21/12/12

Μοντερνιτέ

ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΚΟΥΚΗ

ΑΡΙΣΤΕΑ ΠΑΠΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ, Υπογείως, εκδόσεις Τυπωθήτω, Λάλον ύδωρ, σελ. 62

Το βιβλίο είναι δομημένο προσεκτικά ως προς την εξέλιξη της θεματικής του και της χρονικής του τοποθέτησης. Η ποιήτρια επιλέγει να εκκινήσει με την σκυτάλη εκεί που την έχει αφήσει –εμφανώς πιο ψηλά όμως- στην προηγούμενη συλλογή της. Η πρώτη ενότητα –και η πιο άρτια- ρίχνεται σ’ έναν αγώνα διαφορετικό και με άλλους πια κανόνες. Οι παραπομπές της εύστοχες, δένουν αρμονικά με το εκάστοτε ποίημα λειτουργώντας ως υποβολείς του νοήματος (Τέλλος Άγρας, Καρυωτάκης). Η αρχή και το τέλος ταιριαστά, με το ρυθμικό τους βήμα και το καθαρό τους νόημα: «κορίτσια τόσο αγέραστα στο κουρασμένο σύμπαν/ γυναίκες που αγάπησαν κι ας μην αγαπηθήκαν/ μισή μοιράσαν μοιρασιά κι ευθύς ολόκληρα μισά/ για πάντα ξεχαστήκαν». Η ποιήτρια αποχαιρετάει έναν κόσμο που εκπλήρωσε την αποστολή του, ευτυχώς ξοδεύτηκε φανερώς πια «Μέγιστο κραχ απ’ την αρχή/ να ξαναρχίσουν όλα/ ν’ αλλάξει ρότα η ζωή...», και μην βρίσκοντας ποιητικό έδαφος να στηριχτεί, περνάει υπογείως -και όχι στο περιθώριο- της ζωής και του συνειδητού «κάτι παράξενο έλαβε δράση κάτω απ’ την γη». Τα ποιήματα «Σαν απάντηση» και «Μοντέρνοι Πτωχοί» είναι τα αγαπημένα μου.

Η δεύτερη ενότητα τα «Σατιρικά»  είναι μια έντιμη επιταγή και μια ξεκάθαρη κόκκινη γραμμή  του άγρυπνου ποιητή που δηλώνει «κι όταν λιώσουνε τα πτώματα/ και σβησθούν παραπτώματα/ των μετρίων καμώματα/ θα θαυμάζω εκ βαθέων του Διαβάζω αναγνώσματα/ θα διαβάζω όλο χάρη»  απέναντι στις γενιές που ήρθανε και είχανε τα ηνία μα δεν δικαιολογήσανε την περίφημη αισθητική τους: «η πιο κακόγουστη γενιά γεννήθηκε μαζί μου το εβδομήντα».  Ταπεινή όταν λέει «για μόδες ομιλώ, για ποίηση ποτέ»,  τους απευθύνεται όχι σαν κάποια πικραμένη ή απορριφθείσα από το σύστημα τους μιας και το έχει ζήσει και γευθεί ποικιλοτρόπως: «μήπως θα θυμάσαι σε πέντε χρόνια κρατικά βραβεία του ‘08». Απλώς δεν την αφορά. Γυρίζει, λοιπόν, την πλάτη της και το δηλώνει υπεύθυνα: «ομότεχνοί μου / προκάτοχοί μου διαλέξτε επειγόντως μύθο».
Η ωραία τιμωμένη είναι η ποιήτρια «και δεν σε ξέρω πια/ δεν σ’ είδα». Η τρίτη ενότητα –η πρώτη γεύση τού μετά: «είναι της δύσκολης ζωής η πρώτη μέρα»- είναι άγουρη και αμήχανη ακόμα, μετέωρη και αινιγματική, δίχως σαφή προσανατολισμό μιας και «ουδέν νεώτερον απ’ την ζωή μου». Διακρίνω αισιοδοξία σα να ξεμπέρδεψε η ποίηση με τον παλιό της εαυτό και υφαίνει αργά το νέο της σχήμα κι ας «αργεί να ξημερώσει στον κόσμο».
Αρχικά είχα την αίσθηση ενός πικρού απολογισμού, γεμάτου  απογοήτευση και απωθημένα, διαβάζοντας «αν το θελήσει δεν θα ’ρθει/ αν θα ‘ρθει δεν θα μείνει/ αν μείνει θα παραδοθεί/ κι ο κόσμος θα μικρύνει»,  μα στην δεύτερη και τρίτη ανάγνωση μετακινήθηκα μέσα μου και βρέθηκα σε μια προσπάθεια να κρατήσει η ποίηση ίσες αποστάσεις από την δεδομένη κακή μνήμη και το ωραίο που θα έρθει «Ολόκληρος ο κόσμος να δει πως φεύγω/ κι αλλάζω ζωή/ κι αλλάζω τον κόσμο που φεύγει». Δεν ενδίδει στο άσχημο μα το αποδέχεται -με δυσκολία- και συμφιλιώνεται. Καταλύτης είναι το χιούμορ που είναι σαρκασμός, διαπίστωση, αυτοκριτική και κλείσιμο του ματιού με χαρακτηριστικά παραδείγματα τα «η γενιά του εβδομήντα πιάνει αισίως τα εβδομήντα», «όχου και μη με πρήξετε/ αν είναι σωστός ο όρος/ γενιά, φουρνιά, μοντερνιτέ ή καραόκε πάρτυ»  και «Φίλες φιλότεχνο κοινό από την Φιλοθέη, ακόμα ακούγονται φωνές στα βάθη του μυαλού μου/με χιούμορ αγγλογαλλιστί κατεύνασαν το νου μου».

Ο Χρήστος Κούκης είναι ποιητής 

Δεν υπάρχουν σχόλια: