ένα μουσικό έργο πολλαπλών ρυθμών λόγου. Συμβάλλουν στην ιδεολογική και υφολογική προσπέλαση στους όρους της ποιητικότητας και του λυρισμού της πεζογραφίας του, αναδεικνύοντας ένα ειδολογικό χαρακτηριστικό της γραφής του, σύμφωνα με το οποίο η συλλειτουργία ποίησης-πεζογραφίας σ’ ένα αδιαίρετο όλο στοχεύει στην αισθητική πληρότητα της παράλληλης συνύπαρξης των ειδών.

Ο Παπαδιαμάντης προσέρχεται στην ποίηση στις δυο τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, στο μεταίχμιο των αλλαγών που συντελούνται με το τέλος του ρομαντισμού και την είσοδο στο προσκήνιο των ποιητών της γενιάς του 1880 και της Νέας Αθηναϊκής Σχολής. Και με την ποίησή του αποτελεί μια ιδιαίτερη λογοτεχνική παρουσία. Αξιοποιεί στοιχεία της ρομαντικής ποιητικής παράδοσης σύμφωνα με προσωπικές ιδεολογικές και αισθητικές επιλογές, ενώ στην πορεία στρέφεται στον ελεύθερο στίχο. Επιλέγει την απαλλαγή από την ομοιοκαταληξία και χειρίζεται μοναδικά την καθαρεύουσα, παντρεύοντάς την συχνά με τη δημοτική και την εκκλησιαστική, σε ένα γοητευτικό κράμα γλωσσικών ήχων, που αντηχούν με διαφορετική ένταση στα ποιήματά του, ανάλογη της θεματικής τους. Μέσα από τις τελικές αισθητικές επιλογές του στα Θεομητορικά, λεγόμενα, ποιήματα, που έρχονται στη δύση της ζωής του, φανερώνεται “πρώιμα μια νεωτεριστική αντίληψη για την ποίηση”[3]. Η παρατήρηση της Σ. Ιλίνσκαγια πως “Όλη η ποίηση του 19ου αιώνα στην Ελλάδα διαμορφώθηκε ως ένα αναπτυσσόμενο, μεταλασσόμενο ρομαντικό κίνημα -κι αυτό διότι- αν για τις μεγάλες ευρωπαϊκές λογοτεχνίες ο ρομαντισμός ήταν ένα στάδιο στην εξέλιξή τους, για τη νεοελληνική ποίηση ήταν το λίκνο της και γι’ αυτό άφησε πολυχρόνιες καταβολές στην ίδια τη νοοτροπία της ποιητικής αντίληψης[4], μπορεί να λειτουργήσει ερμηνευτικά σε κάποιο βαθμό για την ποιητική ιδιοπροσωπία του Παπαδιαμάντη.
Τα ποιήματα που αυτόνομα δημοσιεύονται στην περίοδο 1880-1910, λυρικά και στοχαστικά, αποκαλύπτουν υπαρξιακές ανησυχίες θεολογικής προοπτικής και βαθύ προβληματισμό, συχνά μελαγχολικά φορτισμένο, πάνω στην ανθρώπινη μοίρα, αφορμώμενο και από σύγχρονα κοινωνικά δεδομένα. Παραπέμπουν στη σταθερή ορίζουσα του ιδεολογικού προσανατολισμού του, στο αξιακό τρίπτυχο της λατρείας του Θεού, του έρωτα της φύσης και της αγάπης για τους απλούς ανθρώπους και τη ζωή τους, που αναδεικνύεται μέσα από τον κατεξοχήν εικονοπλαστικό ποιητικό του λόγο.
Ως πρώτο του ποίημα λογίζεται η “Δέησις” (1881), “έν θρησκευτικόν ποιημάτιον” κατά τον ίδιο, συνοδευόμενο από το σχόλιο “Εράνισμα εκ των Ψαλμών”, που θέτει με αντιπροσωπευτικό τρόπο τη σχέση ποίησης και ορθόδοξης πίστης, κυρίαρχη τάση της ποιητικής έκφρασης του Παπαδιαμάντη. Δομημένο στο πνεύμα της σύνθεσης των ψαλμών, καταθέτει την οδύνη του πάσχοντος ανθρώπου που ζητά την λυτρωτική βοήθεια του θεού. Παράλληλα τον απασχολεί και η ποιητική διαπραγμάτευση μεταφυσικών αναζητήσεων μέσα από θεολογική-φιλοσοφική προοπτική. Στα ποιήματα “Η έκπτωτος ψυχή” και “Μια ψυχή” αναδεικνύεται η υπαρξιακή αγωνία του ανθρώπου, κυρίως ως λαχτάρα για ζωή και ανάγκη υπέρβασης του θανάτου, ενώ η αισθητική πραγμάτωση αυτής της προσδοκίας διεκδικείται και με τον επιβλητικό τόνο του εκκλησιαστικού λόγου και τη δραματική ένταση της καθαρεύουσας, που κυριαρχούν στην παπαδιαμαντική γλώσσα.
Αξίζει ωστόσο να σημειώσουμε από τη «Δέηση» ήδη την προβολή του ανθρώπου ως υπαρξιακής οντότητας που δοκιμάζεται μόνη μέσα στο κοινωνικό σύνολο. Λίγα χρόνια νωρίτερα (1874) άλλωστε, σε ανάλογο συναισθηματικό κλίμα, ο Παπαδιαμάντης έγραψε το πρώτο λυρικό του ποίημα, το “Προς την μητέρα μου”. Εξομολογητική αποκάλυψη όσων τον ταλανίζουν στην πρώτη εμπειρία της ζωής μακριά από το σπίτι του, στην Αθήνα, και επώδυνη καταγγελία μιας σχεδόν προκαθορισμένης καταδίκης, που φέρνει νωρίς στη ζωή του ένα αίσθημα απαισιόδοξης προοπτικής δίκην νομοτέλειας. Η ρομαντική και σε κάποιο βαθμό συμβολιστική εικονοποιία, ο μουσικός ομοιοκατάληκτος 15σύλλαβος, κυρίως όμως η θερμή γλώσσα της καρδιάς, ενισχυμένη από την παρουσία της δημοτικής και τη δύναμη του βιώματος, αναδεικνύουν την ανθρωπιά της ποίησής του. Στίχους από αυτό το ποίημα θα συναντήσουμε 30 χρόνια αργότερα, το 1903, εγκιβωτισμένους στη Φόνισσα. Θέτοντας με σπαρακτικό τρόπο το ανεξήγητο γιατί της, για μιαν άδικη μοίρα, η γραία Χαδούλα ζητά να καταλαγιάσει μ’ αυτό το “τραγούδι ωσάν μοιρολόγι”, το “παραπονετικόν και ρεμβώδες άσμα”, τις τύψεις της, και ο αφηγητής να ερμηνεύσει το “ψήλωμα” του νου της.
Στα ποιήματά του ανιχνεύεται επίσης η συγκρότηση ενός αξιακού κώδικα κοινωνικοπολιτικής ποιητικής ηθικής. Πρωτεύουσα θέση κατέχει η ευαισθησία του για τη μοίρα των ταπεινών του κόσμου, λαϊκών ανθρώπων, τη ζωή των οποίων μοιράζεται. Αντιπροσωπευτικό είναι το ποίημά του “Εις τους αδελφούς Γιαννάκην και Κωστήν Γ. Ραφτάκη Καταποντισθέντας μετά του πλοίου ‘Σκίαθος’ εις τον Ατλαντικόν κατά τον Ιανουάριον του 1902”, μια τρομακτική ποιητική θαλασσογραφία ενός ζωγράφου ποιητή, που αποκαλύπτει τα όρια του υπέρτατου πόνου και τον αναδεικνύει ως κοινή μοίρα των βιοπαλαιστών. Σε διαλεκτική ανταπόκριση βρίσκεται και το εξαιρετικό ποίημα με το οποίο κλείνει το διήγημα “Το μυρολόγι της φώκιας”, καθώς στην τραγική μοίρα της γρια-Λούκαινας και της μικρής Ακριβούλας φωτογραφίζεται ο ατέλειωτος καημός του κόσμου. Η αφόρμηση από το συγκεκριμένο, επικαιρικό γεγονός και η ποιητική μετάπλασή του μέσω της αναγωγής του σε ένα διαχρονικό επίπεδο σημασιολογίας, άλλοτε στο πνεύμα ενός ποιητικού ρεαλισμού, όπως στο ποίημα των άτυχων αδελφών, κι άλλοτε ως μια φανταστική ποιητική μυθοπλασία που δανείζεται μοτίβα του παραμυθιού, όπως στο ποίημα “Η Κοιμάμενη βασιλοπούλα”, είναι ένα ακόμα χαρακτηριστικό της ποιητικής του.
Εκεί όμως που συντελείται ουσιαστικά η μετάβασή του σε μια νέα αισθητική ποιητική πραγματικότητα, ενδιαφέρουσα και για όσα συντελούνται στην ελληνική ποίηση στις αρχές του 20ού αιώνα, είναι στον κύκλο των θεομητορικών ποιημάτων. Ο ποιητής της «Δέησης» αφήνει την υποβλητική καθαρεύουσα του εκκλησιαστικού λόγου και την καθορισμένη στροφική διάταξη και δημιουργεί πλέον με μιαν απελευθερωμένη φόρμα και με τη ζεστή παπαδιαμαντική γλώσσα, που αντλεί από την αμεσότητα και την απλότητα της δημοτικής, νέες προϋποθέσεις μετοχής σε κοινά βιώματα. Διαχειρίζεται υλικά απλά για να συνθέσει περιγραφικά τοπία του νησιού του, στα οποία δεσπόζουν απέριττα εκκλησάκια, αφιερωμένα τα πιο πολλά στην Παναγία και στον Πρόδρομο. Πραγματώνεται σ’ αυτά τα ποιήματα μια μοναδική αίσθηση ελληνικότητας, μέσα από τη θαυμαστή συνύπαρξη της φυσικής ομορφιάς του ελληνικού τοπίου και της ριζωμένης θεϊκής παρουσίας, ενώ ταυτόχρονα αποκαλύπτεται η ιδιαίτερη έλξη του γενέθλιου τόπου. Η ορθόδοξη πίστη αναδεικνύεται ως αναπόσπαστο στοιχείο της ζωής και οι κοινωνικές εκδηλώσεις που την εκφράζουν συνθέτουν την ταυτότητα της παράδοσης του ελληνισμού.
Στην ποίησή του βρίσκει χώρο να κατοικήσει και ο έρωτας, κυρίως στα εγκιβωτισμένα ποιήματα. Αποκαλύπτεται ως λαχτάρα ζωής και αγάπης και καθιστά ερωτικό έναν δημιουργό πνευματικό, που έχει γευτεί τον Θείο έρωτα και μιλά για τον ανθρώπινο με ανάλογης ποιητικής έντασης λόγο. Ο ερωτικός Παπαδιαμάντης είναι παρών και σε ποιήματά του, όπως στο “Νύχτα Βασάνου”, που μπορεί να διαβαστεί παράλληλα με το διήγημα “Φαρμακολύτρια” για να αναδείξει τον πόνο του ανεκπλήρωτου έρωτα, αλλά και στο ποίημα από το διήγημα “Θέρος-Έρος”, ή στο “Ωραίον Φάσμα”, ύμνο στην τόσο ανθρώπινη υποταγή στην αγάπη.
Χάρη στον δικό του, ξεχωριστό τρόπο να συνειδητοποιεί τον κόσμο και να ζει την πραγματικότητα, ο Παπαδιαμάντης είναι αναμφίβολα και ποιητής. Στο έργο του, πεζογραφία και ποίηση συνυπάρχουν σε μια αμοιβαία αλληλοπεριχώρηση, με όρους πλεονεκτικούς για την ποίηση. Χρησιμοποιώντας κατάλληλα τη γλώσσα, τὸ γνωστὸ ἀγκίστρι μὲ τὸ ὁποῖο ἐπὶ δεκάδες χρόνια ἀγκίστρωσε ἀμέτρητα ψάρια”[5], ως «γέρων ψαράς, εντριβής εις την άφωνον γλώσσαν”[6] της ψυχής, συνθέτοντας άλλοτε με τους όρους της παραδοσιακής ποιητικής φόρμας ή φέρνοντας στην ποίηση την απλότητα της καθημερινής ομιλίας και τον ελεύθερο στίχο, γράφει στοχαστική ποίηση πλήρη αισθήσεων και αισθημάτων.

Η Μαρία Ν. Ψάχου είναι διδάκτωρ Φιλολογίας


[1] Α. Παπαδιαμάντη, Άπαντα. Τόμος πέμπτος, Κριτική έκδοση Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος. Εκδ. Δόμος, Δεύτερη έκδοση, Αθήνα,2005.
[2]  Μιαν ιδιαίτερη πτυχή της ποιητικής δημιουργίας του αποτελούν τα έργα του της Εκκλησιαστικής υμνογραφίας (ύμνοι, τροπάρια, συστήματα τροπαρίων), αντικείμενο μελέτης της Υμνολογίας, αλλά και τα ευφυή Σατιρικά, ρυθμικά πεζόμορφα κείμενα, αποκαλυπτικά της ειρωνικής, σκωπτικής απόχρωσης του λόγου του, έκφραση της κριτικής παρέμβασής της γραφής του.
[3] Ν .Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Νεοελληνικά διδακτικά δοκίμια για το Γυμνάσιο”. Συνεργασία Νίκος Φωκάς, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα, 1986, σ.21.
[4] Σ. Ιλίνσκαγια, Στην τροχιά του ρομαντισμού. Εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 2008, σ. 49.
[5] Εφ. Ελευθεροτυπία, Σάββατο 3 Σεπτεμβρίου 2011 ( Βιβλιοθήκη, Το άγγιγμα του σκιαθίτη Επιμ. Μ. Φάις) - Βασίλης Γκουρογιάννης “ Ο Παπαδιαμάντης από φωτογραφία”.
[6] Α. Παπαδιαμάντη, Άπαντα. Τόμος τέταρτος, Κριτική έκδοση Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος. Εκδ. Δόμος, Πρώτη έκδοση, Αθήνα, 1985, σ. 300.

Δεν υπάρχουν σχόλια: